Όταν οι γονείς μου, μαζί με την αδερφή μου, έφευγαν τα καλοκαίρια για διακοπές και με άφηναν πίσω με τη γιαγιά, αυτή με αποζημίωνε (και με καθησύχαζε) έχοντας την τηλεόραση σταθερά ανοιχτή στα σόου της Ραφαέλας Καρά (μη με ρωτήσεις πως, έτσι το θυμάμαι). Χρόνια αργότερα, όταν το πικαπ θα έμπαινε περιχαρές σε περίοπτη θέση στο σαλόνι, πάνω στο καλύτερο σεμεδάκι της μητέρας, θα συνοδευόταν και από το πρώτο βινύλιο που θα προσγειωνόταν στο σπίτι, αυτό των Ricchi e Poveri, με την επιτυχία της εποχής Sarà perché ti amo που τότε έλιωνε πίστες και έκαιγε παχάκια δια ατελείωτου ατίθασου χορού.
Και μετά διέκοψα κάθε σχέση με οτιδήποτε ιταλικό (εξαιρώ τα γνωστά σπαγγέτι, πίτσες, etc). Κάποια στιγμή άρχισαν και τα ταξίδια, δεξιά αριστερά, πάνω κάτω και πλαγίως. Με έναν αδιανόητο ελιγμό, πάντα απέφευγα το συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη. Εντάξει, πάντα έμπαινε στο πλάνο η Ιταλία, ειδικά πια όταν όλοι τριγύρω σου είχαν κάνει το Αθήνα-Μιλάνο, Ομόνοια-Κολιάτσου και πάλι όμως οι αντιστάσεις μου καλώς κρατούσαν. Υπάρχουν πολλά σημεία σε αυτή τη χώρα που θα ήθελα να πάω. Νάπολη, Σικελία, Φλωρεντία, Τοσκάνη, όχι Μιλάνο, όχι Βενετία, ποτέ όμως δεν γίνονταν προτεραιότητα στους ταξιδιωτικούς ψυχαναγκασμούς μου. Δεν βοηθούσε βεβαίως και καμία αφορμή γι’ αυτό. Μια συναυλία που θα μου προκαλούσε για παράδειγμα το ενδιαφέρον (με τρώγαν τα Λονδίνα, τα Παρίσια και τα Άμστερνταμ). Ούτε όμως και κάποια επαγγελματική «υποχρέωση». Ενώ μπορούσε με άνεση να με πετάξει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κατά παράξενο τρόπο σνόμπαρε με επιδεικτικό τουπέ την «γείτονα» χώρα, ως κάτι σεμνό και σχεδόν ποταπό.
Προς τι όμως η τόση φλυαρία και η επίδειξη ταξιδιωτικής ελευθεριότητας από εκείνα τα «λαμπερά» χρόνια που η χώρα ζούσε με το χρυσό της έναντι; Μα για να τονίσω πως τόσα χρονιά μετά, το να ανακαλύπτεις την Ιταλία και όλη αυτή την μοναδική αίσθηση του «ζωντανού» μουσείου είναι κάτι τόσο απολαυστικό και ανανεωτικό όσο δεν το περιμένεις. Πριν δύο χρόνια ήταν η Ρώμη. Φέτος η Μπολόνια. Και όχι μια άλλη. Γιατί; Τυχαίο. Αυτό συμβαίνει όταν μια μέρα που το καλοκαίρι τελειώνει αποφασίζεις να παίξεις με την ταξιδιωτική σου παρέα το γνωστό παιχνίδι «βρίσκω το πιο φθηνό εισιτήριο για πέντε μήνες μπροστά». Το ίντερνετ επιλέγει και εμείς υπακούμε. Κι έδειξε την πόλη του ιταλικού Βορά, που πάντα πίστευα ο σχεδόν αγεωγράφητος πως ήταν στο κέντρο.
Και έτσι, μια ωραία Παρασκευή, σχεδόν μεσημεράκι, προσγειωθήκαμε στο Guglielmo Marconi, είπαμε τα buongiorno και buonasera μας, ανοίξαμε τα πνευμόνια μας για να εισέλθει ο ιταλικός αέρας, πήραμε το ευγενικό tassi με τον ευγενικό tassista και οδηγηθήκαμε στο κέντρο της πόλης, στη Via del Borgo di San Pietro, εκεί όπου ένα κινηματογραφικό σκηνικό με δεκάδες φωτογραφίες της Φρίντα Κάλο και έπιπλα έτοιμα να σου αποτελειώσουν τον αμφιβληστροειδή, όλα σε μορφή έχω πληρώσει και περισσότερα σε airbnb (160e / 4 άτομα/ βράδυ) μας περίμενε για να μας ξεκουράσει.
