ΒΙΝΤΕΟ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΛΕΛΗΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΧΕΙΟ HITCH HYKE
Από μόνοι τους οι Last Drive θα ήταν αρκετοί ώστε να λογίζεται σήμερα η Hitch Hyke ως μία από τις πλέον οριακές εταιρίες στην πολυτάραχη ιστορία της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί. Ήταν και οι αμετανόητοι πάνκηδες Deus Ex Machina, ήταν οι ταγμένοι στο θόρυβο της «σχολής Sonic Youth» Bokomolech, ήταν οι Make Believe που έτρωγαν για πρωινό τουλάχιστον τις μισές σύγχρονές τους μπάντες που έπαιζαν μπάλα στο γήπεδο του Seattle, ήταν οι θρυλικοί Blackmail του Γιώργου Καρανικόλα (που ορισμένοι φετιχιστές υποστηρίζουν ότι είναι πιο σημαντικοί και από τους ίδιους τους Drive), ήταν οι «electro-φεύγα» Κεφάλαιο 24 του Αντώνη Λιβιεράτου που κατόπιν εορτής θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έστρωσαν το έδαφος για μπάντες σαν τους Οδός 55, ήταν οι ιδιοσυγκρασιακοί Sigmatropic του σπουδαίου Άκη Μπογιατζή (η τέλεια έντεχνη μουσική, για όσους απεχθάνονται το έντεχνο), ήταν οι «πειραγμένοι» bluesmen Illegal Operation με μπροστάρη τον Μανώλη Αγγελάκη.
Ήταν όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι ακόμη που έκαναν όσους δηλώναμε παρών το 2005 στην πρώτη εμφάνιση της Μόνικα στο Μικρό Μουσικό Θέατρο και σε εκείνο το guerilla gig των Mary and the Boy σε ένα διαμέρισμα σαν όλα τ’ άλλα κάπου στη Στουρνάρη -στις δύο συναυλίες, δηλαδή, που για το αθηναϊκό underground της τρίτης χιλιετίας αποτέλεσαν το αντίστοιχο «ground zero» με το λονδρέζικο της θρυλικής συναυλίας των Sex Pistols στο Μάντσεστερ, το 1976- να μιλάμε για τη δεύτερη εναλλακτική άνοιξη, μετά την πρώτη, της «χρυσής» σκηνής που οριοθέτησε η Hitch Hyke.
Στα γραφεία της εταιρίας, στο νούμερο 5 της Κοσμά Μπαλάνου, στα υψίπεδα του Μετς, πήγα για πρώτη φορά το 2000, με το θράσος του εκδότη της κακιάς ώρας ενός μουσικού fanzine (Mirrorball) που ήθελε να μοστράρει το προϊόν του ώστε να πάρει διαφήμιση -την πήρα, γιατί όπως θα καταλάβαινα γρήγορα, ο Αιμίλιος Κατσούρης που ήταν τρόπον τινά ο frontman του ωραίου τσίρκου της Hitch Hyke, ήθελε πάντα να στηρίζει τη βάση του, τους ανίατους θιασώτες του underground. Από τότε πήγαινα κάθε τρεις και λίγο, κυρίως για να αγοράσω δίσκους απευθείας από την πηγή (την αποθήκη της Hitch Hyke με τα βινύλια και τα cd να αφήνουν ακάλυπτο μόνο τον απαραίτητο χώρο ώστε να μπορεί κάποιος απλώς να ελιχθεί ανάμεσά τους). Τρία χρόνια αργότερα τα περισσότερα μουσικά fanzines θα είχαν κατεβάσει ρολά, ανάμεσά τους και το δικό μου. Πάνω κάτω την ίδια περίοδο, θα άρχιζε και η Hitch Hyke να παίρνει την κάτω βόλτα, σε μία όχι και τόσο περίεργη τελικά περίπτωση συντονισμού διαφορετικών μεν, αλληλένδετων δε πτυχών ενός ολόκληρου «οικοσυστήματος» που όδευε προς το ψηφιακό του μέλλον.
Στις χιλιάδες λέξεις που ακολουθούν καταγράφεται για πρώτη φορά η γκαζωμένη αρχή, η ιλιγγιώδης άνοδος, η πανηγυρική εδραίωση και crossover επιτυχία και τελικά η χωρίς τυμπανοκρουσίες πτώση της Hitch Hyke, η saga της κατά πολλούς πιο θρυλικής και επιδραστικής εταιρίας δίσκων και -γιατί όχι;- μιας ολόκληρης εποχής. Όλα αυτά, όπως τα διηγήθηκε στην Popaganda ο Αιμίλιος Κατσούρης, που ναι, όπως θα καταλάβετε διαβάζοντας, μπορεί να αναγνωρίζει μεν, αλλά να μην δίνει πια μεγάλη αξία στα (μικρά ή μεγάλα) λάθη που έγιναν, κάποια από τα οποία έκανε και ο ίδιος, σε μία μάλλον υποσυνείδητη προσπάθεια να διατηρήσει αμόλυντη τη μυθολογία της Hitch Hyke. Ε και; Ο Tony Wilson κάποτε είπε ότι αν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο, τύπωσε τον μύθο. Εγώ λέω ότι είναι προτιμότερο να «τυπώσεις» και τα δύο.
1. Action speaks louder than words
Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ 80s ήταν χάλια. Οι δίσκοι ξένου ρεπερτορίου που τύπωναν οι ελληνικές εταιρίες δεν ακούγονταν. Αν ήθελες καλής ποιότητας βινύλιο, έπρεπε να κυνηγάς τις κόπιες εισαγωγής, που είχαν ειδική σήμανση, και ήταν αρκετά πιο ακριβοί. Αργότερα, λόγω ΕΟΚ οι δίσκοι φθήνυναν, οι εισαγωγής είχαν σχεδόν την ίδια τιμή με τους ντόπιους. Τους λέγαμε τότε «εισαγωγής σε ελληνική τιμή», είχαν στικεράκι στο εξώφυλλο. Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση.
Είχα λίγη εμπειρία, γιατί το 81-82 δούλεψα σε μια μικρή εταιρεία διανομής, την Independent Sound, που έφερνε δίσκους της Rough Trade, της Factory, της 4AD. Είχε και δισκάδικο στο 21 της Ομήρου, το Records Club, που ήταν κατά βάση disco, πριν πάρουν εμένα στη δουλειά και σύμβουλο τον Χρήστο Δασκαλόπουλο. Μέχρι τότε ψώνιζαν maxi singles κλασικοί DJs από παλιές ντισκοτέκ που φορούσαν παντελόνια με πιέτες. Και ξαφνικά άρχιζαν να έρχονται κάτι περίεργοι new wave τύποι. Ήταν τελικά πρωτοπόροι εκεί στην Independent, ανάμεσά τους και ο Γιώργος Πολυχρονίου. Ο G-Poly έχει παίξει ρόλο στο χτίσιμο της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής στην Ελλάδα. Αυτές είναι ειδήσεις.
Ξεκινήσαμε τη Hitch Hyke σαν χόμπι, με ένα εντελώς underground, αναρχικό σκεπτικό. Αρχικά μαζευτήκαμε καμιά δεκαριά άτομα. Θέλαμε να κάνουμε τα πάντα. Να φέρνουμε δίσκους εισαγωγής, να βγάζουμε δικές μας κυκλοφορίες εφάμιλλες με αντίστοιχα labels του εξωτερικού - με ένθετα και απ’ όλα, κανονικά εξώφυλλα και όχι ελληνικά, φτηνιάρικα - να κάνουμε συναυλίες, να βγάλουμε και fanzine. Επειδή όμως ήμασταν μικροί και άσχετοι, μόλις αρχίσαμε να ρωτάμε για τα διαδικαστικά, οι περισσότεροι λάκισαν. Στο τέλος μείναμε τρεις. Εγώ, η Χανελόρε (πρώην γυναίκα μου), που αργότερα θα έπαιζε και organ στο Every Night των Last Drive, και ο Χάρης Πουλόπουλος. Μέσα στα χρόνια, βέβαια, η σύνθεση της ομάδας θα άλλαζε πολλές φορές...
Γρήγορα το αρχικό 360° σενάριο, μας φάνηκε πολύ μεγαλεπήβολο, οπότε στραφήκαμε καταρχάς στο δισκογραφικό κομμάτι. Δεν βγάλαμε ποτέ εκείνο το φανζίν, που θα λεγόταν Splash One, αν και είχαμε μαζέψει άρθρα, γραμμένα από μένα, τον Χρήστο Δασκαλόπουλο και άλλους.
