222 καλλιτέχνες και συμμετέχοντες στην έκθεση documenta 14 υπογράφουν την παρακάτω επιστολή στην οποία καταθέτουν τους προβληματισμούς τους και τις θέσεις τους:
«Οι υπογράφοντες και υπογράφουσες καλλιτέχνες, συγγραφείς, μουσικοί και ερευνητές που συμμετείχαμε σε διάφορα προγράμματα της τρέχουσας documenta 14 – “Έκθεση”, “Η Βουλή των Σωμάτων”, “South as a State of Mind”, “Χώρος Ακρόασης”, “Κείμενα”, “Studio 14”, “Μια Εκπαίδευση”, “Έκθεση ΕΜΣΤ” και “Every Time A Ear di Soun” – επιθυμούμε να μοιραστούμε μερικές σκέψεις σχετικά με τις δυνατότητες και τις προοπτικές της documenta. Κατ’ αρχήν, χαιρετίζουμε τους συμμετέχοντες στην documenta 14 με τους οποίους δεν είχαμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε κατά το χρόνο σύνταξης της παρούσας επιστολής, εκείνους με τους οποίους δεν φτάσαμε σε ομοφωνία, εκείνους που δεν ζουν πια, και ειδικά εκείνους που απεβίωσαν κατά την διάρκεια της έκθεσης. Γράφουμε αυτή την επιστολή στο πλαίσιο της έκθεσης “Μαθαίνοντας από την Αθήνα” και της ιδέας του να ξε-μαθαίνει πρώτα κανείς το οικείο. Επίσης, λαμβάνουμε υπόψη μας την ιδιαίτερη ιστορία της documenta ως απάντηση στην καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος. Βλέπουμε αυτή την αρχική, επώδυνη κληρονομιά να εξελίσσεται σε έναν δημιουργικό χώρο ανοιχτής συζήτησης που μπορεί να συμβάλει στην αμφισβήτηση του πολεμικού καπιταλισμού, των άδικων συνόρων και της οικολογικής αυτοκτονίας.
Οι αρχικές εκθέσεις της documenta προέκυψαν στη σκιά της Ανοικοδόμησης, ύστερα από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο που έκανε τον Adorno να αποκηρύξει το μέλλον της ποίησης. Από τη δεκαετία του 1990, η έκθεση συμμετέχει στην παγκόσμια στροφή που αποσκοπεί στην αποκέντρωση του δυτικού, καλλιτεχνικού και ιστορικού κανόνα που ίσχυε μέχρι τότε, αρχίζοντας να χειραφετεί ιδρύματα, χώρους εκδηλώσεων και πανεπιστήμια. Συνέπεια αυτού είναι η ευπρόσδεκτη – και με καθυστέρηση – αύξηση στη συμμετοχή καλλιτεχνών, θεωρητικών και στοχαστών από τον Παγκόσμιο Νότο ξεκινώντας από την documenta 10 (Catherine David), συνεχίζοντας στην documenta 11 (Okwui Enwezor), documenta 12 (Roger Buergel / Ruth Noack) και documenta 13 (Carolyn Christov-Bakargiev). Η documenta ενεργοποίησε, επίσης, μία χωροταξική αποκέντρωση, αρχικά με την documenta 11 που δημιούργησε πλατφόρμες στο Βερολίνο, τη Βιέννη, το Νέο Δελχί, τη Σάντα Λουσία και το Λάγος. Ακολούθησε το περιοδικό της documenta 12, ένα δίκτυο 100 περιοδικών απ’ όλο τον κόσμο, και η documenta 13 με δορυφορικά προγράμματα στην Καμπούλ, την Αλεξάνδρεια και το Μπανφ. Θεωρήσαμε θετική και εποικοδομητική την απόφαση να γίνει η documenta 14 ένας διάλογος μεταξύ Αθήνας και Κάσελ, διάλογος που πλαισιώνεται από την μακρά κληρονομιά της documenta όπου επιχειρείται η διασάλευση κεντρικών και αποικιοκρατικών σημείων και μορφών ερμηνείας, απόδοσης, και διαχείρισης της τέχνης.
