Το Remember είναι το σύμβολο μιας εποχής που οι νεότερες γενιές θαυμάζουν σαν κάτι το εξωπραγματικό. Μια εποχή – θρύλος με γεγονότα και ανθρώπους που κοσμούν τα γεμάτα φωτογραφίες άλμπουμ μέσα στο κατάστημα και σε κάνουν να αναρωτιέσαι, αν όντως υπήρξαν. Άγουρες, εκκεντρικές φάτσες που εκπέμπουν μια ασυνήθιστη αθωότητα, με μοϊκάνες και έντονο βάψιμο, ποζάρουν πάνω σε στρογγυλοφάναρα Honda και 350άρες Yamaha. Συνέβησαν πράγματι όλα αυτά στην Πλάκα, που πλέον βρίθει από καταστήματα με κακόγουστα σουβενίρ και πανάκριβα καφέ – εστιατόρια; Το Remember, το κατάστημα ρούχων και αξεσουάρ του σχεδιαστή και γλύπτη Δημήτρη Τσουανάτου και του αδερφού του, είναι εκεί για να θυμίζει σε όλους μας ότι το punk στην Αθήνα υπήρξε.
Ο Δημήτρης Τσουανάτος βρίσκεται καθημερινά στο κατάστημα και μαζί με τον γιό του, εξυπηρετεί τους άσημους και διάσημους πελάτες του. Κάθετε σε μια πλαστική καρέκλα και κράτα συνεχώς στα χέρια του ένα τάμπλετ. Είναι κολλημένος με το facebook στο οποίο ανεβάζει συνεχώς φωτογραφίες από τις δημιουργίες του και μικρά τσιτάτα που του σκάνε σε άκυρες στιγμές και πριν τα μεταφέρει online, τα καταγράφει πάνω σε ό,τι βρει μπροστά του, από αποκόμματα αποδείξεων, μέχρι και χαρτοπετσέτες.
«Ο αδερφός μου, ο Γιώργος Βανάκος, κι εγώ ανοίξαμε μαζί το Remember το 1978. Ο αδερφός μου ασχολείται κυρίως με τη μουσική και την ζωγραφική. Είχαμε πάντα μια καλλιτεχνική κατεύθυνση σαν οικογένεια. Ο Φίνος είναι μακρινός μας συγγενής για να φανταστείς. Από μικρό παιδί, πέντε χρονών ζωγράφιζα στους δρόμους με κιμωλία τους ήρωες από τα κόμικς του Ταρζάν. Θεωρείται έμφυτο; Δεν ξέρω. Παράλληλα ήθελα να κινηθώ πάνω στη μόδα και την τέχνη. Την παρακολουθώ από μικρός. Όταν άρχισα να ντύνομαι, έφτιαχνα μόνος μου τα ρούχα μου σε ράφτη. Για μένα η μόδα είναι τρόπος ζωής.
Το ’78 η Πλάκα ήταν τελείως διαφορετική. Υπήρχαν πολλά club και κέντρα διασκέδασης. Ο κόσμος βάδιζε εδώ στους δρόμους. Το πιο χαρακτηριστικό πράγμα μάλιστα ήταν οι Απόκριες. Κυκλοφορούσαν όλοι μασκαρεμένοι, κρατούσαν πλαστικά ρόπαλα και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο, χαρτοπόλεμος παντού… Από τότε που ο Τρίτσης αποφάσισε να διώξει όλα τα κέντρα και τα club από εδώ, για λόγους που ο ίδιος ήξερε – ίσως να ήθελε άλλου είδους άνθρωποι να κατοικίσουν εδώ, γιατί τώρα βλέπεις πάνω από τα αρχαία πισίνες – άλλαξε το στυλ της περιοχής. Αυτό που συνέβαινε εδώ πριν, έπρεπε να το προωθήσει ο δήμος, να το προσέξει. Η Πλάκα είναι η καρδιά της Αθήνας και από εδώ ξεκινούσαν πολλά παλιά. Τώρα πια δεν υπάρχει φως στους δρόμους. Έχει μόνο κάτι επιτοίχια φανάρια, με κάτι λαμπίτσες τόσες δα. Υπάρχει ερεβώδες σκότος. Ποιος να έρθει εδώ το βραδύ; Παλιά ήταν όλα τα μαγαζιά ανοιχτά και οι ταμπέλες τους φωτεινές. Υπήρχε μεγάλη κίνηση το βράδυ. Εμείς επειδή είμαστε εδώ και χρόνια ανοιχτά κάθε μέρα 9 π.μ. με 9 μ.μ., έχουμε καταλήξει να δίνουμε οδηγίες στους τουρίστες, γιατί μόνο εμείς μένουμε μέχρι τόσο αργά να φωτίζουμε το δρόμο, όλοι οι άλλοι έχουν κατεβάσει ρολά από ώρα.