Στο κεφάλι μου είχα το μοντέλο της Rough Trade, από την επαφή λόγω της δουλειάς στην Independent Sound αλλά και από δικά μου ταξίδια - πήγαινα από το 1979 για να ψωνίσω δίσκους. Ήξερα τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί, από τους ιδιοκτήτες μέχρι τα παιδιά στην αποθήκη. Έμπνευση ήταν και η αμερικάνικη σκηνή, μπάντες σαν τους Husker Du και labels σαν την SST. Εκείνη τη φάση δηλαδή που οι Αμερικάνοι σταμάτησαν να αντιγράφουν το αγγλικό post punk και άρχισαν να κάνουν αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα.
Ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφοροποίηση με το στανιό του punk από το παλιό rock. Τρανή απόδειξη ο Joe Strummer. Μου φαινόταν υπερβολικός ο διαχωρισμός, ίσως γιατί μεγάλωσα με το classic rock, μέχρι που σε μια κρίσιμη ηλικία πέτυχα το punk. Το οποίο ήταν κυρίως ένα μιντιακό και ποπ γεγονός. Μόνο όταν φτάσαμε στα μέσα των 80s, υπήρξε μία σχετική απενοχοποίηση. Μπορούσες να αναγνωρίσεις ότι υπάρχουν τύποι που παίζουν σαν τους Velvet Underground, άλλοι που παίζουν σαν Pink Floyd και άλλοι που είναι σε φάση Can. Υπήρχε βέβαια και το απαίσιο mainstream ρεπερτόριο. Αν αγόραζες δίσκο πολυεθνικής, θα ήταν guilty pleasure. Το καλύτερο mainstream rock album ήταν το Born In the USA ή μπορεί να έτρωγε φλας και να έβγαζε καλό δίσκο κάποιος παλιός σαν τον Van Morrison. Κατά τ’ άλλα, χάλια μαύρα. Οι καλοί δίσκοι έβγαιναν από την ανεξάρτητη σκηνή. Και μας φαινόταν λίγο μαρξιστικό όλο αυτό, ότι οι καλοί μουσικοί και οι φίλοι τους βγάζουν μόνοι τους τη... μόνη μουσική που μετράει.
Πότε έχει υπάρξει φιλόξενο το τοπίο στην Ελλάδα για να ήταν και τότε; Το ότι έπεσε η Χούντα δε σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν οι Έλληνες χουντικοί - αυτό προφανώς επηρέαζε και την έννοια του πνεύματος. Ούτε μπορείς να πεις ότι άλλαξαν πολλά όσον αφορά τα θέματα του πολιτισμού με το ΠΑΣΟΚ. Μια χαρά το κυνηγούσαν και αυτοί το ροκ. Μέχρι το 1985 είχαν γίνει ελάχιστες συναυλίες, άσε που έπρεπε να παίξεις και ξύλο πριν και μετά. Το μόνο που θυμούνται όλοι σήμερα είναι το τριήμερο στο Σπόρτινγκ (σ.σ. το θρυλικό τριήμερο τον Σεπτέμβρη του 1982, με Birthday Party, The Fall και New Order) και το Rock In Athens (σ.σ. το επεισοδιακό, ειδικά για τον Boy George, διήμερο στο Καλλιμάρμαρο με Clash, Culture Club, Nina Hagen, Cure μεταξύ άλλων).
Στα του σιναφιού μας, προφανώς είχε προϋπάρξει η Creep, κατά τη γνώμη μου η πρώτη σοβαρή ανεξάρτητη. Και το Happening (σ.σ. εμβληματικό δισκάδικο) είχε βγάλει δίσκους, αλλά ο Μπάμπης Δαλίδης είχε στήσει ολόκληρη φάση. Ήταν η πρώτη ανεξάρτητη με διακριτό ήχο. Μετά θα ερχόταν η δική μας γενιά, εμείς με τη Hitch Hyke, ο Λώρης με το Δικαίωμα Διάβασης, ο Κουτσούμπας με τον Πήγασο, η Wipe Out, η Ano Kato στη Θεσσαλονίκη. Δε νομίζω πάντως ότι ήταν τυχαίο που ήμασταν όλοι μαζί την ίδια στιγμή.
Για πολλά χρόνια η επικοινωνία με τα labels του εξωτερικού γινόταν με snail mail. Έχω ακόμη τα γράμματα. «Dear Emilios we are very happy that you are interested in our label» και τέτοια. Ακόμη και τηλεγραφήματα έστελναν. Πριν νοικιάσουμε γραφεία, όποτε ερχόταν ο ταχυδρόμος στο σπίτι με τηλεγράφημα, τρέχαμε αναστατωμένοι για να δούμε τι μας έγραψε ξέρω γω ο τύπος από τη Vox.
Στην Ελλάδα συνήθως έχουμε για τον εαυτό μας μια πιο επαρχιώτικη άποψη από αυτή που έχουν οι άλλοι για εμάς. Δε θυμάμαι κάποιον ξένο να είπε ποτέ «ρε παιδιά μα πως μας βρήκατε εσείς από την Ελλάδα;». Όπως υπάρχουν τόσα labels στη Γαλλία ή στη Γερμανία, θεωρούσαν λογικό να υπάρχουν έστω πέντε τρελοί και στην Ελλάδα. Ίσα ίσα μπορεί και να εκτιμούσαν τη φάση μας περισσότερο. Όχι απλώς επειδή ξέραμε από μουσική, αλλά και επειδή ήμασταν τόσο πωρωμένοι.
Οτιδήποτε, που λέει ο λόγος, βγάζαμε, πήγαινε καλά. Τα νούμερα φαντάζουν τρελά αν τα συγκρίνεις με τις σημερινές πωλήσεις. Ο πρώτος δίσκος που βγάλαμε, το Outside My Window των Things, μιας μπάντας με κοινό 50-100 ατόμων στην Ελλάδα, πούλησε 1500 αντίτυπα - το γεγονός βέβαια σε αυτή την περίπτωση δεν ήταν τόσο ο δίσκος καθαυτός όσο το launch του label. Οι Things δεν το πίστευαν. Ο τραγουδιστής τους είχε να το λέει. Ακόμη και μετά από 15 χρόνια, όταν επικοινωνούσαμε πια με email, ένα βράδυ μου έγραψε: «να ξέρεις ότι αυτό που κάνατε τότε για εμάς ήταν απίστευτο».
Όλα τα γκαραζοψυχεδελικά + READ Αφιέρωμα The Last Drive που βγάζαμε στην αρχή, π.χ. Steppes, Lord John, Hidden Peace, πουλούσαν για πλάκα 1000-1500 αντίτυπα, που μας φαινόταν μια χαρά. Δε μας περνούσε καν από το μυαλό να κυνηγήσουμε ένα δίσκο που θα μπορούσε να κάνει μεγαλύτερες πωλήσεις. Χωρίς να ρίξουμε τα standards μας, βάλαμε και αυτόν τον παράγοντα στο τραπέζι όταν η εταιρία έγινε κανονική δουλειά, στις αρχές των 90s, τότε που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι όπως κάθε επιχείρηση θα έπρεπε να πληρώσουμε το νοίκι του γραφείου, το ρεύμα, τα παιδιά που δούλευαν στο label. Δε μπορούσαμε να σκεφτόμαστε μόνο παρορμητικά πια. Όπως προσέχαμε και σπρώχναμε τις μπάντες μας, από τους Last Drive μέχρι και τους No Man’s Land ή τους Mushrooms - που δεν ανήκαν στο roster της Hitch Hyke αλλά διανείμαμε τους δίσκους τους - έπρεπε να προσέχουμε και την εταιρία για να μπορούμε να συνεχίσουμε να προσέχουμε τις μπάντες. Καταλαβαίνεις;
2. The Devil May Care...
ΟΙ LAST DRIVE ΚΑΙ Η HITCH HYKE είναι σαν να γεννήθηκαν και να μεγάλωσαν μαζί. Ήταν μια σχέση πολύ στενή, και στο κομμάτι της δισκογραφίας και του management. Πάνω απ’ όλα κάναμε πολλή παρέα. Ήταν πολύ σημαντικό για όλους μας να περνάμε χρόνο μαζί, σχεδόν κάθε βράδυ. Έτσι μαθαίναμε. Πειραματιζόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Τι πάει να πει manager, τι πάει να πει label, τι πάει να πει ροκ μπάντα, όλα αυτά τα μάθαμε μεταξύ μας. Ήταν σαν ένα κλειστό ηλεκτρικό σύστημα που μας ένωνε.