Το τμήμα Αθήνας της documenta 14 ξεκίνησε δύο ολόκληρα χρόνια πριν τα επίσημα εγκαίνια με την έκδοση του περιοδικού South as a State of Mind το 2015, το εβδομαδιαίο δημόσιο πρόγραμμα «Βουλή των Σωμάτων» το 2016 και, τέλος, την έναρξη της «documenta 14 | Αθήνα» τον Απρίλιο 2017, δύο μήνες πριν το Κάσελ. Η επιμελητική ομάδα της documenta 14 ενθάρρυνε τη δημιουργία αυτόνομων χώρων, απελευθερωμένων από αυταρχικές και από καθέδρας δηλώσεις και πλαίσια ερμηνείας. Παρ’ όλα αυτά, η κριτική έκανε αμέσως την εμφάνισή της, εστιάζοντας σε θέματα προϋπολογισμού και υποδομών και δίνοντας πολύ μικρότερη προσοχή στα έργα τέχνης, το περιοδικό, τα προγράμματα στο ραδιόφωνο και στη δημόσια τηλεόραση, τη ζωντανή μουσική, την εκπαίδευση και τα δημόσια προγράμματα. Μερικοί επικριτές έθεσαν όντως κάποια ζητήματα που επίσης συζητούνταν ήδη μεταξύ των καλλιτεχνών και των επιμελητών. Ένα από αυτά αφορούσε τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του να εργάζεται κανείς δημιουργώντας ένα περιβάλλον ισότητας και συνεργασίας με τις τοπικές κοινότητες μέσα στο πλαίσιο μεγάλων εκθεσιακών υποδομών. Άλλο ερώτημα είχε να κάνει με το κατά πόσον οι μεγάλες εκθέσεις αποτελούν τον πλέον ενδεδειγμένο χώρο για την αποδόμηση του ηγεμονικού λόγου. Η documenta 14 είχε μία από κοινού δέσμευση να διατηρήσει την αυτονομία των τοπικών χώρων και κοινοτήτων και να διεξαγάγει συζητήσεις γύρω από τον πολιτισμό μέσω μιας δυναμικής που βασιζόταν στην ισότιμη ανταλλαγή και περιέργεια και στον αμοιβαίο σεβασμό.
Πρόσφατα, οι κριτικές εναντίον της documenta 14 επεκτάθηκαν σε νύξεις ότι το έλλειμμα στον λειτουργικό προϋπολογισμό οφείλεται κυρίως στο τμήμα της Αθήνας. Μας έχει θορυβήσει αυτό το πρόταγμα, η ανάγκη να μπαίνουν οι πωλήσεις εισιτηρίων πάνω από την τέχνη, και πιστεύουμε ότι ο Arnold Bode θα την είχε απορρίψει γιατί διαστρεβλώνει τον σκοπό για τον οποίο ο ίδιος δώρισε την documenta στο Κάσελ. Επικροτούμε την απόφαση της documenta 14 να μην χρεώσει εισιτήριο στην Αθήνα (αν και ορισμένα μουσεία που φιλοξένησαν μέρος της έκθεσης διατήρησαν το κανονικό τους εισιτήριο). Είναι ευθύνη μας, πιστεύουμε, να θέσουμε, επίσης, το ζήτημα του οικονομικού πολέμου που έχουν εξαπολύσει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εναντίον του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Θεωρούμε ότι το να αφήνουμε να αιωρείται μιά σκιά επικρίσεων και σκανδάλων πάνω στην documenta 14 υποβαθμίζει τον μόχθο που έχουν καταβάλει για αυτή την έκθεση ο καλλιτεχνικός διευθυντής και η ομάδα του. Η διαπόμπευση μέσω του χρέους είναι μια αρχαία μέθοδος οικονομικού πολέμου. Ο τρόπος αυτός αξιολόγησης δεν έχει καμία σχέση με το τι έχουν καταφέρει οι επιμελητές και τι πραγματικά έχουν κάνει οι καλλιτέχνες στο πλαίσιο αυτής της έκθεσης.
Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι οι θετικές συνέπειες των ανταλλαγών που έλαβαν χώρα στην documenta 14, συμπεριλαμβανομένης της μετατόπισης της έννοιας του κέντρου που έγινε κατά τη διάρκεια της έκθεσης. Αυτό προκάλεσε μία δημιουργική τριβή μέσω ενός παραγωγικού διαλόγου ανάμεσα σε πολίτες, κοινότητες και θεσμούς της Αθήνας, του Κάσελ και του υπόλοιπου κόσμου. Αυτό είναι μόνο ένα πρώτο βήμα και ο διάλογος πρέπει να συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα η απομάκρυνση από ζώνες οικειότητας και η ένταξη πολλών και διαφορετικών φωνών – πολλές από τις οποίες βρίσκονται έξω από το δυτικό κατεστημένο – θα πρέπει να αποτελέσουν τις προσεγγίσεις του μέλλοντος. Αυτό που δεν χρειαζόμαστε είναι μία νεοφιλελεύθερη λογική, καθώς και την θεσμική της διερώτηση, που δεν επιτρέπει τη δυνατότητα ύπαρξης εναλλακτικών μεθόδων, ιστοριών και εμπειριών.
