Ίσως δε σας λέει κάτι το όνομα, ίσως δεν έχετε αντικρύσει ποτέ το πρόσωπο του Στέργιου Δελιαλή. Αλλά, σίγουρα τον έχετε «δει». Είναι αυτή η πορεία 55 χρόνων στο χώρο του design, από το 1960 όταν σε ηλικία 15 ετών παράτησε το σχολείο για να ζήσει μόνος σχεδιάζοντας σακούλες για δισκάδικα και στήνοντας βιτρίνες σε καταστήματα ρούχων, που είναι πολύ πιθανό να τον έχει φέρει στο οπτικό σας πεδίο. Ο Στέργιος Δελιαλής είναι ένα θρύλος για το ελληνικό design («design είναι η διαδικασία του σχεδιασμού της καρέκλας και όχι η καρέκλα η ίδια, αυτή είναι designed», έχει δώσει τον πιο απλό ορισμό σε ένα πεδίο που συχνά μας δυσκολεύει). Ασχολήθηκε με την τυπογραφία, τη γραφιστική, τις κατασκευές και τους χώρους μπαινοβγαίνοντας στα τερέν της τέχνης, της διαφήμισης και της αρχιτεκτονικής και υπήρξε πολύ επιδραστικός για πολλούς νέους που θέλησαν να χαθούν στις απεριόριστες δυνατότητες του σχεδίου.
Πέρα από αυτή του την ιδιότητα, ο Δελιαλής έχει και μια άλλη. Μανιώδης συλλέκτης. Στην κατοχή του όλες αυτές τις δεκαετίες βρέθηκαν περισσότερα από 3000 αντικείμενα με τα οποία ανέπτυξε μια σχέση παθολογικού έρωτα, απόλυτα φετιχιστική. Ένα πόμολο που σχεδίασε ο Gropius, μια καρέκλα Thonet ή μια πολυθρόνα του αγαπημένου του Castiglioni, έπιπλα κι αντικείμενα με υπογραφές όπως Philippe Starck, Frank Gehry, Ettore Sottsass και λάμπες, πολλές λάμπες. Κι ακόμα περισσότερες καρέκλες. Καμια φορά μάλιστα, αν τις έβλεπε να τον φλερτάρουν ενώ οι ιδιοκτήτες τους αδιαφορούσαν, τις έκλεβε. Όχι για ιδίον όφελος. Ήθελε απλά να πει τις ιστορίες τους…
Πώς να Κλέψετε μια Καρέκλα, είναι ο τίτλος του ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Κωνσταντίνος Καμπούρογλου, ένας κινηματογραφιστής που έφυγε από τη Θεσσαλονίκη μόλις τελειώσε το σχολείο το 1991, σπούδασε φιλοσοφία στην Άιοβα κι έκανε μετατυχιακό στη δημοσιογραφία στη Νέα Υόρκη όπου πια ζει μαζί με την οικογένειά του. Ο πατέρας του Καμπούρογλου ήταν ο πιο παλιός παιδικός φίλος του Δελιαλή κι ο ίδιος έχει στενή φιλία με τον γιο του, Κωνσταντίνο Δελιαλή. «Τετράγωνο αγάπης κι εμπιστοσύνης», το χαρακτηρίζει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής στο «Μεγάλο Μήλο», λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο για τις δύο προβολές του φιλμ αυτήν την εβδομάδα από το CineDoc. «Όμως, μη φανταστείς ότι ήμουν από μικρός στον κόσμο του, γιατί απλούστατα εκείνος δεν άφηνε κανέναν να μπει εκεί μέσα εύκολα, π.χ. δεν κυκλοφορούσαν πολλά παιδιά γύρω του».
Το Πώς να Κλέψετε μια Καρέκλa είναι ένα φιλμ για το παγκόσμιο design και το ελληνικό παράδοξο. Στο κέντρο του βρίσκεται το μεγάλο όραμα του Στέργιου Δελιαλή. Ένα Μουσείο Design στη γενέτειρά του, Θεσσαλονίκη. Κάτι που είχε αρχίζει να λειτουργεί κάπως «πειρατικά» στο χώρο ενός καταστήματος στην οδό Μητροπόλεως που του είχε παραχωρήσει μια φίλη του στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90 (σημειώνοντας μάλιστα κι επιτυχίες όπως το να εκθέσει την design δουλειά του φημισμένου ιταλού αρχιτέκτονα Mario Botta). Ανεβαίνοντας πάνω στο κύμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 1997 και του «εκσυγχρονιστικού πνεύματος» της εποχής, η κατασκευή Μουσείου Design (μαζί με εκείνα του Κινηματογράφου και της Φωτογραφίας) εξαγγέλθηκε με κάθε επισημότητα από τα χείλη του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Όμως, παρά την εύρεση του χώρου στις αποθήκες του λιμανιού και την κηδεμονία του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, το Μουσείο Design (σε αντίθεση με τα άλλα δύο) δεν έγινε ποτέ. Χωρίς ποτέ κανείς να εξηγήσει, πόσο μάλλον να καταλάβει, ξεκάθαρα το γιατί.
Κάπου εκεί, στα τέλη των 90s, η χαρισματική φιγούρα του Δελιαλή και η διάψευση του ονείρου του γίνονται ένα. Μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί για τον, νεόκοπο τότε κινηματογραφιστή, Κωνσταντίνο Καμπούρογλου. «Κατι ζωντανό τελικά μαράζωσε, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Εκεί άναψε ένα λαμπάκι στο μυαλό μου κι αναρωτήθηκα γιατί κανείς δε θέλει να πει την ιστορία. Είχα εξωτερικεύσει αυτό το ενδιαφέρον, αλλά δεν υπήρχε αφορμή. Ήταν τα χρόνια που ο Δελιαλής κλεινόταν όλο και πιο πολύ στο καβούκι του αφού η προοπτική αναβίωσης της ιδέας του Μουσείου είχε πέσει σε τέλμα. Είχα μια συμφωνία με τον γιο του: αν συνέβαινε κάτι που θα κινούσε κάπως τα πράγματα, εκείνος θα με ειδοποιούσε. Κι ένα πρωινό του Ιανουαρίου του 2015 μου τηλεφώνησε από το Τόκιο που ζούσε τότε και μου είπε ότι εκείνος και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είχαν μόλις κάνει intervention στον Στέργιο. Τους υποσχέθηκε ότι όντως θα σκεφτόταν να κάνει κάτι τη συλλογή που έμενε κλειδωμένη σε αποθηκευτικούς χώρους κοστίζοντας σε ψυχική ηρεμία και, φυσικά, χρήμα. Μπήκα σε ένα αεροπλάνο κατευθείαν για Θεσσαλονίκη με σκοπό να τον πείσω να με αφήσει να καταγράψω την όποια εξέλιξη. Ήταν θετικός γιατί ανέκαθεν ήταν ένας διαβασμένος άνθρωπος κι, ως μεγάλος σινεφίλ, εκτιμούσε τις ωραίες ιστορίες.
Ο σκοπός μου ήταν να κάνω μια ταινία που θα ψυχογραφούσε τον Δελιαλή την εποχή της κατάπτωσης και του παραλυτικού προβληματισμού του. Οτιδήποτε κι αν έδειχνε τον Δελιαλή, στα 72 του το 2015, δε θα μπορούσε παρά να περιστρέφεται γύρω από το Μουσείο, γιατί αυτό ήταν το μόνο που τον απασχολούσε. Ξεκινώντας όμως στο τέλος να μοντάρω το υλικό, είχαν συμβεί τόσα στο μεταξύ που είχαμε μια σχεδόν κινηματογραφική πλοκή. Γι’ αυτό και η ταινία έγινε πολύ γρήγορα, μέσα σε 2 χρόνια, χρόνος πολύ μικρός για ταινία verité».
Σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του ντοκιμαντέρ παραδέχεται ότι η ιστορία του Μουσείου του έχει πειράξει το κορμί και το μυαλό, και ίσως η λύση είναι να πηδήξει από το παράθυρο. Είναι μια ομολογία που ο κανονικός Δελιαλής δε θα έκανε ποτέ σε δημόσια ή ιδιωτική συζήτηση.
Είναι δύσκολο να δεις το φιλμ και να μην ερωτευθείς τον Στέργιο Δελιαλή. Πνευματώδης, χιουμορίστας, καλλιεργημένος, οραματιστής και τόσο ναρκισσιστής όσο όλοι οι άνθρωποι που ξέρουν ότι συνήθως οι υπόλοιποια κρέμονται από τα χείλη τους. Κι εξαιρετικός παραμυθάς, είναι υπέροχος ο τρόπος που κλείνει τις διηγήσεις του με ένα φλεγματικό “that’s that”. Υπήρξε όμως εύκολος ως πρωταγωνιστής ενός ντοκιμαντέρ που τελικά βούτηξε βαθιά μέσα του; «Δεν είχε ιδέα πόσο ζόρικη θα ήταν η ταινία για εκείνον, άσχετα αν με εμπιστευόταν λόγω του οικογενειακού μας παρελθοντος. Εκτιμούσε ότι έκανα μια ταινία γεμάτη σεβασμό κι αλήθεια, αλλά υπήρχαν καθημερινές συγκρούσεις γιατί δεν του άρεσε ότι φαινόταν τρωτός. Οι γύρω του, πάντως, με ευχαριστούσαν συνεχώς γιατί η ταινία έστησε ουσιαστικά έναν καθρέφτη μπροστά στον Στέργιο. Ο ίδιος είναι όντως ένας καλός performer, όμως αναγκαστικά το πρότζεκτ τον έφερε αντιμέτωπο με τον εαυτό του. Είχε το ένστικτο, πέρα από βρισιές και τσακωμούς, να δει ότι κάναμε κάτι ειλικρινές. Και πια είχε κάτι να αναμοχλεύσει το παρελθόν για να ξαναβρεί το νόημα της ζωής του, βγαίνοντας από μια ακινησία δύο δεκαετιών. Σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία του ντοκιμαντέρ παραδέχεται ότι η ιστορία του Μουσείου του έχει πειράξει το κορμί και το μυαλό, και ίσως η λύση είναι να πηδήξει από το παράθυρο. Είναι μια ομολογία που ο κανονικός Δελιαλής δε θα έκανε ποτέ σε δημόσια ή ιδιωτική συζήτηση. Γιατί, δε θα παραδεχόταν πόσο του κόστισε ότι δεν έγινε (και κόστισε και στους γύρω του). Εγώ όμως στην ταινία ήθελα να βάλω και τις δύο αυτές πλευρές».
Τελικά, γιατί δεν έγινε ποτέ το Μουσείο που στο φιλμ άλλοι αναφέρουν ως «άστεγο» και κάποιος ως «νεκρό»; Ποιο είναι το συμπέρασμα του σκηνοθέτη; «Το Μουσείο Design δεν επιβίωσε επειδή κανένας παράγοντας που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το μέλλον του δεν είχε ούτε την παιδεία ούτε τη διάθεση να υποστηρίξει κάτι που δεν καταλάβαινε. Όπως συνήθως συμβαίνει στην Ελλάδα, χάθηκε ανάμεσα σε μικροπολιτικές και διαπροσωπικές επιλογές. Υπάρχει ένα έλλειμμα στην Ελλάδα, σε δημόσιο αλλά και ιδιωτικό τομέα. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς (και γιατί) να υποστηρίζουμε το όραμα του άλλου ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε. Γι’ αυτό ευχόμαστε μόνιμα να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Αν ήταν χαμένη ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη; Ισχύει λίγο πολύ αυτό που ισχύει και για τη γενιά που λέμε “του ’60 οι εκδρομείς”. Ήταν η πρώτη γενιά που πραγματικά είχε την ευκαιρία να ονειρευθεί, είχε για πρώτη φορά νέα εργαλεία για να πετύχει τα όνειρά της, σε κάποιον βαθμό το κατάφερε αλλά τελικά υπέκυψε σε διάφορα σύνδρομα που την καταδίκασαν να αυτοκαταστρέφεται».