Είχαν τεράστια διαφορά από όλα τα υπόλοιπα γκρουπ.
Είχαν το αλήτικο rock ‘n’ roll attitude και τον καλώς εννοούμενο σταρχιδισμό, του τύπου «εντάξει μωρέ, ροκ παίζουμε».
Αρχικά δεν είχαμε καν στο μυαλό μας να βγάλουμε δίσκους ελληνικών συγκροτημάτων. Μέχρι που γνωριστήκαμε με τους Drive και τρελαθήκαμε. Τους είχα πρωτοδεί γύρω στο 82, στο Snowball, ως rockabilly trio. Το θυμάμαι σαν τώρα, να μου λέει ο Χάρης ότι «είναι κάτι ροκαμπιλάδες που παίζουν και γαμώ». Ώσπου τελικά γνωριστήκαμε δυο χρόνια αργότερα στον Πήγασο (σ.σ. θρυλικό λαϊβάδικο) όπου είπαμε «καλά τα ξένα αλλά γιατί δε βγάζουμε και Last Drive;». Έτσι κολλήσαμε με τα παιδιά. Φαντάσου ότι το επόμενο γκρουπ ήταν οι Deus Ex Machina, μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια.
Το τι τραβήξαμε για να γράψουμε τον πρώτο δίσκο δεν περιγράφεται. Το στούντιο ήταν του Ρόμπερτ Ουίλιαμς. Του γνωστού. Καλό παιδί, συμπαθητικός. Και το στούντιο ήταν πολύ ωραίο, αλλά είχαν βάλει κάτι κυριλέ μηχανήματα, και οι άνθρωποι εκεί δεν έπιαναν το πνεύμα των Drive. Σκέψου ότι ήθελαν να γράψουν τα ντραμς ξεχωριστά. Θα τα «έπαιζε» με τον Χρήστο (σ.σ. Χρήστος Μιχαλάτος ή Chris B.I.) ο μετρονόμος, θα έκαιγε φλάτζα. Ο Χρήστος δεν μπορούσε, ήθελε να βλέπει τους άλλους, είχαν μάθει να παίζουν από πιτσιρίκια μαζί. Ήταν ψιλοκωμωδία η φάση.
Μπάντες σαν τους Drive, τότε στα στούντιο σχεδόν τους έτρεμαν. Φώναζαν ότι «απλώς βαράνε κι όποιον πάρει ο χάρος». Οι μηχανικοί έλεγαν «γράψτε εσείς και μετά το φτιάχνουμε από την κονσόλα». Τα παιδιά όμως έπαιζαν και ζούσαν για τη στιγμή. Καταλήξαμε να κάνουμε μία ολίγον τι Φρανκενστάιν παραγωγή. Έπαιζαν δηλαδή live τα παιδιά, βαρούσαν όλοι μαζί και όπου χρειάστηκε χρησιμοποιήσαμε τα εφέ του στούντιο με τρόπο που να μη φαντάζουν εξωγήινα - όπως στην κραυγή του Me ‘N My Wings που βάλαμε ένα εντελώς φτηνό delay, σαν late 50s «τρασιά». H παραγωγή του Underworld Shakedown έχει μια προφανή αδεξιότητα, αλλά και ένα πολύ αγνό feeling.
Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρίας, που το μαζέψαμε με χίλια ζόρια από γονείς και φίλους, ήταν 1 εκ. δραχμές – δεν ήταν και λίγα λεφτά για εκείνη την εποχή – για να καλύψουμε τις δυο-τρεις πρώτες εισαγωγές και το ντεμπούτο των Last Drive. Για το οποίο, βέβαια, μπήκαμε και μέσα γιατί μας φέσωσε η εταιρία διανομής, η Pandora, που έκανε διανομή και σε άλλες ανεξάρτητες, αλλά και σε μεμονωμένους λαϊκούς τραγουδιστές. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι διένειμε το Underworld Shakedown ταυτόχρονα με τον «μεγάλο» λαϊκό δίσκο Είμαι ένα κορμί χαμένο. Γάμησέ τα.
Οι Last Drive ως μπάντα ήταν η καλύτερη και από μία πιο political σκοπιά. Δε σνόμπαραν καμία εκδήλωση. Μας την έπεφταν για παράδειγμα κάτι παιδιά που είχαν ένα μπαράκι έξω από την Άρτα, ή στην πλατεία κάποιου χωριού, και οι Drive έλεγαν «ok ερχόμαστε», και οι άνθρωποι εκεί τα παίζανε γιατί δεν το περίμεναν! Μη σου πω κιόλας ότι αυτές ήταν οι καλύτερες συναυλίες. Με κοινό ως επί το πλείστον άσχετο, δυο-τρεις ψαγμένους που μπορεί να είχαν τα βινύλια και οι υπόλοιποι ό,τι να ‘ναι. Παλιοροκάδες, χαπακωμένοι μεταλάδες, παιδάκια, έφηβοι, κοριτσάκια, μπαμπάδες.
Δεν θα ξεχάσω και μια τρελή φάση στο Βόλο, το 90 ή 91. Ήμασταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης, δίπλα στην παραλία. Μαζί μας ήταν και ο Γιάννης Ιτσούμπικ ή «Driver» ή «Μπαρμπα-Γιάννης», ο πιο διάσημος roadie στην Ελλάδα και από τους καλύτερους ανθρώπους στον κόσμο. Ήμασταν παρκαρισμένοι για να φάμε βρώμικο, και ο Γιάννης ανέβηκε ξαφνικά πάνω στο αμάξι κι άρχισε να χορεύει σαν τρελός.
Οι πρώτες συναυλίες της πρώτης περιοδείας των Drive στο εξωτερικό, ήταν στο Psychomania Festival, με Fuzztones, Vietnam Veterans, και Stingrays. Τρία dates σε Αμβούργο, Βερολίνο και Μπόχουμ. Στο Μπόχουμ, μάλιστα, τραβούσε η γερμανική τηλεόραση, υπάρχει στο youtube, ο Νίκος (σ.σ. Νίκος Καπετανόπουλος ή Nick Pop Mind) ντυμένος στα πέτσινα, κλώτσησε τον cameraman, πέταξε την κιθάρα κι έφυγε από τη σκηνή.
Η πρώτη συναυλία ήταν στο Αμβούργο, αλλά για οικονομία πετάξαμε με Syrian Airlines στο Ανατολικό Βερολίνο. Με το που φτάνουμε, βρίσκουμε τη Χανελόρε με βαν, και βγαίνουμε στο δρόμο transit – που χρησιμοποιούνταν μόνο για να πας στην υπόλοιπη Γερμανία - για να πάμε στο Αμβούργο. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε 20χλμ και καίγεται η μηχανή. Γενάρης, χιόνια παντού, 15 βαθμοί υπό του μηδενός. Δεν υπάρχει τίποτα τριγύρω. Ξαφνικά σκάει μπατσικό και οι βλοσηροί Γερμανοί μας λένε ότι πρέπει πάση θυσία να φύγουμε. Σταματάνε τελικά ένα δυτικογερμανικό βαν που περνάει τυχαία και υποχρεώνουν τον οδηγό να μας ρυμουλκήσει με σχοινί. Ένας τρελός οδηγός, που τρέχει, κάνει προσπεράσεις, κι εγώ που είμαι στο τιμόνι του δικού μας, είναι σαν να κάνω σκι, ενώ βλέπω και τους υπόλοιπους στο μπροστινό αμάξι να μου κάνουν κωλόχερα και να χασκογελάνε. Ήταν σαν ταξίδι στο εξωτερικό μιας τρελής οικογένειας. Ένα μεγάλο παράδοξο.
