Αυτό είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ «Austerlitz» του Σεργκέι Λoζνίτσα.
Οι κάμερες στο ντοκιμαντέρ παρατηρούν τα πλήθη τουριστών που επισκέπτονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Νταχάου, βόρεια του Μονάχου και Ζάξενχαουζεν έξω από το Βερολίνο.
Ντυμένοι με μπλούζες με λογότυπα περιφέρονται ανάμεσα σε κοιμητήρια και κτίρια, μερικές φορές ακούγοντας ξεναγούς να περιγράφουν πως έγιναν οι μαζικές δολοφονίες. Οι εικόνες του ντοκιμαντέρ γυρίστηκαν σε άσπρο μαύρο.
Ο τίτλος της μυστηριώδους, προκλητικής και ενοχλητικής ταινίας του Σεργκέι Λοζνίτσα όπως είπε ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι εμπνευσμένος από το μυθιστόρημα του 2001 του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (WG Sebald), στο οποίο ένας χαρακτήρας που ονομάζεται Άουστερλιτζ, μεταφέρεται στη Βρετανία ως ‘Kindertransport’ πρόσφυγας ( αναφορά στην επιχείρηση μεταφοράς και διάσωσης, κυρίως προς τη Μεγάλη Βρετανία, περισσότερων από 10.000 παιδιών από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία).
Στη Βρετανία βλέπει μια ναζιστική ταινία προπαγάνδας για το στρατόπεδο Τερέζιενστατ (Theresienstadt) και νομίζει ότι αναγνωρίζει τη μητέρα του.
Το ντοκιμαντέρ είναι μία μελέτη με σχεδόν κανένα ηχητικό διάλογο οποιουδήποτε είδους για το τουριστικό φαινόμενο στα στρατόπεδα θανάτου των Ναζί στη Γερμανία. Τοποθετήθηκαν σταθερές κάμερες στα στρατόπεδα Νταχάου και Σαξενχάουζεν, που έχουν τεράστιους αριθμούς επισκεπτών λόγω του ότι είναι κοντά σε μεγάλες πόλεις (Μόναχο και Βερολίνο, αντίστοιχα) και απλά καταγράφηκαν η ροή χιλιάδων τουριστών, οι οποίοι κοιτούν γύρω τους, συζητούν, χασμουριούνται, ακούν τους ηλεκτρονικούς ξεναγούς και βγάζουν selfies. Φυσικά είναι ντυμένοι άνετα και προφανώς δεν επιβάλλονται περιορισμοί στο ντύσιμό τους, όπως θα μπορούσε να συμβεί σε μια εκκλησία ή σε τέμενος. Ακόμη, η συμπεριφορά τους δεν είναι φανερά ασεβής ή απείθαρχη. Είναι απλά φυσιολογική. Είναι σαν να βλέπουν τον Πύργο του Άιφελ ή το εξοχικό της Αν Χαθαγουέι.
Το πιο παράδοξο είναι τα σλόγκαν στα t-shirts που φοράνε «Χωρίς φασαρία δεν υπάρχει πρόοδος», «Η ζωή θα ήταν πιο χαλαρή όταν τα μήλα και τα βατόμουρα ήταν μόνο φρούτα» κ.ά.
Η ταινία δεν είναι απλά μία καταγγελία ότι αυτά τα μοναδικά σημαντικά ιστορικά μνημεία υποβαθμίζονται από την τουριστική βιομηχανία. Ο Λοζνίτσα φαίνεται να μας ρωτά: Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να είναι ντυμένοι; Πώς πρέπει να συμπεριφέρονται;
Αν αρχίσουμε να αστυνομεύουμε τις ενέργειες των ανθρώπων, δεν είναι αυτό ένα είδος περιορισμού ή λογοκρισίας; Ανοιχτό στο κοινό σημαίνει ανοχή σε ένα βαθμό αυτού που μπορεί να εκληφθεί ως χυδαιότητα και ασέβεια – αλλά μπορεί και να μην είναι;
Πάνω απ’ όλα o Λοζνίτσα προβάλλει την κεντρική δραστηριότητα: Κοιτούν. Όλοι κοιτούν, κοιτούν, κοιτούν. Τι κοιτάζουν; Κτίρια, τοίχους, περιφράξεις. Τα θύματα δεν υπάρχουν. Οι εγκληματίες πολέμου δεν υπάρχουν. Το παρελθόν δεν είναι εκεί. Ίσως κάθε νέος τουρίστας διαβρώνει την τοποθεσία ακόμη περισσότερο μέχρι να απομείνει μόνο σκόνη. Αλλά οι επισκέψεις σε αυτά τα μέρη δεν είναι χωρίς νόημα και δεν είναι λάθος.
Είναι μέρος της ανθρώπινης περιέργειας, η οποία είναι καλύτερη από αδιαφορία ή λήθη.