Το punk ξεκίνησε από εδώ. Το new wave, το death, το break dance, οι skinheads ήρθαν κι αυτοί στην περιοχή σιγά – σιγά. Η Πλάκα για να καταλάβεις, ήταν η πρώτη περιοχή που έπιανε MTV στην τηλεόραση, γιατί υπήρχε καλωδίωση μέσω του Υπουργείου Παιδείας. Γύρω στο ’85 – ’87 ήταν αυτό».
Ρωτώ τον Δημήτρη Τσουανάτο τι είναι εκείνο που έχει κάνει το Remember ένα θρυλικό κατάστημα με 36 χρόνια ιστορία. «Υπάρχει λόγος που κανείς δεν έχει σταματήσει να ασχολείται με το Remember μέχρι και σήμερα. Έρχονται να μας καλύψουν από την Γερμανική και την Ισπανική τηλεόραση, ελληνικές παραγωγές παίρνουν συνέχεια ρούχα μου. Τους κινεί το ενδιαφέρον το Remember. Περπατάς στο δρόμο και όλο βλέπεις «Zara, μάρα, κουκουνάρα» που λέω κι εγώ. Είναι μια συνηθισμένη κουπ της μόδας. Βγάζουν χίλια κομμάτια στα πλωτά τους εργοστάσια με ξεφτίλα τιμές και εντάξει, ο άλλος το βλέπει, είναι και φτηνό, το παίρνει και το φοράει. Μπορείς να δεις μέσα σε μια μέρα να περνάνε δέκα άνθρωποι από εδώ έξω και να είναι ντυμένοι το ίδιο. Να φοράνε ακριβώς το ίδιο ρούχο. Army style το ονομάζω εγώ αυτό. Είναι σαν να φοράνε όλοι την ίδια στολή. Ρε φίλε, κάνε μου τη χάρη. Βρες κάτι δικό σου. Φόρεσε ένα τζιν ναι, αλλά κάνε και κάτι άλλο. Το ζήτημα είναι να έχεις ένα στυλ δικό σου. Αυτό ήθελα στη ζωή μου εγώ. Πάω στο Λονδίνο, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στην Ιταλία και έξω στο δρόμο βλέπεις τόσα διαφορετικά στοιχεία. Εδώ στην Ελλάδα δεν το έχουμε πολύ αυτό. Στο Λονδίνο μπορεί να δεις από τον πάνκη με την όρθια μοϊκάνα, μέχρι έναν ντεθά με μαύρο βαμμένο μάτι στο ίδιο τετράγωνο. Όταν πρωτοανοίξαμε περνούσαν ορισμένοι και χλέβαζαν τις δημιουργίες μου στη βιτρίνα. Ακόμα και σήμερα συμβαίνει αυτό. Βλέπεις ότι δεν έχει γνώση ο άλλος. Έχω τη δημιουργία μου «Σπέρμα» στην βιτρίνα και περνάει ο άλλος με την γκόμενά του και της λέει ειρωνικά «Θες να στο πάρω;». Αυτός που έχει γνώση της τέχνης όμως, κάθεται το θαυμάζει, το φωτογραφίζει. Υπάρχει μεγάλη διαφορά στην νοοτροπία. Υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν την τέχνη στην Ελλάδα, απλά είναι λίγοι».
Δε γίνεται να πας στο Remember και να μην καθίσεις έστω για λίγο να ξεφυλήσεις τα άλμπουμ του Δημήτρη, γεμάτα από φωτογραφίες με προσωπικότητες όπως η Debbie Harry, ο Bruce Dickinson και οι Scorpions. Τα έχει ταξινομημένα για ευκολία. Άλλο άλμπουμ οι τραγουδιστές και τα συγκροτήματα και άλλο οι ηθοποιοί. Κάθε σελίδα και μια μικρή ιστορία με έκαστο καλλιτέχνη. Ο κύριος Τσουανάτος θα ξεχωρίσει κάποιες από αυτές.