Με τους Drive έχω κάψει συνολικά 4 αυτοκίνητα. Για ένα από αυτά γράφτηκε το τραγούδι Heatwave 88, γιατί το κάψαμε στο Αγρίνιο το καλοκαίρι του 88, με καύσωνα, πηγαίνοντας στην Άρτα. Καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση φτάσαμε…
Ήταν και είναι μια κατηγορία από μόνοι τους. Είχαν τεράστια διαφορά από όλα τα υπόλοιπα γκρουπ. Είχαν το αλήτικο rock ‘n’ roll attitude και τον καλώς εννοούμενο σταρχιδισμό, του τύπου «εντάξει μωρέ, ροκ παίζουμε». Επίσης δεν είχαν αυτό το φοιτητικό στοιχείο- είναι δικός μου όρος αυτός, ελπίζω να μην παρεξηγηθώ. Υπήρχαν πολλά γκρουπ που τους ζήλευαν λίγο και έλεγαν πράγματα του στιλ «ναι, αλλά δεν ξέρουν να παίζουν» ή «δεν ακούγονται στις συναυλίες, παθαίνουν ζημιά τ’ αυτιά μου». Ναι, είναι η αλήθεια ότι πάθαιναν ζημιά τ’ αυτιά μας, αλλά θεωρούσα εμπειρία πολύ πιο καταλυτική και ροκενρολ το να πάθουν τ’ αυτιά σου σ’ ένα λάιβ των Last Drive από το λάιβ κάποιου άλλου γκρουπ που ήταν κουμπωμένο και άψυχο. Οι Drive έπαιζαν λες και δεν υπήρχε αύριο και κυρίως όσο περνούσε η ώρα. Τα παιδιά έλεγαν συχνά «ρε πούστη μου να μην το παρακάνουμε, να οργανώσουμε το σετ, τουλάχιστον να μπούμε στην αρχή με παίξιμο πιο στιβαρό». Κι επειδή είχαν φοβερό χιούμορ, έλεγαν «ας αρχίσει πιο μετά το “τζαζ ροκ”», εννοώντας τη φάση που τα κομμάτια άρχιζαν να «φεύγουν». Εκεί ήταν όλη η underground χαρά και απόλαυση. Μπορεί να θύμιζε από αυθεντική punk rock συναυλία, μέχρι live των Grateful Dead. Κάτι δηλαδή που έτσι όπως το βλέπεις αυτή τη στιγμή, δε θα το ξαναδείς ποτέ. Είχαν μία αμερικάνικη αλητεία στην οποία κατά κανόνα υστερούσαν τα ελληνικά γκρουπ. Ακόμη έτσι είναι. Πέτυχα κάπου τον Αγγελάκα + READ Δε θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας μετά το επετειακό gig του Δεκεμβρίου για τα 30 χρόνια και μου έλεγε «μαλάκα δεν τα έχω ξαναπαίξει έτσι τα κομμάτια, με τόσο γκάζι».
Ο τελευταίος δίσκος τους είναι καταπληκτικός, δε φαντάζεσαι πόσο χάρηκα, τα αγαπάω πολύ αυτά τα παιδιά. Είναι πολύ σπάνιο κάποιος να μεγαλώνει έτσι. Εξακολουθούν να έχουν αυτό το «abandon» του rock 'n' roll, ότι σημασία έχει αυτό που συμβαίνει τώρα, μόνο που μετά από τόσα χρόνια είναι καλύτεροι μουσικοί, οπότε είναι ακόμη πιο ωραία η φάση τους. Βέβαια δεν ξέρω πως την παλεύουν από φυσική κατάσταση. Είναι και μεγάλοι άνθρωποι πια…
3. Say it out loud, I’m Greek and I’m proud.
ΕΙΧΑΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ότι ένα βασικό πράγμα για τη «δική μας» μουσική σκηνή, και για τους ίδιους τους μουσικούς αλλά και για τον κόσμο, είναι το άνοιγμα προς τα έξω, όχι με την έννοια της καριέρας στο εξωτερικό και τέτοιες βλακείες. Αλλά σε καλλιτεχνικό και κοινωνικό επίπεδο, να γίνει μία όσμωση. Να νιώσουν τα παιδιά που παίζουν πως το ότι είναι Έλληνες δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ότι ανήκουν στην ίδια σκηνή με τους Husker Du ή τους Things ή δεν ξέρω κι εγώ ποιους άλλους που παίζουν τη μουσική που γουστάρουν.
Σε αυτό το πλαίσιο στήσαμε και διάφορες φάσεις, όπως τότε με τους Drive που φέραμε τον Peter Zaremba των Fleshtones να κάνει την παραγωγή του Heatwave. Μπορεί σήμερα να θεωρείται σχετικά εύκολο να κάνει κάποιος ξένος παραγωγή σε ελληνική μπάντα, τότε όμως θεωρούνταν διαστημική κίνηση. Eίχαμε έναν αέρα ότι μόνο η Hitch Hyke μπορεί να κάνει τέτοιες τρέλες. Το οποίο φυσικά δεν ισχύει, ο καθένας θα μπορούσε να το κάνει. Απλά εμείς ευτυχώς δεν είχαμε δράμι από αυτόν τον φοβικό ελληνικό επαρχιωτισμό. Είχαμε θράσος, που ανέκαθεν πίστευα ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη μουσική. Διαφορετικά τα ελληνικά γκρουπ θα ακούγονται για πάντα δυστυχισμένα και μίζερα.
Μπορεί το ελληνικό underground να παρακολουθούσε το αντίστοιχο αμερικάνικο, ξέρω γω, αλλά προφανώς τα πράγματα ήταν δύσκολα. Σκέψου ότι μέχρι το '88 δεν υπήρχε ουσιαστικά ραδιόφωνο πέραν του κρατικού, και παρόλο που ο Πετρίδης όποτε μπορούσε έβαζε «τα δικά μας», έπαιζε και χίλια δυο άλλα, ήταν μια mainstream εκπομπή. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τη χρονιά που ξεκίνησαν ο Δασκαλόπουλος και ο Ζήλος. Ήταν και δυο-τρία περιοδικά, το Ποπ & Ροκ και ο Ήχος που γενικά είχε λίγο πιο ψαγμένη ύλη. Χαριτολογώντας λέγαμε ότι το Ποπ & Ροκ ήταν των εταιριών. Μια χαρά ήταν φυσικά, απλά ο Ήχος αυθαιρετούσε και λίγο, μπορεί να έλεγε ότι ο δίσκος του Robert Wyatt ή των Eyeless in Gaza είναι ο καλύτερος της χρονιάς. Ο Αργύρης Ζήλος και όσοι έγραφαν εκεί, έκαναν ό,τι γούσταραν.
Η πλάκα είναι ότι σε επίπεδο προώθησης ίσως και να μας βοήθησαν περισσότερο από τις όποιες κριτικές στον μουσικό Τύπο, τα δημοσιεύματα που έγιναν σε μεγάλα περιοδικά, πχ στον Ταχυδρόμο ή αργότερα στο Κλικ που είχε κάνει ένα ο Γιάννης Νένες, που παρουσίαζαν τη Hitch Hyke ως «φάση».
Με τις ελληνικές μπάντες είχαμε πολύ ζεστή σχέση. Όλοι έχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο ο κανόνας που λέει ότι σε κάθε συγκρότημα υπάρχει ένας που είναι πιο «μικροαστός», που θα φοβηθεί μην τον κοροϊδέψεις αν του πεις ότι έκανες ένα ντιλ να στείλεις τους δίσκους στη Γερμανία. Πάντα θα υπάρχει αυτός ο ένας που θα πάρει τηλέφωνο να ζητήσει δικαιώματα γιατί οι άλλοι ντρέπονται. Στην τελική, είναι σαν μια οικογένεια. Και λες οκ, ο μικρός αδερφός είναι λίγο σπασίκλας, αλλά τι να κάνουμε, αυτόν έχουμε. Θέλω να τονίσω όμως ότι όλοι είναι πολύ καλά παιδιά.
Τους Deus Ex Machina μας τους έφερε ο Σταύρος (σ.σ. Χατζόπουλος) που δούλευε ήδη στη Hitch Hyke. Μια τυχαία μέρα, είχε έρθει στο γραφείο σε φάση «παιδιά, γαμώ τις καταστάσεις έχετε εδώ πέρα, μπορώ να έρχομαι να βοηθάω;». «Να έρχεσαι ρε φίλε, αλλά να σε πληρώνουμε και κάτι» του είπα. Mέσα σ’ ένα χρόνο, κι ενώ στο μεταξύ είχε φύγει ο Χάρης και είχε έρθει ο Νάσος Παπαπολίτης, του λέω «ρε Σταύρο δε μπαίνεις κι εσύ στη φάση;». Οι Deus, που μέχρι τότε είχαν άλλο τραγουδιστή, ήταν κολλητοί του. Όταν, τέλος πάντων μας τους έφερε, γούσταρα πάρα πολύ αυτό που άκουσα, καταπληκτικό γκρουπ.