Το Μουσείο Design δεν επιβίωσε επειδή κανένας παράγοντας που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το μέλλον του δεν είχε ούτε την παιδεία ούτε τη διάθεση να υποστηρίξει κάτι που δεν καταλάβαινε.
Ο Στέργιος Δελιαλής έχει μερίδιο ευθύνης; Θα μπορούσε να ειναι πιο ευέλικτος και να δεχθεί π.χ. τα εγκαίνια του Μουσείου να γίνουν με μια έκθεση άλλου αντικειμένου πέραν του design, όπως του ζητήθηκε; «100% έφταιγε κι ο Δελιαλής που δεν έγινε το Μουσείο. Είναι πολύ ξεροκέφαλος, μονόχνωτος και συγκεντρωτικός – το λεώ με αγάπη και με πλήρη συναίσθηση ότι αυτά τα στοιχεία είναι που συνήθως κάνουν κάποιον χαρισματικό. Γιατί είναι χαρισματικός και γι’ αυτό επηρέασε και τόσους πολλούς ανθρώπους. Αλλά και γι’ αυτό δεν έβαλε ποτέ νερό στο κρασί του. Και το ξέρει. Άσχετα αν μπορεί να το παραδεχθεί ή όχι».
Σε μια απρόσμενη αλλά καθοριστική τροπή της ιστορίας, τον Ιούλιο του 2016 ο Δελιαλής τιμήθηκε στο Παγκόσμιο Συνέδριο Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας, ενώ μια μεγάλη αναδρομική έκθεση της δουλειάς του παρουσιάστηκε τον ίδιο χρόνο στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κατά τραγική ειρωνεία, στον ίδιο χώρο που θα στεγαζόταν το Μουσείο. Είναι η σεναριακή πλοκή που ο Καμπούρογλου δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα του πρόσφερε η ίδια η πραγματικότητα. «Με την αναδρομική χάρηκε, γιατί εισέπραξε πολλή αγάπη. Ήταν και πολύ επιτυχημένη, πήρε διαδοχικές παρατάσεις, στο τέλος έκανε ο ίδιος walking tours. Πάντα όμως είχε στο μυαλό του πως θα μπορούσε να συνδεθεί με το Μουσείο. Το μεγαλύτερο ζόρι (ή πρόκληση) ήταν πώς θα παρουσιάζε τη δουλεια της ζωής του στο χώρο που δεν έγινε ποτέ το μεγάλο όραμά του. Κοίταξε τον δαίμονα στα μάτια, τώρα αν τον ξόρκισε ας μείνει ανοιχτό…»
Η ταινία του άρεσε πολύ. Στην παγκόσμια πρεμιέρα της στο Ολύμπιον ήρθαν πάνω από 1000 άτομα, το φιλμ έφτασε μέχρι το MoMA. Ο ίδιος το απόλαυσε, αλλά όπως λέει ο Καμπούρογλου, όταν όλα τελείωσαν έχασε το ενδιαφέρον του και δυστυχώς επιδεινώθηκε η υγεία του που σήμερα δεν είναι σε καλή κατάσταση.
Λίγο πριν κλείσουμε τον ρωτάω για τον τίτλο… «Ο Στέργιος δεν έκλεβε καρέκλες για να τις κρατήσει, αλλά για να πει τις ιστορίες τους. Στην ταινία διηγείται τα περιστατικά με έναν μοναδικό τρόπο που δείχνει την ικανότητά του να αυτοσκαρκάζεται. Αλλά και να χρωματίζει με πινελιές αστείες και δονκιχωτικές τις πιο σοβαρές καταστάσεις της ζωής του».