Ο Alexander Fleming γεννήθηκε στο Λόχφιλντ της Σκωτίας, στις 6 Αυγούστου 1881. Όντας το τρίτο από τέσσερα παιδιά, ακολουθούσε συχνά τα αδέλφια του κι επηρεαζόταν αρκετά από εκείνα. Μετά από μια τέτοια παρότρυνση του μεγαλύτερου αδελφού του που ήταν γιατρός, αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μικροβιολογία, αν και αρχικά είχε ενταχθεί στο νοσοκομείο του St.Mary στο Λονδίνο και είχε τη δυνατότητα να γίνει χειρουργός. Ωστόσο, συνέχισε στον κλάδο της μικροβιολογίας και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως μέλος του Royal Army Medical Corps (Υγειονομικό Σώμα), όπου μέσα από τη φρίκη της μάχης και των αναρίθμητων τραυματιών, αντιλήφθηκε πως πολλοί πληγωμένοι στρατιώτες αντιμετώπιζαν σοβαρότατα προβλήματα σηψαιμίας σε μολυσμένες πληγές. Και όλα τα αντισηπτικά που χρησιμοποιούσαν τότε έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό στην υγεία τους.
Κατά το διάστημα του Μεσοπολέμου αφιερώθηκε στην έρευνα πάνω σε αυτό το πρόβλημα, και την 28η Σεπτέμβρη 1928, πάνω σε πείραμα, κατάλαβε πως θα άλλαζε την ιστορία της ιατροφαρμακευτικής για πάντα. Και καθώς συμβαίνει πολύ συχνά, όλο αυτό συνέβη από ατύχημα ή καλύτερα απροσεξία του Fleming, που συνήθιζε να ξεχνάει καλλιέργειες μικροβίων. Γυρίζοντας από καλοκαιρινές διακοπές, συνειδητοποίησε ότι εκείνες είχαν μουχλιάσει και πρόσεξε μία ζώνη γύρω από τη μούχλα που ήταν ελεύθερη (φαινομενικά τουλάχιστον) από βακτήρια. Αυτό θα πρέπει να συνέβαινε αν η μούχλα παρήγαγε κάποια βακτηριοκτόνο ουσία. Ο Fleming απεμόνωσε ένα δείγμα από τη μούχλα, το ταυτοποίησε σωστά ως μύκητα του γένους πενικίλιο κι εγένετο πενικιλίνη.
Αν και για την τελική μορφή της, οφείλουμε πολλά και στους Howard Florey και Ernst Boris Chain, που με τις δικές τους παρεμβάσεις σταθεροποίησαν και συγκέντρωσαν την πενικιλίνη, ώστε να εγκαινιαστεί η εποχή των αντιβιοτικών στην Ιατρική Επιστήμη. Και βέβαια, οι τρεις τους πήραν το Νόμπελ Ιατρικής το 1945 γι’αυτή τους τη σπουδαία ανακάλυψη. Ο Fleming ωστόσο είναι αυτός που έχει και τη μεγαλύτερη υστεροφημία, για εκείνο το ατυχές ευτήχημα το 1928.