LIFE

Quiet quitting: Το φαινόμενο που κάνει τους εργοδότες να ανησυχούν

«Μέχρι στιγμής, αυτή είναι απλά μια δουλειά για μένα. Αν όμως ανέβω πιο ψηλά στην ιεραρχία, θα σήμαινε πως αυτή είναι η καριέρα μου και αν αυτή γίνει τελικά η καριέρα μου, τότε θα αναγκαστώ να πέσω στις ράγες ενός τρένου», τάδε έφη Τζιμ Χάλπερτ, πωλητής χάρτου στην Dunder Mifflin, ο τηλεοπτικός ήρωας που μας σύστησε το quiet quitting σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, χωρίς απαραίτητα αυτό να είναι ο στόχος των σεναριογράφων του Office. 

Ο ήρωας που υποδύθηκε για εννιά ολόκληρες σεζόν ο Τζον Κρασίνκσι, ήθελε απλά να πηγαίνει το πρωί στη δουλειά, μετά να γυρνάει σπίτι του και στο τέλος του μήνα να πληρώνεται. Δεν είχε φιλοδοξίες. Όχι γενικότερα για τη ζωή του, αλλά από αυτή τη δουλειά συγκεκριμένα. Κι αν τον Τζιμ Χάλπερτ τον κρατούσε στην χωρίς νόημα εργασία του ο έρωτάς του για την Παμ, τι είναι αυτό που κρατά εκατομμύρια εργαζόμενους σε δουλειές που δεν τους γεμίζουν;

Και τι στο καλό είναι τελικά αυτό το quiet quitting που τόσο πολύ ακούμε τους τελευταίους μήνες; Είναι σημάδι των καιρών ή είναι μια κατάσταση που υφίστατο χρόνια και απλά τώρα απέκτησε όνομα;

Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό στο quiet quitting, θα λέγαμε πως σημαίνει να κάνεις μόνο αυτό που ορίζει η εργασιακή σου σύμβαση και τίποτα περισσότερο. Δηλαδή, ο υπάλληλος δεν κάνει τίποτα επιπλέον από τα συμφωνημένα. Εξακολουθεί να εμφανίζεται βέβαια στη δουλειά, αλλά κάνει αυστηρά και μόνο αυτά που λέει το συμβόλαιο που έχει υπογράψει. Δεν αναλαμβάνει ευθύνες για τις οποίες δεν πρόκειται να αμειφθεί εξτρά, ούτε και απαντά σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εκτός των ωρών εργασίας.

Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο. Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που δουλεύουν για να ζουν και δεν ζουν για να δουλεύουν. Θα υπάρχουν πάντα εκείνοι που δεν θα θέλουν να αναλάβουν παραπάνω ευθύνες, για να μπορούν να έχουν προσωπική ζωή και να μην χρειάζεται να απαντούν σε επαγγελματικά emails από παραλίες, καφετέριες και εστιατόρια. Εκείνοι που με το που πάει η ώρα πέντε, θα θέλουν να αφήσουν ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά πίσω τους, μέχρι την επομένη στις εννιά το πρωί που θα πιάσουν και πάλι δουλειά. Και αυτό είναι ΟΚ. 

Η νοοτροπία που μας θέλει να βάζουμε τη δουλειά πάνω από την προσωπική μας ζωή, προκειμένου να θεωρούμαστε επιτυχημένοι, φαίνεται πως μόνο σε αδιέξοδο οδηγούσε. Αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που το burn out έγινε μέρος του καθημερινού μας λεξιλογίου. Το quiet quitting μπορεί στο πρώτο άκουσμα να δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι κακό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως κάποιος τεμπελιάζει εις βάρος των συναδέλφων του. Απλά κάνει μόνο αυτά για το οποία πληρώνεται.

Η πανδημία του κορωνοϊού φαίνεται πως ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και έκανε πολλούς να συνειδητοποιήσουν πως όσο κι αν προσπαθούν, η προσπάθειά τους πολύ πιθανόν να μην αποδώσει ποτέ καρπούς. Και όταν μιλάμε για καρπούς στον εργασιακό τομέα, εννοούμε προαγωγή και αύξηση.

Η κατάσταση αυτή, που τόσο γνώριμη είναι σε πολλούς από εμάς, απέκτησε όνομα το καλοκαίρι, όταν ο ΤikΤoker “Zaidlepppelin” εξήγησε το φαινόμενο σε βίντεό του και είδε τα σχόλια να παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας, με χιλιάδες κόσμου να ταυτίζεται. Και ήταν να μην γίνει η αρχή.

Το viral βίντεο του Zaidlepppelin έγινε η αφορμή για να δημιουργηθούν χιλιάδες ακόμα βίντεο, αλλά και να γραφτούν δεκάδες άρθρα στα πιο έγκριτα μέσα παγκοσμίως. 

Έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο στο Resume Builder, έδειξε πως 25% των εργαζομένων που πήραν μέρος στη μελέτη είπε πως κάνουν το ελάχιστο δυνατό στις εργασίες τους. Το 30% ήταν άτομα ηλικίας από 25 έως 34 χρόνων – το 8% άτομα άνω των 54 χρόνων που θεωρούν τους νεότερους «τεμπέληδες».

Φαίνεται πως την άποψη περί τεμπελιάς, όμως, συμμερίζονται και πολλοί εργοδότες, οι οποίοι αντί να αναρωτηθούν γιατί οι υπάλληλοί τους αποφασίζουν να ρίξουν ρυθμούς, βιάζονται να τους βάλουν την ταμπέλα «τεμπέλης».«Το πρόβλημα δεν έγκειται στην απροθυμία της νέας γενιάς να προσφέρει περισσότερα, αλλά στο γεγονός ότι, ειδικότερα εν μέσω πανδημίας, υπήρξε πλήρης καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η λύση συνεπώς στο εν λόγω κίνημα που έχει δημιουργηθεί παγκοσμίως, θα ήταν η παροχή επιπλέον κινήτρων στους εργαζόμενους, γεγονός από το οποίο θα επωφελούνταν τόσο οι ίδιοι όσο και οι επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι η ψυχολογία και η επιβράβευση (μισθολογική και βαθμολογική) των εργαζομένων αποτελεί το βασικότερο κίνητρο για τη μέγιστη αποδοτικότητά τους» είπε σε συνέντευξή της η Κέλλυ Σταυρουλάκη, δικηγόρος Αθηνών, LL.M Εργατικού Δικαίου.

Ο Adam M. Grant, οργανωτικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, λέει χαρακτηριστικά πως, «Η πανδημική κρίση και τα lockdowns στάθηκαν η αφορμή για να έρθουν οι νεότεροι κυρίως εργαζόμενοι, που βλέπουν το μέλλον να διαγράφεται πλέον δυσοίωνο, αντιμέτωποι με μία παλιά και χιλιοδιατυπωμένη ιδέα ότι η δουλειά δεν είναι ο σκοπός της ζωής, αλλά το μέσο για να ζει κανείς καλά. Τι νόημα λοιπόν έχει να δουλεύει κάποιος σε φρενήρεις ρυθμούς την ώρα που η δουλειά που κάνει δεν του εξασφαλίζει όχι μία καλύτερη, πιο άνετη ζωή, αλλά ούτε τα βασικά;». 

«Πριν από μισό αιώνα, σε ένα βιβλίο του, ο οικονομολόγος Albert Hirschman υποστήριξε ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες απαντήσεις στη δυσαρέσκεια: η έξοδος και η φωνή. Εάν δεν είστε ευχαριστημένοι με τη δουλειά σας, τον γάμο σας ή τη χώρα σας, μπορείτε είτε να αποφασίσετε να φύγετε είτε να ασκήσετε το δικαίωμά σας να μιλήσετε και να ζητήσετε βελτιώσεις. Ποια επιλογή διαλέγεις, εξαρτάται από εσένα. Ο Hirschman είχε δίκιο σε αυτό, αλλά η ανάλυσή του παρέλειψε κάτι σημαντικό: “τι κάνουν οι άνθρωποι όταν δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν να μιλήσουν, αλλά δεν έχουν και την πολυτέλεια να φύγουν”» τόνισε ο Adam M. Grant.

Ο καθηγητής οργανωτικής ψυχολογίας θέλει να κάνει σαφές πως η «σιωπηλή παραίτηση» δεν είναι τεμπελιά, αλλά ένας τρόπος διαμαρτυρίας των εργαζόμενων. Επισημαίνει πως, «το να κάνεις το ελάχιστο που μπορείς για να θεωρείται ότι επιτελείς το έργο για το οποίο πληρώνεσαι, συνιστά πλέον μια κοινή απάντηση στις άθλιες εργασιακές συνθήκες και την τοξική εργασιακή κουλτούρα που θέλει τη δουλειά να καθορίζει κάθε πτυχή της ζωής μας. Μία εναντίωση στους καταχρηστικούς εργοδότες και στους χαμηλούς μισθούς». 

Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι

Γεννήθηκε στην Αλβανία, λίγο πριν την πτώση του κομμουνισμού. Ζει στην Αθήνα από το 1997, παράτησε με μεγάλη επιτυχία το τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Παντείου και από το 2017 ασχολείται με την δημοσιογραφία.

Share
Published by
Ντενίσα-Λυδία Μπαϊρακτάρι