Η μεγαλύτερη ποδοσφαιρομάνα του κόσμου, η Βραζιλία, είναι γεμάτη θρύλους που όχι μόνο έχουν τιμήσει τον τόπο τους, αλλά και όλους εμάς τους αγνούς φαν του αθλήματος. Δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε λίστα με τους μεγαλύτερους, είναι όλοι γνωστοί μετά τον Πελέ. Αρκετοί τον έχουν πλησιάσει και υπάρχουν μερικοί που το έκαναν στο έπακρο. Όπως, οι Ρονάλντο, Τοστάο, Ριβελίνο, Ζίκο και φυσικά ο Γκαρίντσα.
Ο επονομαζόμενος και «βασιλιάς της ντρίπλας», θεωρείται από πολλούς ως ο μοναδικός που κόντραρε στα «ίσια» τον Πελέ για τον τίτλο του σπουδαιότερου παίκτη που έβγαλε ποτέ η «σελεσάο». Ντρίπλες που ίσως τώρα να μας φαίνονται λίγο παρωχημένες ή έστω «αργές», αλλά με μια δόση απρόβλεπτης ιδιοφυίας, από εκείνης που δεν κατατάσσεται εύκολα. Το όνομά του, Manuel Francisco dos Santos, δεν είναι τόσο πιασάρικο όσο το παρατσούκλι του, Garrincha, που σημαίνει μικρό πουλί -αναφέρεται στον τρυποφράχτη. Αυτό που ήταν «πιασάρικο» ήταν η ζογκλερική του ικανότητα, η εκρητκικότητά του που έκανε τα πλήθη να τον λατρεύουν («people’s joy», το παρατσούκλι του).
Γεννήθηκε στις 28 Οκτώβρη 1933 στο Πάου Γκράντε, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά παρόλο το εμφανές έμφυτο ταλέντο του στη μπάλα, δεν ήθελε να το ακολουθήσει επαγγελματικά κι όταν το έκανε κάτω από πιέσεις διάφορων ανιχνευτών ταλέντων, ήταν ήδη οικογενειάρχης. Ο κυριότερος λόγος ήταν τα εκ γενετής προβλήματα που είχε στη σπονδυλική του στήλη, με το αριστερό πόδι να είναι έξι πόντους κοντύτερο από το δεξί και να περπατάει χάρη σε πολλές εγχειρήσεις όταν ήταν παιδί. Και τότε το παιχνίδι ήταν μεν λιγότερο αθλητικό, αλλά ίσως περισσότερο βάναυσο απ’ότι σήμερα.