«…σ’ ένα μικρό λυόμενο, λίγο έξω από τον Βόλο…»

Τη δεκαετία του 80 οι Αλυκές ήταν λίγο έξω από τον Βόλο. Και τώρα λίγο έξω από τον Βόλο είναι. Τότε, όμως, ήταν εξοχή. Τώρα είναι σαν προάστιο. Μπορεί βεβαια και τότε να ήταν σαν προάστιο. Ή και τώρα να θεωρούνται ακόμη εξοχή. Δεν ξέρω. Το μικρό ξύλινο λυώμενο «της γιαγιάς» (έτσι, σκέτο, και όχι «του παππού και της γιαγιάς», νομίζω ότι το λέγαμε για να συνεννοούμαστε) πουλήθηκε πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν στην τούρλα της εφηβείας. Στο οικόπεδο μπορεί να έχει χτιστεί πια ένα «κανονικό» σπίτι, για κάποιους που θα μένουν εκεί όλο το χρόνο. Εγώ και ο πατέρας μου και η μάνα μου και η αδερφή μου και οι γιαγιάδες και οι παππούδες και οι θειάδες και ουφ-δε-χωράμε-άλλοι μέναμε εκεί τα καλοκαίρια. Τις Αλυκές, που λες, μέχρι σχετικά πρόσφατα δε μπορούσες να τις αποφύγεις αν έφτανες στο Βόλο ανηφορίζοντας την Αθηνών-Θεσσαλονίκης, είναι λίγο πριν την είσοδο της πόλης, και η εθνική οδός όταν πια έχει γίνει επαρχιακή ή μάλλον τοπική αποτελεί το ένα τους, φυσικό πλέον, σύνορο (το άλλο είναι η ομώνυμη παραλία). Όποτε περνάω από εκεί, ως συνοδηγός πάντα (δεν έχω δίπλωμα καρδιά μου) όλα αυτά τα snapshots πέφτουν με εντελώς άναρχο τρόπο στο κεφάλι μου. Κάπως σαν ξεχαρβαλωμένο εμμονοληπτικό viewmaster. 

Το ξεστράτημα στα κρυφά, για κασκαντερική ποδηλατάδα χωρίς χέρια μέχρι την παραλία και πάλι πίσω, τα μεσημέρια που άπαντες τον έπαιρναν ευλαβικά, για κανένα τριωράκι.

Τα φύκια που στα ρηχά αγκάλιαζαν τις πατούσες μου σαν αιμοβόροι ζωντανοί οργανισμοί (γιατί ήταν ζωντανοί οργανισμοί). Μπείτε εσείς κι έρχομαι.

Το ξυλάκι-πατούσα από την κουφή περιπτερού και το κέηκ «Αραπάκι», που το ψάχνω ακόμη αλλά δεν το βρίσκω πουθενά.

Τα βερύκοκα που έπεφταν στα χαλίκια και γίνονταν «νιανιά» και κάθε απόγευμα τα μάζευα για να τα ανταλλάξω με όσα έκοβε ο παππούς από τις δυο βερυκοκιές του μπαχτσέ (που η γιαγιά μου έλεγε «μπαξέ») μέχρι που ένα απόγευμα αναγκάστηκα να τα φάω για να σταματήσει ο γείτονας τις νουθεσίες. Δε φταίω εγώ μεγάλε που πέρασες κατοχή (ήθελα να του πω, αλλά δεν του είπα).

Μαμ, κακά και νάνι, στην αγκαλιά της γιαγιάς.

Το τσιμπούρι που μου έβγαλε από το χέρι η μάνα μου με το τσιμπιδάκι για τα φρύδια. Επεμβάσεις η Ματούλα.

Η διαρκής αβεβαιότητα της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, κάθε φορά που κάποιος έστριβε τον διακόπτη και στην οθόνη εμφανιζόταν ένα μικρό φωτεινό δαχτυλίδι. Τις καλές μέρες μεγάλωνε σιγά σιγά ώσπου έδινε τη θέση του στη χιονισμένη οθόνη. Κάτι ήταν κι αυτό.

Τα κουκούτσια του καρπουζιού που εκτόξευε με τα δάχτυλα του ο πατέρας μου κι εγώ ξεκαρδιζόμουν – τι τραβούσες ρε γιαγιά.

Η κούνια με την πράσινη τέντα που μια μέρα, από πολύ το «κούνια-μπέλα», όντως έσπασε η κουτέλα, ή τέλος πάντων η κεφάλα μου, όταν προσγειώθηκα στο παραπλήσιο κόκκινο ελενίτ που οριοθετούσε τα παρτέρια με τις μαργαρίτες.

Το μικρό έλατο που είχαμε φέρει από το Καρπενήσι, το χωριό του συνονόματου παππού, αλλά δε φτούρησε παρά μόνο δύο εβδομάδες στον μαγνησιακό, παραθαλάσσιο καύσωνα.

Πατήρ, υιός και στη μέση το άγιο κοτόπουλο.

Η γάτα μας, η Μούβη (από το Movie;) που δεν ήταν ακριβώς γάτα μας, και από τότε που της πάτησα κατά λάθος την ουρά με το ποδήλατο και χύμηξε στο χέρι μου, δεν ήταν καθόλου γάτα μας – εξαφανίστηκε.

Τα Άσσος Φίλτρο Κασετίνα του παππού. Ένα πακέτο σε κάθε δωμάτιο.

Η εξωτερική τουαλέτα, δίπλα στο κοτέτσι. Δεν κατουριέμαι! Δεν κατουριέμαι! Δεν κατουριέμαι! Το επαναλάμβανα σαν μάντρα, τα βράδια που κατουριόμουν, γιατί φοβόμουν να πάω περισσότερο και από το να πατήσω τα φύκια στη θάλασσα.

Το λευκό Zastava, το αμάξι που χαμογελάει, παρκαρισμένο πάντα στον ίδιο αδιέξοδο χωματόδρομο.

Η πέρκα που τσίμπησε το δόλωμα μου μια μέρα που δεν το τσιμπούσε για ώρες κανένα άλλο ψάρι. Κρεμασμένη στην πετονιά φαινόταν θεόρατη, στον κουβά σαν να έμπασε κάπως.

Μάνα, δεν ήμουνα εγώ για αεροπλάνα.

Το χωριάτικο λουκάνικο από το Πήλιο που μας τηγάνιζε η γιαγιά και με την αδερφή μου το τρώγαμε κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη, σαν να μην είχαμε φάει ποτέ πριν (και σαν να ξέραμε ότι δε θα φάμε ποτέ ξανά) κάτι πιο νόστιμο.

Το ξύλινο, μωρουδιακό μου κρεβάτι που ήταν πάντα εκεί, σε παρατεταμένη «τοτεμική» εφεδρεία.

Οι ανελέητες, βασανιστικές τσιμπιές στην αδερφή μου, τα μεσημέρια που οι γάτες έλειπαν κι εγώ χόρευα.

Το τηλέφωνο που δε χτυπούσε για τρεις μήνες. Γιατί στο λυώμενο δεν υπήρχε τηλέφωνο. Φαντάσου!

Το ΠΑΣΟΚ. Βάι βάι μάνα μου.

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος