Η επιθετική τιμολογιακή πολιτική είναι ενδεικτική των προθέσεων της Disney, καθώς η δική της υπηρεσία streaming με την ονομασία Disney+ θα έχει μηναία συνδρομή μόνο επτά δολαρίων (φθηνότερη της Netflix που ήδη θεωρείτο χαμηλή) και η ετήσια θα κοστίζει 70 δολάρια. Στόχος της Disney είναι να μην επιβαρύνει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά και να τα δελεάσει να αγοράσουν μια νέα συνδρομή streaming, ακόμη και αν ήδη έχουν κάποια στο Netflix ή σε άλλη εταιρεία.
H Disney+, που θα είναι απαλλαγμένη διαφημίσεων, θα προσφέρει στους θεατές τις κλασικές και σύγχρονες ταινίες και τηλεοπτικές σειρές της Disney και άλλες παραγωγές (Marvel, Pixar, National Geographic κ.α.), ενώ πρόσφατα εξαγόρασε αντί 70 δισ. δολαρίων τις ταινίες (π.χ. «Avatar») και σειρές (π.χ. “Simpsons“) της 20st Century Fox του Ρούπερτ Μέρντοχ. Η νέα υπηρεσία θα είναι διαθέσιμη σε «έξυπνες» τηλεοράσεις, υπολογιστές, ταμπλέτες, παιγνιδομηχανές κ.α.
«Βάζουμε μπροστά μια επιθετική στρατηγική. Πρέπει να είμαστε πολύ σοβαροί», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Disney Μπομπ Άιγκερ, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και το BBC. Η εταιρεία έχει βάλει ως στόχο να προσελκύσει 60 έως 90 εκατομμύρια συνδρομητές και να εμφανίσει κερδοφορία έως το 2024. Σκοπεύει να επενδύσει τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο δολάρια για χρηματοδοτήσει πρωτότυπες παραγωγές το 2020 και δύο δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2024. Μερικές νέες ταινίες θα προβάλλονται απευθείας στο Disney+, ενώ άλλες θα παίζονται πρώτα στους κινηματογράφους.
Παράλληλα με το Disney+, η εταιρεία θα προωθήσει διεθνώς την αμερικανική υπηρεσία streaming Hulu (όπου η Disney είναι μέτοχος πλειοψηφίας), η οποία σήμερα έχει 25 εκατομμύρια συνδρομητές, αλλά αναμένεται να παρουσιάσει ζημιές 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων φέτος. Η Disney στοχεύει οι συνδρομητές της Hulu να φθάσουν τα 40 έως 60 εκατομμύρια το 2024 και έως τότε να έχει καταστεί κερδοφόρα.
Σύντομα η αγορά streaming θα γίνει ακόμη πιο ανταγωνιστική, καθώς άλλες μεγάλες εταιρείες, όπως η Apple (που ανακοίνωσε τη νέα της υπηρεσία Apple TV+ τον Μάρτιο) και η Warner Media της ΑΤ&Τ, έχουν τα δικά τους φιλόδοξα σχέδια. Ένα πρόβλημα για τη Disney είναι ότι είχε συνάψει συμφωνίες με άλλες εταιρείες streaming (και με το ίδιο το Netflix, από το οποίο εισέπραττε 150 εκατ. δολάρια), πουλώντας τους τα δικαιώματα για να προβάλουν μερικές ταινίες της. Τώρα όμως που αναπτύσσει τη δική της υπηρεσία streaming, πρέπει να περιμένει για να λήξουν αυτές οι δεσμευτικές συμφωνίες, κάτι που θα πάρει έως μια τετραετία.