Μία πλευρά της documenta που την καθιστά ξεχωριστή είναι η στήριξη που παρέχει σε μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών που δεν εκπροσωπούνται από εμπορικές γκαλερί και που η τέχνη τους συμπεριλαμβάνει άϋλα και εφήμερα υλικά. Πολλοί προέρχονται από περιοχές και χώρες που εξακολουθούν να μην εκπροσωπούνται επαρκώς σε μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα. Φυσικά, πολλά από τα έργα που παρήχθησαν εδώ κατέθεσαν (πολύ συνειδητά) προτάσεις για ισότητα και αλληλεγγύη. Κατ’ εμάς, η έκθεση αυτή ήταν μία documenta που αφουγκραζόταν. Μέλημα της ομάδας των επιμελητών ήταν να ακούσει τους καλλιτέχνες προσεκτικά και από κοντά, αρνούμενη να επιβάλει μία εκ των άνω κηδεμονική επιμέλεια. Η έκθεση προσπάθησε να μην αποκλείσει κανέναν, αλλά και να γίνει συγκεκριμένη, εστιάζοντας σε ανθρώπους και ιστορίες από τη λεγόμενη περιφέρεια και στις φωνές αυτών που έχουν αντιμετωπίσει και υπερβεί κακουχίες. Είτε υπό συνθήκες κρίσης είτε ως σημείο καμπής, ενθαρρύνθηκε η διερεύνηση αυτών των εμπειριών από τους επιμελητές που αντιστάθηκαν στην συνήθη τάση να υφαρπάζεται η δυστυχία των άλλων και να γίνεται αντικείμενο έκθεσης υπό ηγεμονικά ερμηνευτικά σχήματα που επιβάλλονται εκ των άνω. Η καινοτομία των επιμελητών ήταν ότι δημιούργησαν τον χώρο για μια τέτοια συνάντηση στην Αθήνα και το Κάσελ. Είναι πολλές οι παρεμβάσεις του καλλιτεχνικού διευθυντή και της επιμελητικής ομάδας οι οποίες δημιούργησαν νέες παραμέτρους και διαλόγους ανάμεσα σε γενιές καλλιτεχνών, παρεμβάσεις που παραμένουν αόρατες στους επικριτές. Σημαντική υπήρξε, επίσης, η έκθεση σπάνιου ιστορικού υλικού από όλο τον κόσμο, μέρος του οποίου είναι ηλικίας αιώνων και μέρος του οποίου, επίσης, δεν έχει εκτεθεί ποτέ σε μουσείο. Με την ανάθεση καινούργιων έργων που μπαίνουν σε διάλογο με κληρονομιά αιώνων, δημιουργήθηκαν νέες συμμαχίες κατά μήκος τόπων και εποχών. Η παράλληλη παράθεση ιστοριών από όλο τον κόσμο μπορεί να προκαλεί σύγχυση του προσανατολισμού, αλλά αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της δομής της έκθεσης. Μεγάλες χειρονομίες θα πρέπει να μετρηθούν δίπλα σε εκατοντάδες μικρές για να φτιαχτεί ένα σύνθετο σύνολο, όλα αποσκοπώντας στην διεθνοποίηση του καλλιτεχνικού ιστορικού κανόνα. Η πρόκληση για όλους μας – καλλιτέχνες, κριτικούς και κοινό – ήταν πάντα να βιώσουμε αυτή τη συνθετότητα ενώ υποκείμεθα σε πρακτικούς οικονομικούς περιορισμούς. Χρειάζεται να σκεφτούμε πιο ισόνομους οικονομικά τρόπους για το πώς μπορεί να γίνει εφικτή οικονομικά η επίσκεψη του κοινού σε μια μεγάλη έκθεση ενώ παράλληλα αντιστεκόμαστε στην επικρατούσα ρητορική του δυϊσμού όπου η μοναδικότητα (το «αθηναϊκό» μοντέλο) προηγείται της συνθετότητας (αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη στην Αθήνα και το Κάσελ).