«Όλοι οι καλλιτέχνες είναι πιο απλοί και από τον πιο απλό άνθρωπο. Πριν κάποια χρόνια είχε έρθει στο μαγαζί η Daryl Hannah και δεν την καταλάβαμε καν. Εξυπηρετούσε ο γιός μου δύο κυρίες και μετά έρχεται και μου λέει «Βρε πατέρα ξέρεις ποια είναι αυτή; Η Daryl Hannah». Έτσι όπως καθόμαστε εδώ τώρα, μπορεί να μπει ξαφνικά ένας μεγάλος καλλιτέχνης και να μην τον καταλάβουμε απ’ την απλότητά του. Από όλους όσους έχουν περάσει από εδώ όμως, πιο απλός άνθρωπος, πιο χαριτωμένος από την Chloe Sevigny δεν υπάρχει. Όποτε έρχεται στην Αθήνα περνάει πάντα από το μαγαζί. Έχει έρθει τέσσερεις φορές. Τρελαίνεται με τα vintage ρούχα που έχω. Εκείνη το ψάχνει με αυτά, γυρνάει όλο τον κόσμο για να βρει τα πιο ωραία και πιο περίεργα vintage ρούχα. Τα φοράει τα ρούχα μου και σε δημόσιες εμφανίσεις της, της αρέσουν πολύ. Στέλνει και μια φίλη της στηλίστρια και ψωνίζει για λογαριασμό της, την Tara Subkoff. Έχουν περάσει τόσοι πολλοί. Τους έχουμε φωτογραφίσει σχεδόν όλους. Όλα τα ιερά τέρατα της ροκ και όχι μόνο. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μοντέλα, εικαστικοί. Και φυσικά έρχονται και νέοι καλλιτέχνες. Πριν δύο χρόνια είχε έρθει και η Lana Del Rey. Δυστυχώς δεν ήμουν εδώ και δεν την γνώρισα από κοντά. Μου αρέσει η μουσική της, είναι απαλή και όμορφη.
Από τις ιστορίες με κάποιον καλλιτέχνη που θυμάμαι πιο χαρακτηριστικά είναι εκείνη με τους WASP. Έχει έρθει λοιπόν το συγκρότημα στο μαγαζί, αλλά ο Blackie δεν έχει μπει ακόμα μέσα, κάθεται απ’ έξω και έχουν μπει τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μέσα και ψωνίζουν. Είχα λοιπόν τότε μια υπάλληλο η οποία ήταν τρελαμένη μαζί του και με το που μπαίνει μέσα εκείνος μόνο που δεν λιποθύμησε η κοπέλα. Έπεσε πάνω μου να στηριχθεί, έπαθε υστερία. Είχε πολύ γέλιο. Και η Kim Gordon είναι αξέχαστη. Με το που ανέβασα την φωτογραφία της στο facebook τρελάθηκαν όλοι. Χαμός τα like».
Μέχρι να μιλήσουμε δεν ήξερα ότι χειρίζεται ο ίδιος το προφίλ του Remember στο facebook. Το τάμπλετ έχει γίνει προέκταση του χεριού του. Ανεβάζει συνεχώς φωτογραφίες με τον ίδιο και τους πελάτες του, με δημιουργίες του, που μετά από λίγο θα καταστρέψει, γιατί έτσι, αποσπάσματα από το τελευταίο του βιβλίο, καθώς και από ανθρώπους που έχουν φορέσει τα ρούχα του σε τηλεοπτικές εκπομπές ή ταινίες. Σταματήσαμε για λίγο την κουβέντα και ποζάραμε στο γιό του, που μας έβγαλε μαζί μια φωτογραφία. Μετά μου έδωσε και ένα χαρτί για να γράψω το όνομα μου και μια αφιέρωση. Πλέον θα είμαι κι εγώ σε ένα από τα άλμπουμ του Remember.
«Μου αρέσει το facebook πολύ. Μου αρέσει πολύ να συνομιλώ με τους νέους ανθρώπους. Ανεβάζω τις φωτογραφίες με τους καλλιτέχνες που έρχονται στο μαγαζί, τις δημιουργίες μου και διάφορα πράγματα που γράφω. Να βλέπεις εδώ – μου δείχνει μια φωτογραφία στο facebook – έχω γράψει «Χαρούμενα παραμύθια μέχρι τις 25/01. Μετά θα έχει πάλι δράκους που κλέβουν ψυχές!», αυτή είναι η άποψη μου για την πολιτική κατάσταση της χώρας.