Top 5 δίσκων; Πλάκα μου κάνεις; Ποιον να πρωτοδιαλέξω… Από ελληνικούς σίγουρα το Underworld Shakedown των Last Drive αλλά και το Blood Nirvana που έκαναν με τον Paul Cutler είναι πολύ σημαντικό. Το Motorpsycho των Deus είναι καταπληκτική δουλειά. Όπως και το Jet Lag των Bokomolech. Αργότερα και το ντεμπούτο των Sigmatropic, αλλά και τα Haiku. Το Life After Death των Blackmail μου αρέσει πάρα μα πάρα πολύ, το βάζω ακόμη να το ακούσω στο αμάξι.
Πολλά καλά γκρουπ στα 80s και στα 90s χαντακώνονταν στο στούντιο λόγω της παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Blue Light, που κινούνταν σε μια λογική The Chills. Δε φαντάζεσαι πόσο ωραίοι ήταν live και πόσο διαφορετικοί ακούγονταν στο δίσκο. Το ίδιο και οι Cpt. Νέφος. Live «σκότωναν», στο στούντιο όμως «χάνονταν».
Οι Deus έγραψαν όλο το ντεμπούτο τους, το Motorpsycho, στο ίδιο στούντιο, για να προπονηθούν. Αυτό το live demo, κατά τη γνώμη μου είναι κατάτι καλύτερο από αυτό που κυκλοφόρησε. Είναι πιο πρωτόγονο, αλλά έχει μια γοητεία. Το έλεγαν όλοι, και τα παιδιά και ο Αλέξης (σ.σ. Καλοφωλιάς) που έκανε την παραγωγή: «ρε γαμώτο ό,τι και να κάνουμε δε θα είναι ποτέ σαν το demo». Ακριβώς γιατί τότε ήξεραν ότι αυτό που έπαιζαν δεν το έγραφαν, έπαιζαν μόνο για πλάκα.
Η πιο ακριβή παραγωγή της Hitch Hyke ήταν ο δίσκος Του Βοσπόρου το Πέρα, η συνεργασία των Vosporos με τους Mode Plagal. Δύο συγκροτήματα, εδώ και στην Κωνσταντινούπολη, έγραψαν ζωντανά στο στούντιο, διαστημικό budget για το δικό μας μέγεθος. Είχε, όμως, αντίκρυσμα. Μπορεί κιόλας μέσα στα χρόνια να έβγαλε τα λεφτά του. Ήταν πολύ σημαντική για μένα η συνάντηση με τον Νικηφόρο Μεταξά, τον αρχηγό των Vosporos, μουσικολόγος βραβευμένος από την Unesco, που έχει ζήσει Σαν Φρανσισκο στα late 60s, από τα καλύτερα άτομα που έχω γνωρίσει σε αυτή τη δουλειά.
Μεγάλες παραγωγές από underground rock groups, δεν ήταν και λίγες. Όπως των Bokomolech στο Σικάγο, με τον Steve Albini, που όπως και να το κάνεις, ήταν λίγο εποποιία, όσο κι αν ήταν χαμηλό το κόστος του Albini. Ή των Last Drive με τον Cutler. Άξιζαν όμως όλα αυτά, δε μπορείς να πεις ότι δεν άξιζαν. Με τα παιδιά από τους Bokomolech καμιά φορά που συναντιόμαστε λέμε ότι το Jet Lag έχει κάτι ρε παιδί μου, ακόμη και αν έγραψαν καλύτερα κομμάτια στη συνέχεια.
Μία οριακή, θα έλεγα, παραγωγή είναι του Time EP των Last Drive, στο Βερολίνο. Μπορεί να μην είχαμε κοιμηθεί καν 4 μέρες, και αυτό αντανακλάται στο EP. Είναι πολύ rough o ήχος. Γράφτηκε υπό συνθήκες amphetamine rush, ας πούμε, σε ένα 12ωρο, live, σε ένα παλιό στούντιο, που μας το έδιναν τσάμπα γιατί τα παιδιά έπαιζαν στο Berlin Independence Days. Και μετά από 5 μέρες έπεσε το Τείχος.
Θεωρώ πολύ σημαντικό να μπορεί να πει κάποιος από μία εταιρία «ρε παιδιά δεν πάμε στο τάδε μέρος, να κλειστούμε εκεί μέσα και να γράψουμε;» Όταν η μπάντα γράφει βαριεστημένα, δημοσιοϋπαλληλίστικα, σε ένα στούντιο στην Ηλιούπολη και το μεσημέρι κάνουν διάλειμμα για να πάνε στη μάνα τους και να φάνε γεμιστά, όπως και να το κάνεις, κάτι λείπει.
Το Blood Nirvana θα είναι για πάντα ο δίσκος που οι Last Drive έκαναν με τον Paul Cutler. Αν δεν ήταν ο Paul, αλλά ο Rob Younger των New Christs, όπως συζητάγαμε, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Έχει τη σημασία του αυτό.
Μου άρεσαν όλες αυτές οι ιδέες. Ξέρεις ρε παιδί μου, το Goat Head Soup των Rolling Stones είναι ο δίσκος που έγραψαν στα διαλείμματα της μεγάλης περιοδείας του Exile…, με πάρα πολλά drugs. Αυτό είναι όμως το Goat Head Soup, με τα όποια ελαττώματά του. Ενώ τώρα λες «και τι έγινε μωρέ, θα γράψω λίγο στο σπίτι, θα το μιξάρουμε μετά, όλα εντάξει».
Οι παλιές εταιρίες, ακόμη και οι μεγάλες τύπου Island, είχαν ένα ρομαντισμό γιατί ο άνθρωπος του label συμμετείχε. Δηλαδή ο Nick Drake μπορεί να είχε την ιδέα να βάλει έγχορδα στους δίσκους του, αλλά μάλλον δε θα είχε γίνει τίποτα αν δεν το υλοποιούσε ο Joe Boyd.
4. O παροξυσμός με τους The Offspring
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑΜΕ να εφαρμόσουμε κάποια πιο «σοβαρά» standards στη δουλειά που αποφασίσαμε να κάνουμε, όχι με μία mainstream λογική, απλά λίγο πιο επαγγελματικά στα πλαίσια - πάντα - του κώδικα του underground. Από τον πρώτο δίσκο των Drive ακόμη, προσπαθούσαμε να δείξουμε αυτό που κάνουμε σε έναν κόσμο που δεν ξέρει. Θεωρούσαμε ότι είναι καλό να το ακούσει και κάποιος «άσχετος». Δεν θέλαμε να το κρατήσουμε «κάτω», μόνο δικό μας, αλλά να το βγάλουμε όσο το δυνατόν πιο έξω. Στην πραγματικότητα όμως λειτουργούσαμε τελείως ερασιτεχνικά και ανεξάρτητα μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’90. Τότε αλλάξαμε λίγο, και αποφασίσαμε να κάνουμε και πολλές εισαγωγές. Κάναμε συμφωνίες με labels όπως η Glitterhouse, η Music Maniac, η Citadel. Το πράγμα είχε αρχίσει πια να μεγαλώνει.
Πολύ περήφανος είμαι για τους New Christs, και το Ego Tripping at the Gates of Hell του Louis Tillett. Δισκάρα και το New West Motel των Walkabouts. Κλασική δουλειά και το Superfuzz Bigmuff των Mudhoney. Θεωρώ σημαντικό αυτό που κάναμε με τη δισκογραφία τoυ Frank Zappa, παίξαμε μεγάλο ρόλο στο relaunch της καριέρας του. Ο οποίος Zappa στα μέσα των 90’s ήταν ξεπερασμένος. Οι περισσότεροι νέοι που άκουγαν φρέσκο, ψαγμένο ροκ θεωρούσαν ότι είναι ένας τύπος που απευθύνεται σε όσους ακούνε Λάκη με τα Ψηλά Ρεβέρ ή classic rock, ΠΑΣΟΚ και τέτοια. Εγώ ήμουν φαν του από μικρό παιδί. Γι’ αυτό και είμαι περήφανος που ένα από τα πράγματα που έκανα στη δισκογραφία είναι ότι μέσω της συμφωνίας της Hitch Hyke με τη Rykodisc έφερα εις πέρας ένα στοίχημα, αν θες, να εξηγήσω σε αυτούς που ακούν εναλλακτικό ροκ ότι ο Zappa ήταν στην ίδια γραμμή. Ένας τρελός, μοντέρνος τύπος.