«Σε δέκα λεπτά φύγαμε. Αδειάζουμε τις βαλίτσες μετά. Να προλάβουμε τον ήλιο». Σωστά; Σωστά!
Δίνω απευθείας μερικά τιπς. Αφιέρωσε λίγο χρόνο για να καταλάβεις που είσαι, μην εμπιστεύεσαι το GPS γιατί σε αυτές τις παλιές πόλεις παίρνει ανόητες πρωτοβουλίες – και δεν πειράζει, ρώτα και κάναν άνθρωπο στον δρόμο. Μπορεί να μην ξέρουν όλοι αγγλικά, ξέρουν όμως να χαμογελούν, να σε κοιτάνε με κατανόηση και να κουνάνε τα χέρια τους προς τη σωστή κατεύθυνση. Έχε στο νου σου πως αν έχεις έρθει με τις «σημειώσεις» σου, μπορεί και να μην ισχύουν. Γιατί απλά μπορεί να τις έχει φάει η κρίση ή η ώρα κοινής ησυχίας. Τα μεσημέρια τα εμπορικά κλείνουν και μοιάζουν όλα σαν να λαγοκοιμούνται, όσο για το βράδυ, αν βρεις αυτό που ψάχνεις, κάνε ένα τσεκ από πριν, τα περισσότερα σταματούν την κουζίνα νωρίς και όταν λέμε νωρίς μπορεί και από τις 10:00. Εμείς που δεν είχαμε κλείσει από Αθήνα φάγαμε πόρτες πολλές και, όχι, τελικά, τα φαγητά και τα πιάτα που μας είχαν υποσχεθεί – τα περισσότερα από τα must see και eat εστιατόρια- ήταν κλεισμένα ως τη Δευτέρα. Τη μέρα που θα ήμασταν δηλαδή πίσω στην Αθήνα.
Ένα άχτι είχαμε, να βρούμε τραπέζι στο Sette Tavoli με τα εφτά τραπέζια αλλά που… Κάνω παύση να καταπιώ την ανάμνηση της αποτυχίας και συνεχίζω.
Οι γεύσεις στην Μπολόνια αλλά και σε όλη την Ιταλία να υποθέσω είναι το μεγάλο όπλο της. Το μεγάλο ατού της. Δεν θα προσυπογράψω. Σταθήκαμε άτυχοι να πω; Κάναμε λάθος επιλογές να πω; Όλα είναι ένας μύθος να πω; Μάλλον λίγο από όλα. Αν έχεις επιλογή επέλεξε το τριήμερο μεσοβδόμαδα. Η κατάρα του τουρίστα πέφτει βαριά τα Σαββατοκύριακα. Και μεταμορφώνουν τις κρατήσεις των εστιατορίων σε αγχωμένο κυνήγι θησαυρού. Αυτό που θα πω όμως και θα το υπογράψω, είναι πως τα προϊόντα που θα βρεις στα «μπακάλικα» της (να τα λες salumerie), είτε τα φάτσα κάρτα στις διάσημες γειτονιές, είτε τα χαμένα- χωμένα στα δρομάκια, δε παίζονται. Πάρε μεγάλη βαλίτσα, θα την χρειαστείς στην επιστροφή για να φυγαδεύσεις ανάμεσα στα ρούχα σου φίνα πασατέλι, πολύχρωμες χειροποίητες ταλιατέλες, πικάντικα τυριά, σπάνια κρέατα, τη συγκλονιστική μορταδέλα της. ‘Η ακόμη, ακόμη, ένα πακέτο από το υπέροχο τορτελίνι τους που σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση είναι δημιουργία ενός ντόπιου μάγειρα που είδε ξάφνου μπροστά του την Αφροδίτη και σαλεμένος από την ομορφιά της θέλησε να την αναπαραστήσει σε ζυμαρικό. Παράδοση είναι και ότι θέλει λέει.
Το πρώτο βράδυ που φάγαμε συμπαθητικά στο Drogheria della rosa, το μοναδικό μαγαζί που δέχτηκε να μας στριμώξει σε μια γωνία μετά από παρακάλια, από το διπλανό τραπέζι (διπλανό: το σχεδόν πάνω σου δηλαδή), ντόπιοι δικηγόροι με μπόλικα καλοκαίρια στα ελληνικά νησιά, μας ξεκαθάρισαν πως καλά τα φίνα πιάτα στα φίνα εστιατόρια, το φαν και η ομορφιά όμως βρίσκονται αλλού. Ό,τι κι αν κάναμε δεν έπρεπε να χάσουμε τη χύμα εμπειρία του Osteria Del Sol.
