Ελλάδα – αρχές δεκαετίας 1950. Τα νεόδμητα ξενοδοχεία XENIA είναι ένα φιλόδοξο σχέδιο του αποδιοργανωμένου από τους πολέμους ελληνικού κράτους με σκοπό τη δημιουργία νέων υποδομών στον τουρισμό. Η μεγάλη επιτυχία του σχεδίου μέσα στις επόμενες δεκαετίες συνδέεται στενά και με τη χαρακτηριστική κι αισθητικά περίφημη μεταπολεμική, μοντέρνα αρχιτεκτονική τους.
Ωστόσο, η οπτική τους ταυτότητα δεν υπήρξε συνεκτικά προσχεδιασμένη. Κάθε ξενοδοχείο χρησιμοποίησε έναν δικό του οπτικό κώδικα και γραφιστική αισθητική όπως διαφορετικές γραμματοσειρές ή λογότυπα. Τη δεκαετία του ‘90 η επί χρόνια κακή διαχείριση οδηγεί τα XENIA στην παύση της λειτουργίας τους κι εκείνα περνούν στη φθορά.
Λονδίνο – 2019. Ο Νίκος Γεωργόπουλος είναι γραφίστας και art director με έδρα το Λονδίνο. Έχει αφοσιωθεί στον σχεδιασμό ευρηματικών οπτικών ταυτοτήτων για brands στον χώρο του πολιτισμού και της αρχιτεκτονικής. Aνάμεσα στους πελάτες του βρίσκονται οι Frieze Art Fair, Architecture Foundation, Fashion Space Gallery και ο Leon of Athens. Είναι υπεύθυνος για την καλλιτεχνική επιμέλεια και τον γραφιστικό σχεδιασμό του πολυβραβευμένου αρχιτεκτονικού γραφείου Pollard Thomas Edwards, ενώ από το 2018 διδάσκει γραφιστική στο London College of Communication.
Η Polly Brown είναι βρετανή φωτογράφος. Η δουλειά της χαρακτηρίζεται από τη χρήση πολλαπλών μέσων συνδυάζοντας τις γραφιστικές εκτυπώσεις, με το φωτογραφικό φιλμ και τις εκδόσεις βιβλίων. Χαρακτηριστική είναι επίσης η μίξη αντικειμένων με την performance και το ύφος ντοκιμαντέρ, που δημιουργούν συνειρμικές φωτογραφικές διερευνήσεις. Συνεργάζεται με έντυπα, όπως τα AnOther και Wire, ενώ ανάμεσα στους πελάτες της βρίσκονται οι Frieze Art Fair, Jil Sander, Gucci, Miu Miu, ICA, Givenchy και The National Portrait Gallery του Λονδίνου.
Πώς σχετίζονται όμως οι δύο τους με το κάποτε φιλόδοξο ξενοδοχειακό πλάνο; Τι θα άλλαζε στο μέλλον αν βελτιώναμε το branding του παρελθόντος; Θα μπορούσε ένα πλαστό rebranding να αλλάξει το μέλλον; Πώς θα ήταν το παρόν αν ζούσαμε σε μία καλύτερα σχεδιασμένη παράλληλη πραγματικότητα;
Ο art director ταξιδεύει πίσω στον χρόνο για να σχεδιάσει και επιμεληθεί ένα ολιστικό branding των ξενοδοχείων XENIA, στο πλαίσιο του “Time travel branding”. «Η ιδέα για τον σχεδιασμό της φαντασιακής ταυτότητας των XENIA μου καρφώθηκε στο μυαλό πριν από έναν χρόνο στο Λονδίνο. Ένιωθα έναν κορεσμό βλέποντας γύρω μου συνέχεια ανώδυνες γραφιστικές δουλειές που αντέγραφαν η μία την άλλη. Τυχαία, έπεσα πάνω σε μία συνέντευξη του αρχιτέκτονα Adam Carouso, στην οποία έλεγε ότι “εμείς οι αρχιτέκτονες ουσιαστικά ξοδεύουμε άπειρο χρόνο και ενέργεια για να πείσουμε διάφορους ανθρώπους να κάνουν πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν θέλουν να κάνουν”. Με αφορμή αυτά τα λόγια, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να “πειράξω” τη συνθήκη μέσα στην οποία εξασκώ το επάγγελμά μου, ότι μπορούσα να δουλέψω για έναν φανταστικό πελάτη. Και από τη στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ με κάτι το “πλαστό”, σκέφτηκα να καταστρατηγήσω ακόμα και τον ίδιο τον χρόνο, να ταξιδέψω στο παρελθόν για να αναλάβω τον σχεδιασμό του branding των νεόδμητων, τότε, ξενοδοχείων», εξηγεί ο ίδιος.
