Η ζωή κυλά όμορφα στο Rohari Beach Bar

Σε δύο ώρες το πλοίο αναχωρεί για Αθήνα και εγώ αράζω σε μία αιώρα που κρέμεται από δύο λεπτούς κορμούς κέδρων, κάνοντας κούνια αργά και νωχελικά. Το δροσερό αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα, η μελωδία της bossanova και ο ήχος από τα τζιτζίκια με κρατάνε δέσμια σε αυτό το σκηνικό που δεν είμαι έτοιμη ακόμα να αποχωριστώ.

Η παραλία είναι γεμάτη από κόσμο που πάει και έρχεται.Τα παιδιά ετοιμάζονται σιγά σιγά για το πάρτυ που έχουν διοργανώσει σήμερα στο beach bar της παραλίας Ρόχαρη, στο χωριό Πάνορμο της Τήνου. Αποφασίζω και εγώ να σηκωθώ. Ζητάω από τον Μάνο, τον ιδιοκτήτη του μπαρ, να μου φτιάξει μια περιποιημένη μαργαρίτα Ρόχαρη με θυμάρι για να δροσιστώ. Ο Μάνος δεν είναι Τήνιος.  Μένει μόνιμα στου Ζωγράφου, στην Αθήνα, και τον Ιούνιο πήρε την απόφαση μαζί με τον παιδικό του φίλο Στέφανο, να ανοίξει beach bar στην παραλία του χωριού όπου παραθέριζαν από μικροί. Τον αγαπάει πολύ τον τόπο τούτο όπως μου είπε και πάντα έψαχνε την ευκαιρία να προσφέρει και αυτός με τη σειρά του στο νησί.

«Τα τελευταία δύο χρόνια, σκεφτόμασταν διάφορες ιδέες για να κάνουμε κάτι δικό μας. Ο φίλος μου, ο Άρης διατηρούσε χρόνια καντίνα στην Αμοργό. Όταν αποφάσισε να σταματήσει, μας ρώτησε εάν τη θέλουμε. Εμείς αμέσως σκεφτήκαμε  πως εάν ανοίγαμε ένα beach bar, θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως βασικό μέρος αυτού .» Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Ενθυμούμενος τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μου είπε πως όταν ήρθαν στο νησί, ζήτησαν ηλεκτροδότηση από το δήμο την οποία και δεν τους παραχώρησε. «Ευτυχώς, σε αυτό μας βοήθησαν οι γείτονες, αφού εκτός από το ρεύμα που μας δάνεισαν, μας βοήθησαν μαζί με συγγενείς και φίλους στην κατασκευή του μπαρ μέχρι τέλους.» Ενώ μου διηγείται όλα αυτά, παρατηρώ πως ενώ φτιάχνει το κοκτέιλ μου, κρυφοκοιτάζει ένα χαρτάκι.Τον ρωτάω τι είναι και χαμογελώντας μου απαντάει: «Είναι το σκονάκι μου. Εσύ νόμιζες ότι ξέρουμε τα πάντα; Πριν έρθω εδώ, ούτε ελληνικό δεν ήξερα να φτιάχνω. Έμαθα όμως από τους μετρ του είδους και πλέον το κάνω με μεγάλη μου ευχαρίστηση.»

Οι κινήσεις του είναι βιαστικές αλλά προσεκτικές. Φαίνεται να το διασκεδάζει. «Μη με κοιτάς τώρα που είμαι τόσο ήρεμος. Στην αρχή είχα άγχος για όλα. Προβληματιζόμουν εάν θα πετύχει το μπαρ. Εάν θα καταφέρουμε να εξυπηρετήσουμε τους πελάτες και να μείνουν ευχαριστημένοι. Φοβόμουν μήπως οι διαφωνίες με τον Στέφανο τα διαλύσουν όλα. Όμως όλα αυτά ξεπεράστηκαν, μεταδίδοντας και εισπράττοντας καλή διάθεση από τον κόσμο.»

Η παραλία Πάνορμος

Το κοκτέιλ μου είναι έτοιμο. Με ρωτάει εάν θα μείνω για το πάρτι που πήγε πολύ καλά την πρώτη φορά και πλέον καθιερώθηκε να γίνεται κάθε Κυριακή. Του λέω πως δεν προλαβαίνω όμως πριν τον χαιρετήσω, θέλω να μάθω πως αισθάνεται τώρα που είναι εδώ και εάν του λείπει κάτι από την Αθήνα. «Δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο, το συναίσθημα του να δουλεύεις και να προσφέρεις στο μέρος από το οποίο έχεις μόνο ευχάριστες αναμνήσεις. Είναι απερίγραπτη η χαρά του να βλέπεις δωμάτια και ταβερνάκια να γεμίζουν από κόσμο. Νιώθω πως έχω συμβάλλει έστω και λίγο σε όλο αυτό.» Στην Αθήνα λέει,όλα μοιάζουν μίζερα. Οι άνθρωποι είναι πάντα βιαστικοί και αγχωμένοι. Σπάνια χαμογελούν και κοιτάζουν στα μάτια τον διπλανό τους.

Δέσποινα Θεοδωροπούλου

Share
Published by
Δέσποινα Θεοδωροπούλου