Όταν ήμουν μικρή το αγαπημένο μου μέρος σε όλο τον κόσμο ήταν τα παράπονα. Ένα λάξεμα του βράχου μερικούς κολπίσκους μακριά από την παραλία των διακοπών μου, που προστατευόταν από τον αέρα, είχε νερό χρώμα τιρκουάζ, χωρίς παραλία για να αράξεις, μόνο μια κούρμπα του βράχου που σα να ‘χες κόψει με το μαχαίρι, στη μέση της οποίας κάποιος είχε χαράξει πολλά χρόνια νωρίτερα, δίπλα στην ημερομηνία, μια μόνο ανορθόγραφη φράση: «Τα παράπονά μου ίνε 3». Εξού και η αυτοσχέδια ονομασία. Με μια σιωπηρή συμφωνία όλοι ονομάσαμε αυτή την τιρκουάζ τρύπα του χάρτη «τα παράπονα».

Όταν ήμασταν μικρά, αφού αποκάμαμε από τις βουτιές και γυρίζαμε στην παραλία του κάμπινγκ όπου περνούσαμε από μωρά τις διακοπές μας, ροδοκοκκινισμένοι και ξεθεωμένοι βαλνόμασταν να μαντέψουμε τα τρία παράπονα αυτού του παραθεριστικού προγόνου του οποίου την ταυτότητα ούτε καν τολμούσαμε να μπούμε στη διαδικασία να διερευνήσουμε.

«Δεν τον πήγαν βόλτα με τη βάρκα, του λείπει ο Μπατσινίλας από το άλμπουμ της Πανίνι, ο αδερφός του έχει μεγαλύτερο ποδήλατο»

«Δεν ξέρει ορθογραφία, τον άφησαν εκεί και έφυγαν, δεν έχει άλλη πέτρα να χαράξει ποια είναι τα τρία».

Το κάμπινγκ των παραπόνων.

Η διαδικασία κρατούσε ώρες. Και αν εξαιρέσει κανείς τις χιουμοριστικές απόπειρες, στην πραγματικότητα ο καθένας αράδιαζε ασυνείδητα τα δικά του παράπονα. Γινόταν συνήθως τα μεσημέρια. Μετά το φαγητό, αφού είχαμε πλύνει τα πιάτα στον αυτοσχέδιο νεροχύτη της μαμάς του γείτονά μου του Γιώργου, βρέχοντας ο ένας τον άλλον ύπουλα για να μη μας βάλουν πάλι τις φωνές, καθόμασταν κάτω από τη χαρουπιά και με τη συντροφιά της μπουκαδούρας, του κλασικού μεσημεριανού ανέμου που βοηθούσε τους γονείς να πέσουν για ύπνο στα δροσερά κι εμάς γιατί κάλυπτε τις φωνές και τα γέλια μας, τρώγαμε κεράσια και βερίκοκα, απαριθμούσαμε παράπονα και πετούσαμε τα κουκούτσια στο παρτέρι με τα γεράνια και τις βουκαμβίλιες. Τις χρονιές που ήμασταν τυχεροί κάποια από αυτά φύτρωναν κι έτσι στο τέλος όλοι είχαν ένα δέντρο στο παρτέρι τους που φύτρωσε από τα κουκούτσια μας.

Κι όταν οι γονείς έφευγαν για Αθήνα και μας άφηναν μόνους για μερικές φανταστικές μέρες που νομίζαμε ότι μας ανήκει το κάμπινγκ και ο κόσμος ολόκληρος, πιο περήφανοι ήμασταν που είχαμε την αρμοδιότητα να ποτίζουμε αυτά τα παρτέρια από όλες τις άλλες ενήλικες υποχρεώσεις που μας ανέθεταν μέχρι να γυρίσουν. Ουσιαστικά ήταν η μόνη υποχρέωση που φέρναμε σε πέρας με συνέπεια. Όλες τις άλλες -να στρώνουμε τα κρεβάτια μας κάθε μέρα, να ανεβάζουμε τα σκουπίδια στους κεντρικούς σκουπιδοτενεκέδες, να έχουμε πάντα νερά στο ψυγείο και να αφήνουμε καθαρά τα τροχόσπιτα- τις αγνοούσαμε επιδεικτικά μέχρι την τελευταία μέρα πριν από την επιστροφή τους. Γιατί μπορούσαμε και γιατί όταν σου ανήκει ο κόσμος δε στρώνεις το κρεβάτι σου.

Την τελευταία μέρα, πριν από το πρωινό μπάνιο, τα κάναμε όλα μαζί. Τα αγόρια πήγαιναν για νερά, ανέβαζαν τα σκουπίδια κι έκαναν τσουγκράνα στις αυλές. Καθάριζαν δηλαδή το χαλίκι από τα φύλλα των ελιών και από τα χαρούπια που έπεφταν ένα κάθε τόσο, πάντα νύχτα και πάντα άξαφνα και με σαματά, φτιάχνοντας το σάουντρακ του καλοκαιρινού μας ύπνου. Τα κορίτσια κάναμε τις κοριτσίστικες δουλειές. Τα πιάτα, τα κρεβάτια, το γέμισμα του τεπόζιτου με νερό, κάνα σκούπισμα. Γυρνούσαν τις Παρασκευές το απόγευμα οι γονείς και τους παραδίδαμε πάλι το κάμπινγκ και τον κόσμο σε άριστη κατάσταση.

Περίπου 25 χρόνια αργότερα, περίπου οι ίδιοι άνθρωποι, περίπου την ίδια περίοδο, συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στο ίδιο μέρος διακοπές. Όταν είμαστε εκεί, είμαστε πάντα στα 80s, 10χρονα που κολυμπάνε μερικά χιλιόμετρα την ημέρα ανακαλύπτοντας νέες παραλίες, εξερευνώντας εγκαταλελειμένα σπίτια, ξενυχτώντας χαζά παίζοντας πρωταθλήματα ξερής, να μιλάμε για τότε, για τώρα, για τα ενήλικά μας παράπονα, ή και για τίποτα απολύτως. Μια ετήσια βουτιά στο γνωστό κολπίσκο είναι πάντα στο πρόγραμμα, σαν ένα τάμα στη μνήμη του παραπονεμένου προγόνου, αλλά και των δικών μας απλών παιδικών παραπόνων. Το χάραγμα του βράχου έχει σβηστεί, αλλά κάποιος copycat, ίσως κάποιος από μας, έχει γράψει με σπρέι την ίδια φράση, αυτή τη φορά ορθογραφημένη.

Ο,τι μπορεί διορθώνει κανείς.

Μανίνα Ντάνου

Share
Published by
Μανίνα Ντάνου