Σ’ ένα μικρό παραδοσιακό χωριό της Γαλλίας, η Βιάν, ηρωίδα της γνωστής ταινίας «Le Chocolat» ανοίγει μια σοκολατερί και αλλάζει τη ζωή των κατοίκων της περιοχής, όπου λόγω νηστείας τη Σαρακοστή, ακόμη και η δοκιμή της σοκολάτας είναι σκανδαλώδης. Στην «Πολίτικη Κουζίνα», μπαχαρικά και αρώματα από τις συνταγές του παππού παρουσιάζουν όλη την ιστορία της προσφυγιάς από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα. Η ταινία από την Ταϊβάν «Eat Drink Man Woman» προσκαλεί τον θεατή στο οικογενειακό τραπέζι, όπου δίνεται η αφορμή να ανακοινωθούν σημαντικές αποφάσεις ή να επιλυθούν συγκρούσεις. Ιδιαίτερη έμφαση δίνουν, άλλωστε, οι ασιατικές ταινίες σε μαγειρικά σκεύη, πρώτες ύλες και είδη σερβιρίσματος, από τα γνωστά ξυλάκια και το πήλινο σκεύος για μίζο, ως την κατσαρόλα μπαμπού και το παραδοσιακό κινέζικο κουτάλι.
Τέτοιου είδους στοιχεία πολιτισμού, κουλτούρας, ιστορίας, παράδοσης, συνηθειών και εθίμων εντόπισε σε 85 κινηματογραφικές ταινίες των τελευταίων τριάντα χρόνων, έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Τουρισμός και Ανάπτυξη» του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ελισάβετ Σιαρίδου εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «μέσα από όλες τις ταινίες του φαγητού, τα γνωστά πλέον food films, μετατρεπόμαστε από απλοί θεατές σε τουρίστες και συγκεκριμένα σε γαστροτουρίστες. Επισκεπτόμαστε εικονικά τον τόπο που επιλέγουμε να εξερευνήσουμε μέσα από την ταινία και γνωρίζουμε τις συνήθειες της διατροφής, τις γεύσεις τα αρώματα και τις εικόνες που μεταδίδουν οι συνταγές και τα πιάτα κάθε τόπου».
Από την πλευρά της, η επιβλέπουσα καθηγήτρια Χαρισία Βλάχου επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις ταινίες που σχετίζονται με τη γαστρονομία και το φαγητό και υπογραμμίζει ότι, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, «ο θεατής αυτόματα, υποσυνείδητα, ενώ παρακολουθεί ευχάριστα μια ταινία, καταλήγει να καταναλώνει όλα τα στοιχεία του πολιτισμού, της κοινωνίας και της κουλτούρας που παρουσιάζονται σε αυτήν».
Πιο συγκεκριμένα, η κ. Σιαρίδου αναζήτησε το σχετικό κινηματογραφικό υλικό στην επίσημη βάση δεδομένων IMBD, που περιέχει όλες τις κινηματογραφικές ταινίες. Τελικά επιλέχθηκαν όσες ανέφεραν στον τίτλο ή στην σύντομη περιγραφή τους όρους που σχετίζονται με το φαγητό, τις πρώτες ύλες, την κουζίνα, τους σεφ και γενικότερα τη γαστρονομία. Η πλειοψηφία των ταινιών ήταν παραγωγές από το εξωτερικό, ενώ υπήρξαν και δύο ελληνικές ταινίες.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ενώ οι περισσότερες ταινίες που γυρίζονται είναι αμερικανικής παραγωγής, οι ασιατικές ταινίες είναι εκείνες που κερδίζουν έδαφος στο χώρο των food films καθώς έχουν μπει δυναμικά στο παιχνίδι προβολής της αστιατικής κουζίνας. Κυρίαρχοι πρωταγωνιστές των ταινιών είναι οι άνδρες επαγγελματίες σεφ που μαγειρεύουν σε κάποια κουζίνα εστιατορίου, ενώ κυρίαρχος χώρος ανάδειξης του φαγητού είναι η κουζίνα ή η σάλα του εστιατορίου.
Σύμφωνα με την κ. Βλάχου, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι ενώ προβάλλεται η εθνικότητα του φαγητού, δεν προβάλλεται ο τόπος των γυρισμάτων και τα γεωμορφολογικά του χαρακτηριστικά, γεγονός που καθιστά συνταγές και πιάτα τους κεντρικούς πρωταγωνιστές στην προσπάθεια ανάδειξης ενός τόπου σε προορισμό γαστρονομικού τουρισμού. Το είδος, άλλωστε, των ταινιών είναι κυρίως κωμωδίες με έντονο το στοιχείο του ρομαντισμού και της έκφρασης συναισθημάτων.
Σε ό,τι αφορά τα γαστρονομικά χαρακτηριστικά, οι κινηματογραφικές ταινίες φαγητού αναδεικνύουν τη γεύση, τη μυρωδιά και την υφή, και οπτικά και λεκτικά, με τρόπο ελκυστικό, κοντινά πλάνα και ένταση στον ήχο ενώ γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμη η εθνική κουζίνα. Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει και το αφηγηματικό στοιχείο καθώς μέσω μιας ιστορίας προβάλλονται συνεκτικά πρώτες ύλες, μπαχαρικά, συνταγές και σκεύη, αυθυποβάλλοντας την επιθυμία δοκιμής της αυθεντικής γεύσης μέσω ενός έμμεσου τουριστικού μηνύματος.
Ταινίες όπως το «Tortilla Soup» και το «Soul Food» καλούν τον θεατή στο τραπέζι του οικογενειακού δείπνου διαφορετικών εθνικοτήτων, ενώ παρατηρούνται ιδιαίτεροι τρόποι παρασκευής του γεύματος, όπως το ψήσιμο του φαγητού σε μπανανόφυλλα της βραζιλιάνικης κουζίνας στην ταινία «Woman on top». Παράδειγμα χρήσης διαφορετικών υλικών που σχετίζονται με τον τόπο και τις συνήθειες που επικρατούν σε αυτόν είναι το τσίλι και η σάλτσα γουακαμόλε από τη μεξικάνικη κουζίνα στο «Cooking with Stella», ενώ θρησκευτικά στοιχεία και ιεροτελεστίες αποκαλύπτουν οι ταινίες «The flavour of Happinness» και «Rinco’s Restaurant», όπου το μαγείρεμα γίνεται με ένα είδος δέησης με θυμίαμα. Συνήθειες και έθιμα, όπως το να τρώγεται το φαγητό με τα χέρια, παρουσιάζονται σε αραβικές και ινδικές ταινίες.
Μετά την έρευνα αυτή, η κ. Βλάχου εκτιμά ότι θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί αντίστοιχη έρευνα και για τον ελληνικό κινηματογράφο. Επικαλούμενη, πάντως, σχετικό άρθρο των Μαίρης Μπουλή και Άννας Μιρόνοβα, η κ. Σιαρίδου σχολιάζει ότι ενώ στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο το φαγητό συνδεόταν με την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της εποχής και την ανεπάρκεια σε βασικά είδη διατροφής, στη συνέχεια συνδέθηκε με οικογενειακές στιγμές, γλέντια και χαρές και πλέον έχει περάσει στο επίπεδο της παρουσίασης των διαπροσωπικών σχέσεων και της επίλυσης συγκρούσεων μεταξύ των μελών μιας οικογένειας που συναντώνται στο τραπέζι.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)