Το «νέο punk» ήταν ένα είδος μουσικής στο οποίο παίξαμε σημαντικό ρόλο, με μπάντες σαν τους Offspring, τους Bad Religion και γενικά τον ήχο της Epitaph Records. Προφανώς και το grunge. Εμείς ήμασταν αυτοί που έφεραν τη Sub Pop στην Ελλάδα το 1989, πολύ πριν γίνει ο χαμός με τους Nirvana. Το 1988 στο Βερολίνο γνωρίστηκα με τα παιδιά της εταιρίας, που τότε ακόμη πάλευαν για να σπρώξουν τους δίσκους τους. Το θυμάμαι σαν τώρα. Στο Berlin Independence Days, που είναι κάτι σαν συνέδριο όπου το πρωί γίνονται μπίζνες και το βράδυ συναυλίες, το περίπτερο της Sub Pop ήταν το μοναδικό που δεν είχε τίποτα, εντελώς λευκό, μόνο το ταμπελάκι με το όνομα της εταιρίας κι ένας τύπος καθόταν σε μια καρέκλα και κοιτούσε αμήχανος, παγωμένος. Σαν πρωταγωνιστής σε art ταινία. Όταν γνωριστήκαμε μου είπε ότι είχαν χαθεί οι βαλίτσες με τους δίσκους, δεν είχε τίποτα να δείξει. Πάλι καλά που ήταν και μερικοί μουσικοί μαζί του. Εκεί είδα για πρώτη φορά live τους Mudhoney. Εμείς φέρναμε δηλαδή δίσκους της Sub Pop από πολύ νωρίς και μάλιστα στην αρχή δεν μπορούσαμε να τους πουλήσουμε, γιατί τους θεωρούσαν heavy metal στα δισκάδικα. Μέσα σε ένα χρόνο, όμως, θα άλλαζαν τα πράγματα. Φέρναμε και άλλα labels που θα εξελίσσονταν σε «πρώτα ονόματα», όπως η Domino ή η City Slang, με μπάντες σαν τους Tortoise.
Θεωρούσα ότι αν και παίξαμε μεγάλο ρόλο σε ρεύματα όπως το punk ή το grunge ή το post rock, έπρεπε να βγούμε και έξω από τα «πλαίσια του rock», ας πούμε. Γι’ αυτό και ανοιχτήκαμε σε άλλα πράγματα, από ethnic και desert blues - αυτά τα κόλπα που έκανε ο Joe Boyd με τη Hannibal Records - και jazz. Eίχαμε μακροχρόνια σχέση με τη Knitting Factory, ένα label που έφερνε πολύ κοντά το avant garde με το downtown jazz της Νέας Υόρκης, είχε από John Zorn μέχρι πολύ πιο αμιγώς jazz πράγματα. Το ευχάριστο με τη Hitch Hyke ήταν πως όσοι δούλευαν εκεί, ακόμη και τα εντελώς πανκ παιδιά, πάντα είχαν την όρεξη να πειραματιστούν και να σπρώξουν και κάτι έξω από τα νερά τους.
Στις αγγλικές εταιρίες υπήρχε μια πιο corporate λογική. Οι Αμερικάνοι, από Sub Pop μέχρι Homestead που μετά έγινε Matador ήταν λίγο πιο χαλαροί, πιο χύμα, μες στην καλή χαρά, γενναιόδωροι, ωραίοι τύποι. Λογική η αντίθεση, στην Αγγλία είναι όλη τους η ζωή η μουσική βιομηχανία. Στην Αμερική ήταν πιο τοπικιστικά τα πράγματα, δύσκολα μια μπάντα θα έφτανε δυο-τρεις πολιτείες μακριά. Και στις μπάντες υπήρχε διαφορά. Οι Αμερικάνοι ήταν συνήθως παιδιά μεσαίας τάξης, λίγο πιο καλλιεργημένοι, που μπορεί να έπαιζαν μουσική από μικρά, ή οι γονείς τους άκουγαν rock, ξέρω γω. Οι Άγγλοι ήταν πιο πολύ working class και τα μεγάλα τους όνειρα ήταν δύο: ή να γίνουν rock stars ή ποδοσφαιριστές. Επίσης έκαναν μικρά live. Αν έπαιζες παραπάνω από μία ώρα στην Αγγλία σε θεωρούσαν «rockist». Θυμάμαι είχα δει τους Fire Engines το 1980 στο Λονδίνο με τον Δασκαλόπουλο και έπαιξαν 25 λεπτά. Έπαιζαν μανιασμένα βέβαια οι άνθρωποι…
Αυτό που άλλαξε εντελώς τα νούμερα, και κατά πολλούς μας «διέφθειρε», ήταν το Smash των The Offspring. H φάση ήταν απίστευτη, δε ξέραμε τι γινόταν! Πουλήσαμε 45.000 κομμάτια σε ενάμιση χρόνο. Μέσα σ’ εκείνο τον μικρό χώρο της Hitch Hyke δεν προλαβαίναμε να πακετάρουμε, τα είχαμε παίξει.
Ξέραμε ότι θα πουλήσει περισσότερο από άλλους δίσκους αλλά πραγματικά δεν περιμέναμε να ξεπεράσει τα 3-4 χιλιάδες αντίτυπα, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί είχαν προϋπάρξει οι Nirvana. Σε καμία περίπτωση δεν ήμασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό που συνέβη. Που να φανταστούμε ότι το Self Esteem θα γίνει τελικά power play στον Jeronimo Groovy;
Δυο μήνες πριν βγει ο δίσκος, το Come out and play έπαιζε ήδη στο MTV. Κάναμε, λοιπόν, τότε μίτινγκ με τους ανθρώπους της Epitaph στη Γερμανία. «Τι πληθυσμό έχει η Ελλάδα», μας ρώτησαν. Και «στα πόσα αντίτυπα γίνεται χρυσός ο δίσκος;». Μόλις τους είπα 25 χιλιάδες με κοίταξαν με σιγουριά και μου είπαν: «πάμε κατευθείαν για χρυσό». Κι εμείς σκεφτόμασταν «άντε καλά, οι τύποι το έχουν κάψει».
5. Sex & drugs & rock ‘n’ roll. Στο περίπου.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΦΕΡΝΕΙ Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ κάτι παλιά σκηνικά στα γραφεία της Hitch Hyke και δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω. Όχι κάτι δραματικό, απλά υπάρχουν ιστορίες προσωπικές κυρίως με ξένους μουσικούς - αυτοί ήταν που προκαλούσαν κάποια αναστάτωση. Πρώτος και καλύτερος ο Louis Tillett, που τον είχαμε φέρει πρώτη φορά γύρω στο 1989 για το promo του δίσκου Ego Tripping At The Gates Of Hell.
Φτάνει μόνος του, λοιπόν, ένα πρωί στην Αθήνα και διαπιστώνουμε το απόγευμα, οπότε και του είχαμε κλείσει μια συνέντευξη στο ξενοδοχείο, ότι ο Louis πίνει πολύ. Είναι χάλια ο άνθρωπος, δε μπορεί να περπατήσει. Παίρνουμε έντρομοι τον Αυστραλό manager του, από την εταιρία του, τη Citadel, και αρχίζουμε να του λέμε «τι γίνεται εδώ πέρα, τι θα κάνουμε;» κι εκείνος να γελάει. «Καλά, μην πανικοβάλλεστε, έτσι είναι ο Louis» έλεγε. Γρήγορα βέβαια θα καταλάβαινα ότι ο Louis είναι φοβερός καλλιτέχνης και απίστευτος ως άνθρωπος, Με iq που σπάει τα κοντέρ. Μάλιστα, όταν ήρθε ξανά στην Ελλάδα, στο κλείσιμο της ευρωπαϊκής promo περιοδείας του, για να ανοίξει τη συναυλία του Nick Cave στο Λυκαβηττό (1990), το πρώτο βράδυ μου είπε ότι δεν ένιωθε καλά στο ξενοδοχείο και με ρώτησε αν είχα πρόβλημα να έρθει και να κοιμηθεί σπίτι μου. Εμείς πολύ ευχαρίστως τον φέραμε σπίτι. Τελικά ο κακομοίρης απλώς παρέα ήθελε. Να πούμε καμιά ιστορία, να μας καληνυχτίσει πριν πέσει για ύπνο. Γίναμε καλοί φίλοι. Προσπαθούσα κι εγώ να τον χειριστώ με καλό τρόπο όποτε ερχόταν στην Ελλάδα, γιατί είχε πρόβλημα με το ποτό...