Πέρα απ τις δικές μου δημιουργίες πάω πολύ συχνά στο Λονδίνο και αναζητώ ρούχα. Το Λονδίνο έχει τόσα πολλά εναλλακτικά στοιχεία. Πηγαίνω βέβαια και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ό,τι βλέπεις εδώ μέσα τίποτα δεν είναι μεταχειρισμένο. Μπορεί να είναι vintage, αλλά είναι αφόρετα. Ποτέ μεταχειρισμένα. Ακόμα και οι δικές μου δημιουργίες vintage θεωρούνται πλέον. Τα πουλόβερ με τα νέον χρώματα και το pattern με τους σταυρούς, το έχω φτιάξει πριν 25 χρόνια.
Οι επιρροές είναι παντού. Περπατάς στο δρόμο και βλέπεις πράγματα, δε δίνεις σημασία εκείνη την ώρα, τα προσπερνάς και μετά από πέντε – δέκα χρόνια σου σκάει κάτι και δημιουργείς. Έρχονταν και με ρωτάγανε αν ο Gaultier έκλεψε από εμένα το σχέδιο του κωνικού σουτιέν που φορούσε η Madonna, γιατί είχα φτιάξει κάποτε ένα τέτοιο. Δεν πιστεύω ότι ένας πραγματικός καλλιτέχνης κλέβει, απλά μπορεί να του έρθει έμπνευση από κάτι που είχε δει παλαιότερα. Μερικοί μιμούνται βέβαια, αλλά ο σκοπός είναι να είσαι πρωτοποριακός. Αυτό προσπάθησα στην ζωή μου και το προσπαθώ ακόμα. Εμείς εδώ είμαστε το Remember, πήγε λοιπόν και άνοιξε μαγαζί απέναντί μας με την επωνυμία “Forget Me Not”. Δηλαδή βρε αγάπη μου; Σοβαρά; Αλλά εντάξει, χαλάλι του».
Έχοντας ζήσει τα 80’s στο peak τους, δε μπορώ παρά να ρωτήσω τον Δημήτρη Τσουανάτο για το πώς βλέπει την Αθήνα σήμερα και αν διασκεδάζει πια στην πόλη του.
«Τώρα πια δεν βγαίνω στην Αθήνα. Παλιά πήγαινα στις ντισκοτέκ της παραλιακής και εδώ στην Πλάκα. Πήγαινα στην Καρυάτιδα, στο MAD, στις Εννέα Μούσες. Η Αθήνα ήταν πιο ζωντανή τότε. Εξυπηρετούσε πολύ και το αεροδρόμιο που ήταν στο Ελληνικό. Κάποιος που θα είχε εδώ μια ανταπόκριση 6 – 7 ώρες προλάβαινε να κάνει μια βόλτα στην Αθήνα. Τώρα πια τον έχει χάσει αυτού του είδους τον τουρισμό η πόλη μας.
Ο κόσμος είναι μπερδεμένος πια. Έτσι νιώθω. Και οι περιοχές φθίνουν συνέχεια. Είχε άνοδο του Ψυρρή, εγκαταλείφθηκε μετά. Ανέβηκε το Γκάζι, πάει και το Γκάζι τώρα… Ενώ η Πλάκα είναι κάτω από την Ακρόπολη. Δε θα έπεφτε ποτέ, αν είχε μείνει η νυχτερινή διασκέδαση εδώ. Είναι άλλο πράγμα να πεις στον άλλο να πάει να γλεντήσει κάτω από την Ακρόπολη. Θα περπατήσει, θα δει τα αρχαία, το υπέροχο μουσείο που φτιάξαμε, πανέμορφο είναι και μετά θα μπορούσε να πάει στο club να πιεί ένα ποτό, να χορέψει.
To punk, το new wave, η rap ήταν ισχυρά κινήματα. Κουλτούρες που ξεκίνησαν απ’ τον δρόμο. Δε το βλέπω πια αυτό. Πρέπει να γίνει κάτι, κάτι ιδιαίτερο. Βλέπω μια συνηθισμένη κατάσταση που δεν μου προξενεί ενδιαφέρον. Παρακολουθώ όμως τα εικαστικά, είναι ωραίο που γίνονται τέτοιες κινήσεις. Αλλά γιατί να μην γίνονται σε μεγαλύτερη κλίμακα; Λείπουν τέτοια δρώμενα από την πόλη. Η τέχνη πρέπει να βγει από τις γκαλερί, έξω στο δρόμο. Θυμάσαι κάτι αγελάδες που είχανε κάνει και τις είχαν μοιράσει σε διάφορες περιοχές; Τέτοια πράγματα πρέπει να γίνονται συνέχεια για να φαίνεται ότι η πόλη μας είναι ζωντανή. Παρόλα αυτά, αν ρωτήσεις τουρίστες θα σου πουν πως η Αθήνα είναι πανέμορφη. Αν λοιπόν τους αρέσει πολύ τώρα, φαντάσου που μπορεί να φτάσει η αγάπη τους για αυτήν, αν την προσέξουμε λίγο ακόμα».
