Το σύμβολο της ανιδιοτέλειας και της βοήθειας προς το συνάνθρωπο έχει το όνομα της Μητέρας Τερέζας. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που η γλώσσα συμβολοποιείται, δείγμα του μεγέθους του έργου της. Ωστόσο, το 1979, όταν η μοναχή κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης για το ανθρωπιστικό της έργο στην Ινδία, αλλά και τη διάδοση αυτού σε ολόκληρο τον κόσμο, ξεσηκώθηκαν πολλοί ενάντια στην απόφαση αυτή, με το κύριο αντεπιχείρημα να είναι η υποκριτική στάση απέναντι στα προβλήματα του Τρίτου Κόσμου.
Εδώ έγκειται το πρόβλημα, καθώς οι επικριτές της άρχισαν να φανερώνουν μια εικόνα που ο πολύς κόσμος δεν είχε υπόψη του. Η Μητέρα Τερέζα αποτέλεσε το αντικείμενο του «αιρετικού» σε πολλές απόψεις Κρίστοφερ Χίτσενς με ένα βιβλίο κι ένα ντοκυμαντέρ για εκείνη, θέλοντας να αναδείξει μια πιο γήινη, λιγότερο άγια, εικόνα της μοναχής. Και στάθηκε στο λόγο της όταν παρέλαβε το Νόμπελ, όταν και τάχθηκε ανοιχτά ενάντια στην αντισύλληψη και τις εκτρώσεις: «Η μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη σήμερα είναι ο χαμός του αθώου αγέννητου παιδιού. Αν μια μητέρα μπορεί να δολοφονήσει το ίδιο της το παιδί, τι θα σταματήσει εσάς κι εμένα από το να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον;».
Έπειτα από αυτό, άρχισαν να λέγονται κι άλλα πράγματα, όπως για την αμύθητη περιουσία της, τις διπλωματικές σχέσεις με τον Ενβέρ Χότζα και με το Βατικανό, αλλά και το γεγονός ότι εκμεταλλεύτηκε τις δωρεές για να ιδρύσει μοναστήρια σε περίπου 150 χώρες. Παρόλα αυτά, κι επειδή πιθανότατα τίποτα δεν αποδείχθηκε με στοιχεία, η Καθολική Εκκλησία προχώρησε στην αγιοποίησή της μετά το 1997, όταν κι έφυγε από τη ζωή.