Μια παλιά osteria καφενείο στην καρδιά της «κατάστασης» με την εξής ιδιαιτερότητα. Την επισκέπτεσαι με τα «ταπεράκια» σου γεμάτα φρέσκα πιαντίνε, τυριά και μορταδέλα κομμένη σε λεπτές φέτες αρωματισμένες με μοσχοκάρυδο και φυστίκι, από τα γύρω γύρω salumerie του δρόμου και κάθεσαι όπου βρεις θέση για να τα φας. Το κρασί σου θα το αγοράσεις από εκεί, το ξεκαθαρίζει το μαγαζί εξάλλου με τη επιγραφή Vino πάνω στην πόρτα, η μόνο ένδειξη που σου υποδεικνύει πως βρίσκεσαι στο σωστό σημείο. Σαν ένα πικνίκ σε κλειστό χώρο. Μαζί με τη μισή πόλη. Μεθυσμένη, ζαλισμένη, ανάκατη και πολυλογού. Όπως ταιριάζει στο ιταλικό ταπεραμέντο της. Εδώ θα βρεις τους Bologna Bene -τον ανώτερο κοινωνικό πυρήνα της πόλης να πίνει δίπλα (και μαζί) με αριστερούς φοιτητές και εργάτες από το κέντρο της πόλης. Περιέργως πάντως, παρόλο που βρίσκεται στο κέντρο της εμπορικής «γραμμής», αυτή η osteria είναι ένα μέρος που οι ντόπιοι υπερισχύουν των τουριστών. Θα μπορούσαμε να μείνουμε για πάντα.
Η πόλη περπατιέται. Πολύ. Μα πάρα πολύ. Θα στριφογυρίζεις όλη τη μέρα στα σοκάκια της σαν χαρούμενη σβούρα, θα μπαινοβγαίνεις στα μουσεία της, θα πίνεις καφέ, τον ιταλικό, τον ωραίο τον κανονικό, κάθε μία ώρα -γιατί όχι;- στα φιλικά χωρίς πολλά φτιασίδια καφέ της, θα χαζεύεις τις βιτρίνες -απλησίαστες-, αν είσαι τυχερός θα πετυχαίνεις και φανατικούς της Παρτιζάν να αναστατώνουν την πλατεία με την επαναστατική τους διάθεση κι ας μην ξέρουν πως ώρες μετά το δράμα της ήττας θα κλείσει τις φωνές τους και θα μειώσει την ζωηράδα τους.
Η πόλη έχει το νέο της περιβάλλον με τις εταιρίες, τη νέα αρχιτεκτονική και τα πολυκαταστήματα, έχει όμως και το άλλο, το παλιό, το ιστορικό. Κυρίως. Το δείχνει και το φωνάζει. Και αυτό πονάει. Εμάς, που ερχόμαστε από την πιο αχαΐρευτη χώρα του κόσμου που μισεί τον παρελθόν της και το εξαφανίζει σε κάθε ευκαιρία, γιατί είναι ζηλευτό να περπατάς σε μια πόλη που στο μεγαλύτερο κομμάτι της μοιάζει να έχει βγει μέσα από ένα χρονοντούλαπο. Ακούνητη, ασάλευτη, μαγική. Τη λένε Λόγια, τη λένε Κόκκινη, τη λένε και Χοντρή. Το πρώτο, για το πιο παλιό σε λειτουργία πανεπιστήμιο του δυτικού κόσμου, αφού χτίστηκε με μέγιστες τιμές το 1088. Το δεύτερο επειδή είναι αριστερή στις πολιτικές θέσεις και το υποστηρίζει με τον πιο δυνατό τρόπο. Το τρίτο επειδή είναι κοιλιόδουλη, λιχούδα και καλομαθημένη, και δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό.