Η documenta ιδρύθηκε ως μία θαρραλέα απάντηση σε μία σκοτεινή ιστορία. Το καθεστώς των Ναζί το 1933 έλαβε την υποστήριξη της Νυρεμβέργης και του Κάσελ λόγω της ύπαρξης βιομηχανίας όπλων στις πόλεις αυτές. Στις 11 Φεβρουαρίου 1933, έντεκα ημέρες αφού κατέλαβε την εξουσία, ο Χίτλερ μίλησε στην κεντρική πλατεία του Κάσελ, στην Friedrichsplatz. Στις 7 Νοεμβρίου 1938, δύο ημέρες πριν ξεκινήσει η Νύχτα των Κρυστάλλων σε άλλες γερμανικές πόλεις, στο Κάσελ και στα γύρω χωριά οργανώθηκαν πογκρόμ εναντίον των Εβραίων. Σε πλάνα αρχείου που δείχνουν τρένα να μεταφέρουν ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε κάποια βαγόνια είναι ορατά τα διακριτικά “Deutche Reichsbahn Kassel”. Μετά το 1945, η Νυρεμβέργη, για να σβήσει αυτή τη ναζιστική κληρονομιά από πάνω της, έγινε ο τόπος διεξαγωγής δικών για εγκλήματα πολέμου και, δέκα χρόνια αργότερα, το Κάσελ φιλοξένησε την πρώτη documenta. Η Friedrichsplatz διχοτομήθηκε ώστε να μην απομείνει κανένα ίχνος της διαδήλωσης του 1933. Με βάση αυτή τη μοναδική ιστορία ίδρυσής της, η μοναδική αποστολή της documenta πάντα ήταν, και πρέπει να συνεχίσει να είναι, η ενθάρρυνση συζητήσεων στη σύγχρονη τέχνη που μπορούν να αντιτίθενται στα φαντάσματα του εθνικισμού, του νεο-ναζισμού και του φασισμού που ακόμα στοιχειώνουν τον πλανήτη.
Ο κόσμος έχει αλλάξει μορφή πολλές φορές από το 1955. Η Δυτική Ευρώπη δεν είναι πια το κέντρο της δημιουργίας σύγχρονων εκθέσεων. Έχει πλέον να αναμετρηθεί ως μία έναντι πολλών ίσων την Ασία, τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή, τη Νότια και την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες έρχονται να διεκδικήσουν παρουσία στο χώρο. Η τρέχουσα documenta συνεχίζει την πορεία των τεσσάρων προηγούμενων δίνοντας έμφαση στις παρυφές της Ευρώπης, στις φωνές που δηλώνουν τις πραγματικότητες του Παγκόσμιου Νότου, και στις παρουσίες που αντιπαρατίθενται στην ετεροκανονικότητα. Η αποδοχή του κόσμου ως ίσου, αντίθετα με το άγχος που προκαλείται στις διάφορες εξουσίες από αυτή την αλήθεια, συμβάλλει σε αυτή τη λάμψη. Η σύγχρονη τέχνη δεν προσβλέπει πλέον σε μία ευρωπαϊκή έκθεση που θα ανοίξει το δρόμο για ιδέες σχετικά με το τι μπορεί και τι θα έπρεπε να κάνει η τέχνη. Το Κάσελ, όμως, εξακολουθεί να ασκεί τεράστια επιρροή στις συζητήσεις περί σύγχρονης τέχνης που προκύπτουν σε πολλά μέρη (Αβάνα, Βαρσοβία, Βηρυττός, Βουκουρέστι, Γιοχάνεσμπουργκ, Γκουάνγκτζου, Ζάγκρεμπ, Κάιρο, Κοτσί, Κωνσταντινούπολη, Λιουμπλιάνα, Πόλη του Μεξικού, Μόσχα, Μπαμάκο, Νέα Ορλεάνη, Ντακάρ, Σάο Πάολο, Σανγκάη, Σάρτζα, Τζακάρτα, και πολλά άλλα). Ζητάμε από το επιβλέπον συμβούλιο της documenta να υπερασπιστεί με σθένος το όραμα της επιμελητικής ομάδας της documenta 14, και από τις μελλοντικές ομάδες επιμελητών να συνεχίσουν να οργανώνουν εκθέσεις που είναι προσιτές σε όλους, αποκεντρώνουν την ιστορία της τέχνης, αμφισβητούν τον πόλεμο και τον εθνικισμό και μάχονται ενάντια στην καταστροφή του πλανήτη.»