Πρόκειται για το πρώτο κεφάλαιο μιας τριλογίας καλλιτεχνικών διερευνήσεων οπτικών ταυτοτήτων του παρελθόντος. Μελετώντας την οπτική και γραφιστική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τα XENIA το διάστημα 1951-1974, από τη σήμανση των κτιρίων μέχρι τα διαφημιστικά φυλλάδια, ο Νίκος Γεωργόπουλος συνεργάστηκε με τη φωτογράφο Polly Brown για μια φαντασιακή λογοτύπηση που εφαρμόζεται σε χρηστικά αντικείμενα. Ως art director δεν ενδιαφέρεται τόσο να δημιουργήσει κάτι που απλά είναι ορθολογικό και λειτουργεί, όσο το να κατασκευάσει μία ατμόσφαιρα. «Μέσω αυτής της ατμόσφαιρας, ο θεατής μπορεί να νιώσει ένα συναίσθημα, κάτι που αυτομάτως καθιστά την επικοινωνία de facto ουσιαστική».
Μπλέκοντας τον τουρισμό με τη γραφιστική και τη μυθοπλασία, το αποτέλεσμα μεταφέρει τον θεατή σε ένα φανταστικό παρελθόν, κατά το οποίο τα XENIA ευδοκίμησαν. Για να σχεδιάσει την ταυτότητα των XENIA, ο Νίκος Γεωργόπουλος έφτιαξε ένα σενάριο στο μυαλό του κατά το οποίο είναι ένας designer στα 60s. Ζει την ίδια περίοδο με τον αρχιτέκτονα Άρη Κωσταντινίδη. «Ένιωθα μία τεράστια ευθύνη για το κάθε στοιχείο που χρησιμοποιούσα. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει ένα τέτοιο sci-fi εγχείρημα, ήταν η ακρίβεια αλλά και η απόλυτη και συνειδητή ελεύθερη μετάφραση του πλαισίου. Η κάθε λεπτομέρεια, από το ποια γραμματοσειρά θα χρησιμοποιήσω στις φανταστικές κάρτες μέχρι η αναδίπλωση στις μπροσούρες, έπρεπε να ήταν κάτι που συνέβαινε ή θα μπορούσε να συμβεί στα ‘60s – σε επίπεδο παραγωγής αλλά και αισθητικής- ενώ παράλληλα να είναι οπτικά δυνατή και στο παρόν. Αυτό σημαίνει, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έπρεπε να σχεδιάσω πράγματα που σήμερα θεωρούνται λάθος».
Στόχος του ήταν να δημιουργήσει αντικείμενα για τα XENIA που δεν υπήρξαν ποτέ και να τα τοποθετήσει αυτά σε ένα περιβάλλον που μοιάζει με το παρελθόν για να φωτογραφηθούν. Αν αντιμετώπισε λοιπόν κάποια δυσκολία, αυτή είχε να κάνει με την προσοχή στη λεπτομέρεια. «Έπαιρνα με μανία τηλέφωνο στο ΤΑΙΠΕΔ για να μάθω από τα αρχεία τους ποιo ήταν το τηλέφωνο και ο ταχυδρομικό κώδικας του XENIA στις Σπέτσες το 1964 για να το βάλω στις κάρτες. Τελικά το βρήκα από μία καταχώρηση εποχής του περιοδικού “Αρχιτεκτονική” που μου δάνεισε η αρχιτέκτονας Μυριάνθη Μούσσα».
Ουσιαστικά, ο Νίκος Γεωργόπουλος δούλεψε με τους ανθρώπους που δουλεύει καθημερινά, αλλά τους ζήτησε να κάνουν κάτι εντελώς διαφορετικό. Μαζί με την Polly Brown έκαναν την φωτογράφιση στο ανακαινισμένο πρώην XENIA στον Πόρο. «Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα και την ίδια στιγμή περίεργη εμπειρία. Το ξενοδοχείο καθ’ αυτό είχε μία “στοιχειωμένη” ατμόσφαιρα που έμοιαζε φουτουριστική. Περάσαμε τρεις μέρες που βρισκόμασταν μέσα σε αυτή την κατάσταση ενώ την ίδια στιγμή, δημιουργούσαμε ένα project με το ένα πόδι σε ένα φανταστικό παρελθόν και το άλλο σε ένα φαντασιακό παρόν», περιγράφει η φωτογράφος.
Μολονότι χρησιμοποιούν ως μέσα τη γραφιστικής και τη φωτογραφία, δεν χαρακτηρίζουν το the XENIA project ως γραφιστικό πόνημα. Η στόχευσή του είναι διαφορετική. «Συνδυάζει τη γραφιστική με την ιστορία, την αφήγηση και τα εικαστικά. Αλλά πάνω απ΄ όλα, αφορά μία προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τον χρόνο που περνά και επανέρχεται».