Θα μπορούσα να σου προτείνω μερικά πράγματα. Γιατί τα κάναμε και μας βγήκαν, οπότε πολύ πιθανό να συμβεί το ίδιο και σε σένα. Ανέβα στο Torre dell’ Orologio του φημισμένου για τις απίθανες τοιχογραφίες του αλλά και τα δωμάτια του που μοιάζουν με μικρά μουσεία, Palazzo d’Accurcio, στην Piazza Maggiore και διάλεξε την ώρα που ο ήλιος αποσύρεται για να αφήσεις ελεύθερο το βλέμμα σου στην πόλη. Μας έκατσε τυχαία και ήταν η καλύτερη ώρα για να την ανακαλύψεις μέσα από μια παλέτα με τις πιο ωραίες αποχρώσεις του κόκκινου.
Το χρώμα αυτό επικρατεί ούτως ή άλλως σε όλη την πόλη. Οι έντονες χρωματικές διαθέσεις των σκεπών, μια σταθερή φωτιά πάνω από το κεφάλι σου, προσθέτει τόνους στην εικόνα. Μπες στην Basilica di San Petronio, στην ίδια πλατεία – είναι ο πολιούχος της Μπολόνιας, αν σε ρωτήσουν σε κάποιο τηλεπαιχνίδι. Δες το μέγεθος, περπάτα περιμετρικά δίπλα στις εσωτερικές θεματικές «εσοχές», κάθησε για λίγο στα στασίδια, σκέψου τους ανθρώπους που αγαπάς.
Και μετά άσε τα βήματα να σε οδηγήσουν στην Via cartοleria 20/b ίσα, ίσα για να βρεις το Vineria La Confraternita του όλο χαμόγελα Αντονίνο -όπως και όλα τα παιδιά δηλαδή εκεί μέσα. Wine bar που σερβίρει απίθανα τοπικά κρασιά και γρήγορα πιάτα για να ξεγελάσεις την πείνα σου και έχει για ντεκοράκι στους τοίχους ράφια γεμάτα με βιβλία με πολλές λέξεις και όμορφες εικόνες. Αν είσαι ντόπιος μπορείς να τα δανειστείς και να τα πάρεις σπίτι σου ή να φέρεις δώρο τα δικά σου που βαρέθηκες. Το έχει οχτώ χρόνια, είναι φοιτητικό στέκι, είναι φρέντλι με όλα τα τετράποδα και αν με βάλεις να διαλέξω θα σου πω πως αυτό είναι το πιο αγαπημένο μου μαγαζί σε όλη τη Μπολόνια. Θες επειδή το ανακαλύψαμε τυχαία, θες που μας πιάσανε την πάρλα και νοιώσαμε πελατάκια από παλιά, θες που ανακαλύψαμε κάτι vintage βιβλία μαγειρικής να γλείφεις τα δακτυλάκια, θες το ένα θες το άλλο, μείναμε για ώρες.
Κάποια τετράγωνα πιο κάτω, και αφού ξαναπροσπεράσεις την Piazza Maggiore, θα βρεις τον πύργο των Asinelli στην προέκταση ενός κεντρικού εμπορικού δρόμου που θυμίζει Ερμού – μια ακαταστασία εργασιών του Δήμου ακριβώς μπροστά του πάντως, αυτή την περίοδο, προκαλεί μια κάποια προτροπή για να το αποφύγεις. Για την ιστορία πάντως, ακριβώς δίπλα του, ο μικρότερος στραβός πύργος που διακρίνεται, ανήκει σε μια άλλη οικογένεια, αυτή των Garisenda – ο μύθος της πόλης θέλει τις δύο φατρίες να μάχονται μέσω οικοδομικής υπεροχής για την κυριαρχία της πόλης. Η οικογένεια Asinelli ήταν ξεκάθαρα η νικήτρια.
Tο Museo della Storia di Bologna είναι επίσης ένα σημείο που μπορείς να περάσεις την ώρα σου και να διασκεδάσεις. Διαδραστικό, με φουτουριστική αρχιτεκτονική, ιδρύθηκε το 2012 και συστεγάζεται στο επιβλητικό Palazzo Pepoli και θα σε εντυπωσιάσει πραγματικά, ειδικά αν ξεπεράσεις το γεγονός πως δεν υπάρχει ουδεμία εξήγηση στα αγγλικά στις αναρτήσεις που συνοδεύουν τα εκθέματα. Σε ένα από τα 35 του δωμάτια που μοιάζει με ψηφιακό υδραγωγείο ή αν θες το καλύτερο αχρησιμοποίητο dark room βερολινέζικου μπαρ, όπως ήταν αναμενόμενο ξεχαστήκαμε για ώρα.
