O Buster Keaton, ένα από τα πρώιμα σύμβολα της κωμωδίας στο σέλιλοϊοντ, γεννήθηκε στις 4 Οκτώβρη 1895. Από μικρός στα βάσανα, μιας και η οικογένειά του ήταν της παράδοσης του vaudeville, συμμετείχε σε αρκετά νούμερα, ακόμη και από την ηλικία των τριών. Αυτό αποτέλεσε σημαντικό σχολείο, μιας και η αυξημένη παρατηρητικότητα που είχε τον βοήθησε στο να εντοπίζει καλύτερα τι κάνει τον κόσμο να γελάει και τι όχι. Κάπως έτσι διαμόρφωσε και την απόλυτα χαρακτηριστική deadpan φάτσα που θα βλέπαμε αργότερα στις σπουδαιότερες ταινίες του.
Από το 1917 κι έπειτα όταν γύρισε στην Αμερική από το μέτωπο του Α’Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε να δικτυώνεται καλύτερα και να νιώθει έτοιμος για τη μετάβαση στο σινεμά, παρ’όλες τις επιφυλάξεις πάνω στο μέσον. Κάτω από την προστασία του Roger «Fatty» Arbuckle και του παραγωγού Joseph Schenck , συμμετείχε σε αρκετές ταινίες ως guest ή δευτεραγωνιστής, προτού ξεκινήσει τη δική του εταιρεία παραγωγής, την Buster Keaton Comedies, φτιάχνοντας μικρού μήκους ταινίες, των δυο καρουλιών δηλαδή, στη δεκαετία του ’20.
Από εκεί ξεκινάει ο δρόμος για τη δόξα, όπου θα βρισκόταν πλάι στους άλλους δυο μεγάλους της εποχής, τον Charlie Chaplin και τον Harold Lloyd. Το πολύ σπουδαίο με τον Keaton, ήταν η ικανότητά του να σκέφτεται ο ίδιος τα πιο έξυπνα και πιασάρικα αστεία του, γεγονός που τον έκανε ξεχωριστό και αμίμητο, σε μια εποχή όπου οι κωμικοί «δανείζονταν» ο ένας τον σεναριογράφο του άλλου. Η μοναδικότητα αυτού του χαρακτήρα θα φαινόταν στις κλασικότερες ταινίες του όπως «One Week» (1920),«The Three Ages» (1923), «Sherlock, Jr.» (1924) και «The Navigator» (1924). Και βέβαια τρία χρόνια αργότερα, το 1927, με τη γνωστότερη ταινία του, που σκηνοθέτησε και έγραψε, το «The General» (Ο Στρατηγός). Η ταινία, αν και βασίζεται σε αληθινό περιστατικό κατά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, θεωρήθηκε αρκετά «βαριά» για τους κριτικούς και το κοινό της εποχής, που μάλλον περίμεναν κάτι πιο ανάλαφρο και αστείο από μια κωμωδία.
Το πρόβλημα δεν ήταν βέβαια η υστεροφημία της ταινίας, που πλέον φιγουράρει ανάμεσα στις κλασικότερες του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά ότι μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας, τα στούντιο δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ ξανά τον Keaton σε ότι αφορά τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο. Και αργότερα, ήρθε ο ήχος στον κινηματογράφο, με τον οποίο δεν τα πήγε πολύ καλά. Άλλωστε, μέχρι τότε ήταν γνωστός για τη φάτσα του και τη γενικότερη σωματική του κωμωδία. Στις ομιλούσες ταινίες του είχε κάμποσες επιτυχίες, αλλά ένιωθε εξαιρετικά απογοητευμένος γιατί πλέον είχε χάσει την ελεύθερη καλλιτεχνική έκφραση που τόσο επεδίωκε. Από εκεί και πέρα, η καριέρα του είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα, αν και έβγαζε αρκετά χρήματα, χάρη σε διαφημίσεις. Το 1959 έλαβε δακρυσμένος τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του, ενώ έφυγε από τη ζωή την 1η Φλεβάρη 1966 στην Καλιφόρνια χτυπημένος από καρκίνο, όντας ένας από τους θρύλους της παγκόσμιας κωμωδίας, που είχε σαν μαράζι του το γεγονός πως απέτυχε να μεταβεί επιτυχώς στην περίοδο του ήχου, όπως ο Chaplin.