Υπεύθυνος για τη σταθερότητα στην Αίγυπτο για κάποιους, απολυταρχικός άρχοντας για τους άλλους, ο πρώην στρατάρχης Άμπντελ Φάταχ αλ Σίσι έχει εξοντώσει όλους τους αντιπάλους του από το 2013 και έχει αναχθεί σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη της χώρας.
Αφού ανέτρεψε τον πρώτο ισλαμιστή πρόεδρο της Αιγύπτου, τον Μοχάμεντ Μόρσι, το 2013, ο ισχυρός άνδρας της χώρας εξελέγη εύκολα πρόεδρος το 2014.
Στη διάρκεια της τετραετούς προεδρίας του ο Σίσι έχει φιμώσει κάθε αντιπολίτευση, ισλαμιστική ή φιλελεύθερη, οδηγώντας στη φυλακή εκατοντάδες αντιφρονούντες.
Ο στρατιωτικός καριέρας, που κρέμασε τη στολή του και πλέον κυκλοφορεί με σκούρα κοστούμια, είναι πανταχού παρών στην τηλεόραση και τα αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης.
Με το μικρόφωνο στο χέρι, ο Σίσι εμφανίζεται είτε σε κάποια εγκαίνια, είτε σε ένα φόρουμ για τους νέους Αιγύπτιους, είτε ακόμη και σε θρησκευτικές εκδηλώσεις.
Με τον πατερναλιστικό τόνο του, μιλώντας αιγυπτιώτικα αραβικά, εκφωνεί μακροσκελείς λόγους και δηλώνει ότι προσέχει τους Αιγύπτιους ως κόρην οφθαλμού, ενώ διαβεβαιώνει ότι απλώς υπηρετεί τη χώρα.
Ο Σίσι, που στηρίζεται σχεδόν ομόφωνα από τα μέσα ενημέρωσης, παραμένει δημοφιλής μεταξύ κάποιων Αιγύπτιων, που έχουν εξαντληθεί από το χάος που επικράτησε στη χώρα μετά το 2011 και τον θεωρούν τον μόνο ικανό να συμβάλει στην ανάκαμψη της χώρας και να νικήσει τους τζιχαντιστές.
Οδήγησε τον στρατό σε μια επιχείρηση στο Σινά, αυτή την έρημη χερσόνησο προπύργιο του αιγυπτιακού παρακλαδιού του Ισλαμικού Κράτους, αν και δεν κατάφερε να αναστείλει το αιματηρό κύμα των επιθέσεων κυρίως εναντίον αστυνομικών και στρατιωτών, τόσο στο Σινά όσο και στο Κάιρο.
Στο οικονομικό πεδίο, ο Σίσι έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, περιορίζοντας κυρίως τις πολύ δημοφιλείς κρατικές επιχορηγήσεις. Παρά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, καμία σοβαρή κινητοποίηση δεν έχει διαταράξει μέχρι στιγμής τη διακυβέρνησή του.
Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1954 στη συνοικία Γκαμαλίγια στο παλιό Κάιρο και ως παιδί αγαπούσε τον Ναγκίμπ Μαχφούζ. Αποφοίτησε από τη στρατιωτική ακαδημία το 1977 και στη συνέχεια σπούδασε στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, προτού αναλάβει επικεφαλής της υπηρεσίας Πληροφοριών του στρατού επί προεδρίας Χόσνι Μουμπάρακ.
Το 2013 ήρθε στο προσκήνιο ξεκινώντας την αιματηρή καταστολή εναντίον των υποστηρικτών του Μοχάμεντ Μόρσι, η οποία κατέληξε με τον θάνατο εκατοντάδων ισλαμιστών διαδηλωτών σε διάστημα μερικών εβδομάδων. Σε μια ειρωνεία της τύχης ίδιος ο Μόρσι ήταν αυτός που διόρισε τον Σίσι υπουργό Άμυνας και επικεφαλής του στρατού τον Αύγουστο του 2012.
Οι υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους και οι αριστεροί που αρχικά στήριξαν την ανατροπή του Μόρσι, γρήγορα μετάνιωσαν: ο Σίσι κατηγορείται συχνά από τις διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στις 14 Αυγούστου 2013, ένα μήνα μετά την ανατροπή του Μόρσι, αστυνομικοί και στρατιώτες σκότωσαν σε μερικές ώρες περισσότερους από 700 υποστηρικτές του ισλαμιστή πρώην προέδρου στο κέντρο του Καΐρου.
Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) είχε κάνει λόγο για «μαζική σφαγή», η οποία «πιθανόν να ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της ανθρωπότητας».
Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2014 ο Σίσι είχε εκτιμήσει ότι «οι ελευθερίες» δεν θα πρέπει να έχουν σημαντικότερο ρόλο από την «εθνική ασφάλεια» και δήλωσε δημοσίως ότι θα χρειαστούν «20 με 25 χρόνια για να εγκαθιδρυθεί πραγματική δημοκρατία» στην Αίγυπτο.
Μετά την ανατροπή του Μόρσι δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του φυλακίστηκαν και εκατοντάδες, μεταξύ των οποίων και ο ανατραπείς πρόεδρος, έχουν καταδικαστεί έπειτα από μαζικές δίκες, τις οποίες καταγγέλλουν οι ΜΚΟ.
Πατέρας τεσσάρων παιδιών, ο Σίσι χαρακτηρίζεται από το περιβάλλον του ως ένας πιστός μουσουλμάνος που τηρεί τις παραδόσεις και προσεύχεται πέντε φορές την ημέρα, ενώ η σύζυγός του φορά μαντίλα. (ΑΠΕ-ΜΠΕ)