Γενικά αυτοί που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση από τα συγκροτήματα που φέρναμε εδώ, που είχαν τεράστια διαφορά ως παίχτες, ήταν οι Αυστραλοί, μπάντες σαν τους New Christs ή τους Celibate Rifles, που έπαιζαν αυτό το α λα Radio Birdman ροκ. Δεν έχω ξαναδεί άτομα να παίζουν έτσι ως μουσικοί.
Για πολλούς η Hitch Hyke είναι συνυφασμένη ξέρω γω με τους Mudhoney και τη Sub Pop. Ή με τον Steve Wynn που είναι σαν να υπήρχε από πάντα στην Ελλάδα. Ένα κλικ, πάντως, νωρίτερα ήταν μπάντες σαν τους Miracle Workers ή σαν τους Steppes, που ήταν και γαμώ τα γκρουπ. Aπό τα λιγοστά live που έχουν κάνει στη ζωή τους –γιατί οι μισοί είναι Βρετανοί και οι άλλοι μισοί Αμερικάνοι – ήταν στην Ελλάδα, το 1988. Μαζί τους είχαμε φέρει και τον Greg Shaw της Voxx Records, που ήταν μεγάλη μορφή του underground rock.
Οι μουσικοί είναι πάντα τα καλύτερα παιδιά. Δεν έχω συναντήσει κανένα μαλάκα, πέρα από μια δυο εξαιρέσεις που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Ο Nikki Sudden, ας πούμε, που έχει «φύγει», δεν μπορείς να φανταστείς τι άτομο ήταν. Τρομερός! Με κάποιους έχω ακόμη επαφή. Όπως με τον Phil Shoenfelt. Οι Αυστραλοί, επίσης, παραδοσιακά είναι πολύ ωραίοι τύποι. Και γενικά όλοι αυτοί οι «κλασικοί» της Hitch Hyke. Σαν τους Walkabouts και τον Steve Wynn. Όλος ο κόσμος ξέρει πόσο ενδιαφέροντες άνθρωποι είναι. Λογικό, θα μου πεις. Δε μπορεί να παίζουν τη μουσική που παίζουν και να είναι μαλάκες.
Ακόμη και σε ζόρικες φάσεις, όποτε εμπλέκονταν drugs δηλαδή στη μέση, είχε πλάκα. Μόνο με τους Green On Red είχα ψιλοτρομάξει, από την πρώτη φορά που είχαν έρθει, το 1987 στο Club 22, με τον Chris Cacavas. Ήταν αυτό που λέμε «επικίνδυνοι τύποι», δεν τους πήγαινες στη μαμά σου. Γύρω στο 90-91 που ήρθαν ξανά είχαμε τρεχάματα στην Πάτρα, συνέλαβαν τον Danny σε έξαλλη κατάσταση, με το σώβρακο στο δρόμο. Έτρεχαν οι Πατρινοί, κάτι πολύ καλά παιδιά που έκαναν συναυλίες στο club Cinema, κάτι σαν το Ρόδον της Πάτρας, να τους μαζέψουν από το τμήμα...
6. Η χρυσή εποχή και το μεγάλο «εναλλακτικό μπαμ».
ΕΙΧΕ ΠΛΑΚΑ ΡΕ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ. Κάναμε ό,τι γουστάραμε. Κάποια στιγμή είχα συλλάβει την ιδέα, να κάνουμε διάφορες βιντεοκασέτες με όλα τα κλιπ που μας έστελναν οι εταιρίες απ’ έξω και να τις στείλουμε σε όλους τους σταθμούς στην επαρχία. Οι άνθρωποι τα παίζανε, σου λέει «δισκογραφική εταιρία είναι, τιμή μας, τι καλά παιδιά». Κι επειδή δεν είχαν κανονική ροή προγράμματος, για να γεμίσουν ώρες, έπαιζαν τις δικές μας κασέτες. Ακόμη και σήμερα μπορεί να γνωρίσω ένα παιδί από επαρχία που θα μου πει ότι μεγάλωσε βλέποντας αυτά τα κλιπ. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ «σιγά, ποιος θα καταλάβει στην Καρδίτσα». Θεωρούσα απαράδεκτη μια τέτοια σκέψη. Εντελώς ρατσιστική.
Προφανώς η χρυσή εποχή συνέπεσε με την έκρηξη του grunge που κράτησε μια πενταετία. Ήταν μία πολύ περίεργη αίσθηση. Ξαφνικά νιώθαμε κάπως σαν να είχαμε έρθει εμείς στα πράγματα, ότι ήταν η σειρά μας να κάνουμε παιχνίδι, η δική μας γενιά είχε πια τη δύναμη. Φαντάσου ότι μέσα σε ένα χρόνο μας την έπεσαν στη Hitch Hyke δύο πολυεθνικές για να μας εξαγοράσουν, άνθρωποι που πριν ούτε γεια δε μας έλεγαν στο δρόμο. Εμείς, όμως, ήμασταν πολύ «αλλού» και η δύναμη που αποκτούσαμε μας έκανε να είμαστε πιο σκληροπυρηνικοί απέναντι σε όλους αυτούς. Βασικά, τους ψιλοφτύναμε. Ήμασταν σε φάση «κουφάλες θα σας φάμε ζωντανούς». Νιώθαμε ότι είναι παρελθόν, ότι ανήκουν στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αν κρίνουμε, κιόλας, από την κατάληξη της δισκογραφίας, δεν είχαμε και πολύ άδικο. Τότε έγινε το πρώτο βήμα αυτού που ολοκληρώθηκε στο δεύτερο μισό των 00s.
Φυσικά ήταν ωραία η αίσθηση ότι ήρθαμε εμείς στα πράγματα. Είχε όμως και αρνητική πλευρά. Γρήγορα εμφανίστηκαν φαινόμενα ομογενοποίησης, εκβιομηχάνισης, τυποποίησης. Ο Rock FM, για παράδειγμα, ακόμη και αν άλλαξε αφεντικά μέσα στα χρόνια, τότε ήταν ακόμη ένας σταθμός λίγο συνεργατικός και παρεΐστικος. Και ξαφνικά άρχισε να περνάει σε μια φάση δούναι και λαβείν με τις εταιρίες, να παίζει λίγο με playlist, και - το χειρότερο - με payroll. Eμείς δεν το κάναμε ποτέ. Δε πληρώσαμε κανέναν παραγωγό για να μας παίξει. Όχι ότι και εμείς όμως δε κάναμε μαλακίες και κακογουστιές…
Το πράγμα άρχισε να ξινίζει όταν άρχισε όλη αυτή η λαίλαπα του ελληνόφωνου ροκ, με κάτι Ψόφιους Κοριούς και κάτι Πράσσειν Άλογα. Καταλάβαινες πια ότι έχουν μπει ξανά στο παιχνίδι άνθρωποι που μυρίστηκαν το χρήμα. Μπορεί κι εμείς να είχαμε τα κουσούρια μας, αλλά τουλάχιστον τα κίνητρα μας ήταν πάντα αγνά. Αυτή ήταν η διαφορά μας με τους άλλους.
Όταν γύρω στο 2000, βγάλαμε και δίσκους άλλου προσανατολισμού, λίγο ethnic, λίγο jazz, λίγο dub, ήταν κάποιοι που έλεγαν «το γυρίσατε στα ελληνικά;». Τι να εξηγούσαμε; Ότι ξέρω γω ο Στάθης Καλυβιώτης έπαιζε παλιά στους Ανυπόφορους, από τα πρώτα punk συγκροτήματα στην Ελλάδα, και κοπανιόντουσαν σε κλαμπ της Πλάκας; Τι να πεις για την Κρίστη Στασινοπούλου, τον Άκη Μπογιατζή (Sigmatropic) ή τον Αντώνη Λιβιεράτο (Κεφάλαιο 24). Όλοι αυτοί ήταν από τον ανεξάρτητο χώρο της rock και της punk σκηνής. Που απλώς αποφάσισαν να ασχοληθούν ξέρω γω με τη jazz. Δηλαδή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζαμε.