Αν ο δρόμος σε βγάλει στη Fontana del Nettuno (να σε βγάλει), χάζεψε λίγο το γυμνό άγαλμα του Ποσειδώνα. Και μετά ψάξε να βρεις τη μόνη μαύρη πλάκα (pietra nera) ανάμεσα στις λευκές του πλακόστρωτου. Εκεί βρίσκεται ένα από τα μυστικά της πόλης – από αυτό το σημείο και μόνο μπορείς να παρατηρήσεις τη στύση του αγάλματος. Ουπς!
Και φυσικά οφείλεις να επισκεφτείς το δασικό λόφο Guardia. Με την φημισμένη διαδρομή, αίθριο, στοά, με τις 666 καμάρες μήκους 3,7 χιλιομέτρων να τη συνδέει με τη πόλη. Ξεκίνησε να χτίζεται το 1674 και κατά την διάρκεια της Αναλήψεως μια πομπή περπατάει κατά μήκος της. Προτείνω να ανέβεις με το λεωφορείο ή ταξί και να την κατέβεις στην επιστροφή. Αν το κάνεις- όπως και εμείς- θα ανακαλύψεις πως πολλοί έχουν την κακή συνήθεια να την ανεβαίνουν τρέχοντας. Μιλάμε για 45 λεπτά έντονης ανάβασης (στην κατάβαση στοιχηματίζω θα τους βγαίνει γρηγορότερα). Δεν τους κατανοώ (έχω και γω τα θέματά μου). Ο ρωμαιοκαθολικός ναός που αγναντεύει στην κορυφή τον ορίζοντα και την πόλη, χτίστηκε κατά τον 18αι. πάνω σε ένα άλλο του 15αι. και είναι αφιερωμένος στην Παναγία του Αγίου Λουκά. Μια Βυζαντινή εικόνα της με το Βρέφος στα χέρια της, δεσπόζει εντυπωσιακά στο βασικό σημείο του ναού.
Ένας πριστ, καμία σχέση με τον σεξι πριστ του Fleabag, μας είπε πως την έφεραν από την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Δεν έχω καταφέρει να το επιβεβαιώσω. Αν πετύχεις τον ήλιο ως σταθερό συνοδό, κάνε στον εαυτό σου δώρο ένα μεγάλο break και άπλωσε ποδαράκι στο θορυβώδες προαύλιο του ναού. Εκτός από την ζωντάνια των Ιταλών προσκυνητών (ή ερασιτεχνών αθλητών), με αυτό το γαργαλιστικό σταθερό βουητό, θα έχεις να ασχοληθείς και με τις ωραίες πρασινάδες στο βάθος. Ελιές; Αμπέλια; Πουρνάρια; Σκέτη χλόη; Όλα μαζί; Θα σε γελάσω. Ότι κι αν είναι περικυκλώνουν τον λόφο με εικαστική τρυφερότητα, ανοίγουν την καρδιά και ξεκουράζουν το μάτι. Δεν θες κάτι άλλο, πίστεψέ με.
Τελικά τι παίζει με αυτή την πόλη; Θα κάνεις απολογισμό;
Νομίζω είμαι ακόμη εκεί. Πίνουμε κόκκινο κρασί, τρώμε με τα χέρια απίθανα αλλαντικά και κίτρινα ημίσκληρα τυριά, φιλοσοφούμε ασκόπως, ψυχοθεραπευόμαστε εντέχνως, χανόμαστε στα σοκάκια μέχρι να βγάλουμε φουσκάλες, κοιτάμε τον ουρανό, σκαλίζουμε την ιστορία στους τοίχους, μαθαίνουμε την ιστορία από τους τοίχους, βρίσκουμε τα μαγαζιά που θέλουμε τις ώρες που είναι κλειστά και σχολιάζουμε με πολλά θαυμαστικά τα ρούχα των ανθρώπων που μας προσπερνούν. Γελάμε. Λίγο πιο ελεύθερα από ότι συνήθως. Σαν να μη μας συμβαίνει ότι μας συμβαίνει κάθε μέρα. Ξεχνάμε. Και ξαναγελάμε. Βουτάμε με χρωματιστές κουλούρες στη στιγμή, πιάνουμε κουβέντα με ανθρώπους σε άλλες γλώσσες, κάνουμε πως γνωρίζουμε Ιταλικά- οκ το Κοτσετάκι ξέρει. Για τρεις μέρες ευχαριστιόμαστε περισσότερο.
Θα ξανάρθεις; Ναι, θα το ήθελα πολύ. Πες μου κάτι; Α φαρ λαμόρε κονμιτσετού. Που θα πει; Άστο, που να σου εξηγώ, κάτι δικά μας!