Έχασα το μεσημεριανό δελφίνι για την Ύδρα και αποφάσισα να περιμένω το επόμενο. Είχα περίπου τέσσερις ώρες να σκοτώσω στον Πειραιά, και πήγα προς την Ακτή Κονδύλη να περιπλανηθώ στην Τρούμπα. Ήμουν ένα στενό από τη θάλασσα σε ένα δρόμο γεμάτο με κλειστά μπαρ και μαγαζιά γεμάτα σημαδούρες, σκάφανδρα και σκοινιά. Σε ένα σημείο του δρόμου, μια πλακέτα στον τοίχο θύμιζε τη δολοφονία του Περατικού απ’ τον Ξηρό το 1997. Και παραδίπλα στεκόταν ένα τσοντοσινεμά, το Ολύμπικ, μοναδικός επιζών από την εποχή των “Κόκκινων Φαναριών”, τότε που η περιοχή γέμιζε ναυτικούς απ’ όλο τον κόσμο που πλημμύριζαν το βράδια τους οίκους ανοχής και τα στριπτιζάδικα.
Εκείνο το μεσημέρι όμως το μόνο που έβλεπες ήταν σιωπή. Μέσα σ’ ένα καυτό μεσημεριανό ήλιο, ήλιο καραβίσιο, σκουριασμένο και θαλασσινό, έβλεπες μέσα σε λίγα μέτρα έναν νεκρό εφοπλιστή, τα σημάδια ενός παλιού λιμανιού και του υπόκοσμου του, μαγαζιά με ναυτικά είδη, παρατημένα παλιά ξενοδοχεία, άδεια γκαράζ και μετανάστες να περπατούν αθόρυβα, σα φαντάσματα, μέσα στις κραυγές των γλάρων και τις κόρνες απ’ τα βαπόρια.
Σε λίγες ώρες, απ΄ τα μπαλκόνια ενός αρχοντικού στην Ύδρα, είδα ένα ξύλινο ομοίωμα της τουρκικής ναυαρχίδας να πυρπολείται από μια βάρκα ενώ τα βεγγαλικά όργωναν τον αέρα πάνω από το τεράστιο φυσικό αμφιθέατρο της μαγικής θαλασσινής πολιτείας.
Από τα “παιδιά του Πειραιά” στους Υδραίους καραβοκύρηδες, απ’ τους λοστρόμους στους πλοιοκτήτες, απ’ το Φούντα στον Μιαούλη: μέσα σε οκτώ ώρες και 35 ναυτικά μίλια, όλη η ναυτική Ελλάδα.
(Φωτογραφίες: Δημήτρης Καραΐσκος)