Στα early 90s τύχαινε να πάμε στο αεροδρόμιο να παραλάβουμε κάποια δικιά μας μπάντα από το εξωτερικό και στη διαδρομή βάζαμε ραδιόφωνο. Καμιά φορά άκουγαν τα τραγούδια τους σε κάποια εκπομπή και πάθαιναν πλάκα. Δεν το πίστευαν ότι τους έπαιζαν σε μεγάλο σταθμό μιας πρωτεύουσας – στην Αμερική τους έπαιζαν μόνο τα κολεγιακά ραδιόφωνα. Στην αρχή ήμασταν όλοι χαρούμενοι, και όταν λέω όλοι εννοώ και στην Αμερική και στην Αγγλία και παντού, με αυτό το «εναλλακτικό μπαμ», που μπορούσε να δημιουργήσει ακόμη και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα ένα νεκρό σημείο στη μουσική βιομηχανία, μια τρύπα στην οποία ξαφνικά μπορούσε να χωθεί μια εταιρία σαν τη Hitch Hyke και ένα παιδί στις Σέρρες να βλέπει βίντεο κλιπ των Chokebore.
Γρήγορα όμως η άνοδος του alternative rock ρεπερτορίου κυρίως μέσω της προβολής από το MTV, οδήγησε σε μία τυποποίηση, σε ένα alternative εντελώς ψευδεπίγραφο. Η ελληνική εκδοχή όλης αυτής της κατάπτωσης μπορείς να πεις ότι ήταν το επονομαζόμενο «ελληνόφωνο ροκ». Όταν πια αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε δυσκολίες για να βάλουμε groups σαν τους Bokomolech ή τους Sigmatropic να παίξουν στο Rockwave, στις 5 το απόγευμα, μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι περνούσαμε και πάλι σε underground φάση.
Το πέρασμα από το βινύλιο στο cd το ζήσαμε στην εποχή αυτών που εγώ αποκαλώ «δεύτερη γενιά ελληνικών groups της Hitch Hyke» - μετά την πρώτη που ήταν οι Last Drive και οι Deus Ex Machina – και το πράγμα μιλάει από μόνο του. Ενώ ας πούμε τα δύο πρώτα των Make Believe είχαν τυπωθεί σε βινύλιο, βγάλαμε το Blue One μόνο σε cd. Όπως και το εξαιρετικό Exit (Trance) των Bokomolech. Μέχρι που πια στις αρχές των 00s καταλάβαμε ότι το βινύλιο είχε πια τελειώσει, δεν φανταζόμασταν αυτό που θα ακολουθούσε σήμερα. Α ναι, για την τιμή των όπλων βγάλαμε το 2002 και το Dogs Killa Cat των Invisible Surfers, που είναι καταπληκτικό, ένας από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους σε βινύλιο. Θεωρώ ότι είναι σαν κλασική μουσική, αλλά μίνιμαλ, αλήτικη, σαν garage pocket symphony.
7. Όλοι έκαναν λάθη. Κανείς δεν χάλασε τη «φάση».
ΜΙΑ ΨΙΛΟΜΑΛΑΚΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΑΜΕ, ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ 90s, ήταν το άνοιγμα στο metal. Είχε έρθει ο Γιώργος Φλωράκης στην εταιρία, γαμώ τα άτομα, ξέρει από μουσική γενικά και ειδικά από metal και μου πρότεινε να φέρουμε τέτοιους δίσκους, αλλά στα δικά μας τα νερά, πιο ψαγμένα, όχι μαλακίες. Εγώ δεν άκουγα ποτέ metal, και στο σχολείο ήμουν από τις περιπτώσεις των παιδιών που δε γούσταραν ούτε καν τους Led Zeppelin. Δεν είχα βέβαια πρόβλημα με τους μεταλάδες. Κι επειδή δεν ήθελα να είμαι σνομπ, σκέφτηκα «τόσοι άνθρωποι ασχολούνται με το metal, δεν είναι μαλάκες, οπότε γιατί να μην εξυπηρετήσουμε τη κατάσταση;» Κάναμε λοιπόν το άνοιγμα, όμως ήταν άλλος κόσμος. Τα πιο πολλά μαγαζιά του είδους μας απέκλειαν, γιατί θεωρούσαν ότι μπαίναμε στη δική τους περιοχή. Ξέρεις, σκηνικά που δεν υπήρχαν στην κάπως πιο «χαρούμενη» alternative σκηνή. Ήταν λίγο πιο καχύποπτοι. Οπότε πουλάγαμε το 1/3 από ότι θα πούλαγε κανονικά μια metal εταιρεία που θα έκανε την ίδια δουλειά. Τους χαντακώναμε τους δίσκους...
Δεν σου κρύβω ότι λίγο αψυχολόγητα κάποιες στιγμές υποκύψαμε και υιοθετήσαμε κάποιες πρακτικές μεγάλων εταιριών - ευτυχώς όχι κάτι τρομερά άσχημο. Όχι μόνο εμείς, και άλλοι από τη σκηνή. Τα παιδιά από τα fanzines για παράδειγμα, έκαναν τα λάθη τους, μπορεί να πήραν διαφημίσεις από πολυεθνικές για κακούς δίσκους. Σιγά τα ωά δηλαδή. Όλοι όμως μέσα στη σκηνή ήμασταν καλά παιδιά. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Κανείς δεν έκανε κάτι που να χάλασε τη «φάση».
Το merging με τις Τεχνικές Εκδόσεις του Καββαθά έγινε τέλη του 2001 και κράτησε ως τα τέλη του 2003, αν και είχαμε ξεκινήσει με πλάνο πενταετίας, οπότε κάναμε ανοίγματα στο roster – από εκεί που είχαμε 5-6 μπάντες, βρεθήκαμε με 25 - και τελικά μείναμε ξεκρέμαστοι. Η συμφωνία με τη Sony έγινε, αμέσως μετά, το 2004, αλλά κυρίως σε επίπεδο διανομής.
Κάποιοι μπορεί να βρίζουν, αλλά ό,τι και να λέμε, είναι γεγονός ότι και οι δύο κινήσεις έγιναν σε στιγμές που η Hitch Hyke ήταν σε δύσκολη οικονομική θέση. Άσχετα με το ότι τελικά βγήκαμε χαμένοι, δεν μπορώ να πω ότι θα ήταν προτιμότερο να μην είχαν γίνει. Ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί καλύτερα, ποιος ξέρει; Ήμουνα κι εγώ άσχετος από τέτοια πράγματα, δεν καταλάβαινα ότι επρόκειτο για χρήμα του χρηματιστηρίου. Χρήμα που δεν υπήρχε. Το οποίο μόλις άρχισε να στερεύει, άρχισαν να τα βλέπουν όλα αρνητικά σε εμάς, αν και μέσα σε ένα χρόνο τριπλασιάσαμε το τζίρο. Τι άλλο να κάναμε; Δεν κρατάω πάντως κακία στον Καββαθά, κι αυτός μετά την πάτησε όταν έμπλεξε με τον Λυμπέρη. Κάτι κουτοπόνηρους, κουστουμάτους, corporate μαλάκες που έπαιζαν το δικό τους παιχνιδάκι μέσα στην εταιρία του και στη Hitch Hyke δεν άντεχα. Ασχήμια. Μεγάλη ασχήμια.
Αν είχα άλλες οκτώ ζωές, θα μπορούσα να σου μιλάω για άλλο τόσο. Δεν μου αρέσει όμως να σκέφτομαι εκ των υστέρων όσα θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει διαφορετικά. Ναι, οκ, έγιναν κάποιες corporate απόπειρες που δεν είχαν νόημα, δεν έβγαλαν πουθενά. Και κάποιες σπατάλες από νωρίς ακόμη και στα flyers, που τα θέλαμε τετράχρωμα. Ήταν όμως υπέροχα αυτά τα flyers…
Η ζωή είναι σκληρή και στο τέλος νικάει πάντα η Γερμανία.
Κάπως έτσι πάει το πράγμα.
Οι συνεντεύξεις με τον Αιμίλιο Κατσούρη και τα συγκροτήματα πραγματοποιήθηκαν τους δύο τελευταίους μήνες του 2014 από τον Θεοδόση Μίχο και βιντεοσκοπήθηκαν από τον Δημήτρη Κουλελή.
Longform design και επιμέλεια περιεχομένου από τη Μάρη Ζωνουδάκη.
Longform development από τον Βασίλη Κυριμκυρίδη.
Εικαστική επιμέλεια: Κατερίνα Καραλή.