Παρόλο που οι δήμαρχοι στα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, δεν συμμετέχουν άμεσα, σε κεντρικό ή εθνικό επίπεδο, στη διαμόρφωση της μεταναστευτικής πολιτικής, εκείνοι είναι που συνήθως καλούνται να αντιμετωπίσουν τα κύματα μεταναστών στις πόλεις τους, δίχως παράλληλα να θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή.
Όλοι μας γίναμε πρόσφατα μάρτυρες της τραγικής απώλειας εκατοντάδων ανθρώπων στα νερά της Μεσογείου. Περισσότεροι από 7000 μετανάστες έφτασαν σε ευρωπαϊκό έδαφος τις τελευταίες εβδομάδες. Η Ρώμη, η Αθήνα, το Παρίσι, όπως και πολλές παράκτιες περιοχές της Νότιας Ευρώπης, βρίσκονται στην παρούσα συγκυρία, αντιμέτωπες με ένα αυξανόμενο κύμα προσφύγων από τη Συρία, τη Λιβύη και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, θύματα αιματηρών ταραχών και πολιτικής αστάθειας.
Κάθε νέα τραγική κατάληξη, καθώς διαδοχικά κύματα παράνομων μεταναστών παλεύουν να διασχίσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα, δίχως να υπολογίζουν κίνδυνο ή κόστος, υπενθυμίζει την δική μας ευθύνη απέναντι σε αυτούς τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που η μοναδική τους επιλογή, αν θέλουν να γλιτώσουν από τη φτώχεια και τον πόλεμο, είναι να φύγουν μακριά από τη χώρα τους.
Είναι ένα φαινόμενο που συνεπάγεται για τις πόλεις μας ισχυρές πιέσεις και θέτει μείζονα ζητήματα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ωστόσο, η αναγκαιότητα να αντιμετωπισθεί κρίνεται πλέον επιτακτική, καθώς η ανησυχία μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών αλλά και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ολοένα εντείνεται, ιδίως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι από Γάλλους υπηκόους που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί ή τον σταθερά αυξανόμενο αριθμό Ευρωπαίων που κατατάσσονται στις τάξεις της διεθνούς Τζιχάντ. Άλλωστε κανέναν δεν εκπλήσσει ότι φωνές λαϊκισμού και εξτρεμισμού συσχετίζουν αυτές τις επιθέσεις όχι μόνον με την προφανή ανάγκη προστασίας από την τρομοκρατία αλλά και με την αναγκαιότητα ελέγχου των μεταναστευτικών ροών.
Βεβαίως, η διαφορετικότητα, ο γόνιμος συγκερασμός διαφορετικών πολιτισμών και κουλτούρας, αποτελούν συστατικές, αν όχι ιδρυτικές παραμέτρους των πόλεων μας καθώς και προϋποθέσεις συνεχούς εξέλιξης και ευημερίας. Στο μητροπολιτικό περιβάλλον των πόλεών μας ανέκαθεν ζούσαν και εργάζονταν άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και είχαν διαφορετικές θρησκείες.
Ωστόσο, οι πολιτικές της ενσωμάτωσης και της κοινωνικής συνοχής δεν υπήρξαν πάντα αποτελεσματικές, ούτε απέτρεψαν την περιθωριοποίηση και τον διαχωρισμό κυρίως στις κοινότητες των μεταναστών. Επιπλέον, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη περιόρισε το εύρος της κοινωνικής πολιτικής μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών της κρίσης αποτελεί αναμφίβολα η Αθήνα, όπου ποτέ μέχρι τώρα στην ιστορία της πόλης, η ανάγκη για ανεκτικότητα δεν ήταν τόσο μεγάλη.
Για να παραμείνουμε πάντως πιστοί στη θεμελιώδη αντίληψη περί πόλης, θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο ώστε αφενός να διασφαλίζουμε την ασφάλεια των πολιτών, να ρυθμίζουμε τις μεταναστευτικές ροές και να προστατεύουμε τα σύνορά μας και αφετέρου να ακολουθούμε μια πολιτική φιλοξενίας, αλληλεγγύης και διαφύλαξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και από αυτήν την άποψη, τα προγράμματα κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης είναι εντελώς απαραίτητα για τη διασφάλιση στον χρόνο, μιας εποικοδομητικής συνύπαρξης, που βασίζεται στις αξίες της δημοκρατίας, στη συμμετοχή και τον σεβασμό. Ειδάλλως, στον δημόσιο λόγο θα κυριαρχήσουν η ρητορεία του λαϊκισμού, του φόβου και της ξενοφοβίας . Τα ιδεώδη όμως του ανθρωπισμού παραμένουν ζωντανά και αυτά είναι που συσπείρωσαν τους λαούς της Ευρώπης μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, και διακήρυξαν την πίστη τους στις θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες.
Σήμερα, οι δήμαρχοι πρέπει να συντονίσουμε τις προσπάθειές μας για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής στις πόλεις μας, ενσωματώνοντας λειτουργικά τους μετανάστες και στοχεύοντας σ’ έναν δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στις κουλτούρες. Πρέπει, επίσης, να συνεχίσουμε να στηρίζουμε κοινωνικά όσους έχουν ανάγκη, δίχως διακρίσεις. Να υποστηρίζουμε πολιτικές καινοτομίας για τη συλλογική πρόοδο. Προσβλέποντας σ’ ένα ειρηνικό μέλλον για την ήπειρό μας, το πιο κρίσιμο στοίχημα για εμάς είναι να διατηρήσουμε τις γενναιόδωρες κοινωνίες μας εξωστρεφείς δίχως να βάλουμε σε κίνδυνο την ασφάλεια του πολίτη.
Είναι ένα ζήτημα ευρωπαϊκό γι αυτό και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ενιαία, ευρωπαϊκή, εξωτερική πολιτική, στοχεύοντας στην ενίσχυση των διμερών, διπλωματικών σχέσεων. Πρέπει να οικοδομήσουμε νέους τρόπους συντονισμού και συνεργασίας για να καταπολεμήσουμε το λαθρεμπόριο και την εκμετάλλευση χιλιάδων ανθρώπων που νομίμως εγκαταλείπουν τις σπαρασσόμενες χώρες τους.
Γι αυτό και απευθύνουμε έκκληση, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κυβερνήσεων για την διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ατζέντας για τη Μετανάστευση. Είναι μια σημαντική πολιτική πρόκληση και στις κρίσιμες εξελίξεις πρέπει να συμμετέχουν οι πόλεις και οι τοπικές εξουσίες.
Επειδή οι πόλεις είναι η δημοκρατική, θεσμική αρχή, η εγγύτερη στον πολίτη, στις ανάγκες και τα όνειρά του, είναι έτοιμες να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της κοινωνικής ενσωμάτωσης, σε μια Ευρώπη ανοικτή στον κόσμο.