«Δεν επιδιώκω να κάνω φίλους από το χώρο της μόδας ή των celebrities. Γνώριζα τον Ασλάνη και τον Billy Bo. Μάλιστα με τον Ασλάνη είχαμε στήσει μαζί μια επίδειξη όπου όλοι οι άντρες φορούσαν δερμάτινο τζάκετ και παντελόνια από το Remember. Ακόμα και ο γαμπρός που έβγαλε τη νύφη με το νυφικό που είχε σχεδιάσει ο Ασλάνης. Πολύ συμπαθής άνθρωπος, αλλά ενώ κάναμε μια δουλειά μαζί και του έστησα όλο το σκηνικό, το παρουσίασε όλο σαν δικό του. Αλλά αυτά γίνονται. Δεν κατηγορώ κανένα.
Οι Έλληνες είμαστε πολύ καλοί στην τέχνη, πάρα πολύ. Τα βλέπω και στο facebook εγώ. Έχουμε μια καλή κουλτούρα. Ένα απωθημένο έχω, που μάλλον δεν θα καταφέρω να το κάνω. Έναν χώρο που να προωθεί καινούριες ιδέες. Γλύπτες, ζωγράφους, σχεδιαστές μόδας. Είχα πάει μάλιστα στη Μελίνα Μερκούρη όταν ήταν Υπ. Πολιτισμού να της ζητήσω να μου παραχωρήσει ένα χώρο. Ξέρεις τι μου έδωσε; Με έστειλε να δω ένα δωματιακί σχεδόν κατεδαφισμένο. Μου λέει, θα το χτίσεις εσύ – κάτι που τότε θα στοίχιζε 40.000.000 δραχμές – και όταν πεθάνεις θα περάσει στο κράτος. «Πολύ ωραία», της λέω, «σας ευχαριστώ πολύ για τον χώρο. Θα ήταν ιδανικός για τουαλέτα, δεν βρίσκετε;», και σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν θέλει κανείς να βοηθήσει τους καλλιτέχνες. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να περπατάς στο Λονδίνο και να βλέπεις κάποιον να έρχεται και να φοράει ένα μπλουζάκι που να λέει «Δημήτρης Τσουανάτος» πάνω; Στο λέω και ανατριχιάζω. Ή όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν έρθει εδώ και παίρνουν τα ρούχα μου και τα φοράνε και λένε αυτό είναι δημιουργία ενός Έλληνα και ακούγεται η λέξη Έλληνας στο εξωτερικό. Με συγκινεί πολύ αυτό.
Εξακολουθώ να ασχολούμαι με την γλυπτική και τη μόδα. Φτιάχνω και πράγματα που δεν τα πουλάω. Απλά τα παρουσιάζω. Ακόμα δημιουργώ. Είμαι 70 χρονών και αν σταματούσα να φτιάχνω πράγματα ή να έρχομαι στο μαγαζί, μάλλον θα γερνούσα πιο γρήγορα. Έχω γράψει δύο βιβλία και τώρα είμαι στο τρίτο. Το ξεκίνησα πριν δεκαπέντε χρόνια και δεν λέει να τελειώσει. Τις προάλλες έφτιαξα ένα φόρεμα – γλυπτό και το χάλασα μετά από μία μέρα. Το κάνω συχνά αυτό για να κρατιέμαι σε εγρήγορση. Είναι αυτό που λέμε ο ηθοποιός πεθαίνει στο σανίδι, έτσι το βλέπω κι εγώ. Εδώ μέσα θα πεθάνω.
Είμαι ευτυχισμένος. Κάθε μέρα είμαι ευτυχισμένος. Το μήνυμα μου είναι πως η δημιουργία είναι η ζωή. Χωρίς αυτήν δε θα υπήρχαμε. Εφόσον ζω και δημιουργώ, ελπίζω για κάτι καινούριο. Κι εύχομαι παράλληλα με εμένα να ελπίζετε κι εσείς γιατί εγώ θα φύγω, αλλά οι νέοι που θα μείνουν πίσω μπορεί να τα καταφέρουν και να εξυψώσουν την τέχνη κι εγώ από εκεί που θα είμαι θα τους δω».
Remember, Ανδριανού 79, Πλάκα, τηλ.: 210 3216402