Ο βίος του Κώστα Καρυωτάκη είναι από εκείνους που ξεπερνούν τα όρια της τέχνης και της ποίησης. Ίσως γιατί μετά την αυτοκτονία του, ήρθε η θλιβερή συνειδητοποίηση ότι αυτά που έγραφε τα ζούσε. Ότι τα ένιωθε είναι δεδομένο αλλιώς δε θα έπιανε ποτέ στο χέρι του την πένα και το χαρτί. Γεννημένος στις 30 Οκτώβρη 1896 στην Τρίπολη, έφερε έναν αέρα αλλαγής στην ελληνική ποίηση, με το σαρκαστικό και χωρίς ψευδοφιλολογικές αναζητήσεις. Αρκετά έργα του μάλιστα, εμπεριέχουν σαφείς νύξεις κι εμπαιγμούς για ποιητές με υψηλό κύρος εκείνη την εποχή. Κι ακόμη όταν διορίστηκε ως δημόσιος υπάλληλος το 1928 στην Πρέβεζα και η αρχή του τέλους του πλησίαζε, δεν έχασε το καυστικό του σχόλιο και το μελαγχολικό χιούμορ, αφήνοντας ίσως το πιο καλλιτεχνικό και συνάμα τραγικό σημείωμα αυτοκτονίας:
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.