Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη γέννηση του Γιάννη Μαρή, του ανθρώπου που έχει θεωρηθεί ο γενάρχης του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο Μαρής βάδισε ακριβώς σε παρθενικό πεδίο. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα με τον Αλέξανδρο Ριζο-Ραγκαβή και από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 με τον Παύλο Νιρβάνα και την Ελένη Βλάχου, οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι ανακαλύπτουν το αστυνομικό σασπένς και βρίσκουν ένα κοινό πρόθυμο να τους παρακολουθήσει. Με τον Μαρή, όμως, που θα υπηρετήσει το είδος αταλάντευτα, από το 1953, όταν κυκλοφορεί το «Έγκλημα στο Κολωνάκι», έως και τον θάνατό του, το 1979, το νερό θα μπει στο αυλάκι και θα προετοιμάσει τη σημερινή άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Ο Μαρής, κατά κόσμον Γιάννης Τσιριμώκος, ήταν δεύτερος ξάδελφος του θυελλώδους πολιτικού Ηλία Τσιριμώκου και μετείχε μαζί με τον τελευταίο και τον Αλέξανδρο Σβώλο στην ίδρυση της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), για να ενταχθεί αργότερα, όπως και η ΕΛΔ, στο ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο φυλακίστηκε επειδή η «Μάχη», η εφημερίδα στην οποία εκτελούσε χρέη αρχισυντάκτη, έκανε συνταρακτικές αποκαλύψεις για τα έκτροπα των κρατικών αρχών με τους εκτοπισμένους της Μακρονήσου.
Παρά τον αριστερό του προσανατολισμό, ο Μαρής θα σταθεί στα μυθιστορήματά του μακριά από οιοδήποτε πολιτικό γεγονός είτε της εποχής του είτε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε σήμερα αυτή τη στάση;
«Ο Μαρής αντιπροσωπεύει την κλασική αστυνομική λογοτεχνία, που δεν είναι άλλη από την παράδοση της ιστορίας μυστηρίου, όπως την κληρονόμησε από τον Ζωρζ Σιμενόν και εν μέρει από την ‘Αγκαθα Κρίστι» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Φίλιππος Φιλίππου, συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που συνέβαλε στην έκρηξη του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα μετά το 1980, κριτικός αστυνομικής λογοτεχνίας και συνεργάτης του τόμου «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή», ο οποίος κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες από τις εκδόσεις Πατάκη (προλογίζει ο γιος του Μαρή, ‘Αγγελος Τσιριμώκος): «Όσο, πάντως, πλησιάζουν προς την ωριμότητα τα βιβλία του Μαρή αποκτούν ένα στοιχείο θρίλερ και καταδίωξης, που πρέπει να αποτελεί επιρροή από τη σχετική κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του 1970. Από την πολιτική, παρόλα αυτά, ο Μαρής απείχε ούτως ή άλλως. Δημοσιεύοντας τα μυθιστορήματά του στις εφημερίδες του συγκροτήματος Μπότση, την ”Ακρόπολη” και την ”Απογευματινή”, απευθυνόταν σε ένα κοινό που μάλλον δεν ταυτιζόταν με το παρελθόν του στην Αριστερά. Επιπλέον, ο ίδιος δεν ήθελε να εξάψει τα μεταπολεμικά πολιτικά πάθη. Ακόμα κι αν δεν μπορεί ή δεν θέλει να κρύψει το ενδιαφέρον του για την ανισότητα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ή για τους ανθρώπους που ζουν στις λαϊκές γειτονιές, δεν φτάνει ποτέ στο σημείο να καταγγείλει το κοινωνικό καθεστώς. Μόνο μετά την πτώση της χούντας αποφασίζει να μιλήσει ανοιχτά για κάποια πολιτικά θέματα, όπως η δικτατορία του Μεταξά και η δράση της αστυνομίας επί Μανιαδάκη».
Ως συγγραφέας, ο Μαρής συνδέθηκε στενά με τον βασικό του ήρωα, τον αστυνόμο Μπέκα. Ο Μπέκας είναι ένας επαρχιώτης που ζει μιαν απολύτως ισορροπημένη και ακύμαντη ιδιωτική ζωή και αρνείται να κατανοήσει τα πρωτευουσιάνικα ήθη προστατευμένος πίσω από τις ηθικές του αξίες. «Ο Μπέκας είναι μικροαστός», παρατηρεί ο Φ. Φιλίππου, «και με αυτή την έννοια θυμίζει τον Μαιγκρέ, τον αντίστοιχο ήρωα του Σιμενόν, αλλά εκφράζει μια πιο περιορισμένη εκδοχή του. Τίποτε εξωτερικό δεν τον ενδιαφέρει και δεν τον συγκινεί. Τα μοναδικά πράγματα που του αρέσουν είναι η δουλειά του και ο κινηματογράφος».
Ένα άλλο ζήτημα για το οποίο έχουν συζητηθεί πολύ τα μυθιστορήματα του Μαρή είναι το αθηναϊκό τους τοπίο. «Το στοιχείο της μεγαλούπολης υπάρχει σε όλους τους αστυνομικούς συγγραφείς» σημειώνει ο συνομιλητής μας: «Για τον Ιζζό είναι η Μασσαλία, για τον Μονταλμπάν η Βαρκελώνη, για τον Καμλλέρι το Παλέρμο, για τον Μαρή η Αθήνα. Γράφει και για την Ύδρα, τις Σπέτσες ή τη Χαλκιδική, τον τόπο της καταγωγής του, αλλά το κέντρο των αφηγήσεών του παραμένει η Αθήνα. Η Ακρόπολη φαινόταν από το σπίτι του και του ίδιου του άρεσε πολύ να περπατά στην πόλη. Έτσι οι ήρωές του κινούνται σ’ ένα ευρύ αθηναϊκό φάσμα: από τα Σεπόλια και τα Πατήσια μέχρι το Παγκράτι, τη Βικτώρια και τη Νέα Σμύρνη».
Διαβάζεται ο Μαρής από τους νέους στις ημέρες μας; «Αν μιλάμε για τους νέους συγγραφείς, νομίζω πως όχι», απαντά ο Φ. Φιλίππου: «Αν πάλι εννοούμε τους νεαρούς αναγνώστες, αυτό κανείς δεν είναι σε θέση να το πει με ακρίβεια, αν κι έχω την εντύπωση πως ούτε κι εκείνους τούς πολυενδιαφέρει. Ο Μαρής μοιάζει γενικώς πολύ κλασικός για τους νέους».
Να συμπληρώσουμε, κλείνοντας, πως τα τελευταία χρόνια οι εκδόσεις ‘Αγρα έχουν αρχίσει να επανεκδίδουν το έργο του Μαρή. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για πρώτες εκδόσεις, αφού η ‘Αγρα επιλέγει μυθιστορήματά του που δημοσιεύτηκαν μόνο σε συνέχειες σε εφημερίδες ή περιοδικά χωρίς να καταλήξουν ποτέ σε βιβλίο.