«Στην Αντίπαρο το 2000 παρίστανα τον σιωπηλό για να με περάσουν οι μεγάλοι για μεγάλο και η “έτσι” για θυμωμένο»

«Πέντε μέρες μας χτύπαγε η θάλασσα. Το έπαιρνε το κύμα το καράβι και το σήκωνε στον αέρα. Άκουγες την προπέλα να γυρίζει και να μη χτυπάει θάλασσα. Δεν μπορούσα να σταθώ. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Ούτε καν να θυμηθώ αυτές τις δύο μέρες που είχαμε περάσει στη Λας Πάλμας Ντε Γκραν Κανάρια. Εκεί στη μεγαλύτερη πόλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι χτισμένη στην Ευρώπη και βρίσκεις τα καλύτερα ποτά στις χαμηλότερες τιμές. Μολτ ουίσκι στα 3 ευρώ, βότκα ασημένια με ένα ζευγάρι δίευρων. Με τέτοιες τιμές, πως να μη μεθύσεις μαζί με τα κορίτσια που με τα χέρια τους θέλουν να αγγίξουν την Αφρική. Και μετά από το μεθύσι βόλτα στην Καντέρα που στα ελληνικά σημαίνει λατομείο, εκεί όπου η αμμουδιά παίζει με τα γιγαντιαία ξενοδοχεία που ορθώνονται από πάνω της.» Κάπως έτσι θα ήθελα να ξεκίναγε το κείμενο για την πρώτη φορά που πήγα μόνος μου διακοπές, αλλά δεν θα σας μιλήσω γι’ αυτό. Ούτε για την αμαρτωλή πόλη Πατάγια στην Ταϊλάνδη, ούτε για τον κόκκινο σκίουρο της Καμπότζης που τον μπερδεύεις με μαϊμού, ούτε για τους πλανόδιους «χυμαδόρ» του Μεξικό που στίβουν λεμόνι μαζί με πεπόνι και άλλα εσπεριδοειδή για να φτιάξουν τον πιο ωραίο χυμό του σύμπαντος. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Έχω που λέτε κάνα δύο βδομάδες που κάθομαι και παρακολουθώ μια παρέα από νεαρούς. Τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Στην ηλικία σας περίπου. Πόσο είσαι εσύ; Είκοσι, εικοσιδύο; Να, εκεί. Είχαν στήσει την σκηνή κοντά στη δική μου. Και τους παρακολουθούσα που λέτε να βουτάνε τα χέρια τους σε μια μεγάλη σακούλα μπλε, του μπακάλη. Να, σαν και αυτή που έχεις εσύ στα χέρια σου τώρα. Λοιπόν και που λες, η σακούλα ήταν γεμάτη φούντα, πράσινη. Όχι, όχι δεν ήταν καμιά φοβερή ποιότητα αλλά ήτανε πολύ. Βουτούσαν αυτοί τα χέρια τους μέσα και στρίβανε συνέχεια κάτι τρίφυλλα και καπνίζανε όλη την ώρα. Είχα τρελαθεί να τους βλέπω να μαστουριάζουνε. Και που λες για να μη στα πολυλογώ, είναι μια μέρα που μου την βαράει και βλέπω απέναντι μου έναν από αυτούς με ένα στριφτό στο χέρι. Κάνω μια, δυο και του το αρπάζω και το ρουφάω λες και ήμουνα διψασμένος και βρήκα το νερό. Ο μάγκας με κοιτάει περίεργα. “Αυτό είναι σκέτο τσιγάρο”, μου λέει και φεύγει χαμογελώντας.» Ο άνδρας που διηγείται την ιστορία είναι πολύ μαυρισμένος για την εποχή. Σαν να μην έφυγε ποτέ από τον ήλιο, η επιδερμίδα του έχει σπάσει όπως το άνυδρο έδαφος. Πλησιάζει τα 40 και κυκλοφορεί συνέχεια γυμνός από τη μέση και πάνω και με ένα στενό τζιν σορτσάκι που  δεν το αποχωρίζεται για κανένα λόγο. Δίπλα του μια φιγούρα βγαλμένη μέσα από το Sons Of Anarchy. Ξανθός, κοτσίδα, άσπρα μούσια, μπλούζα Harley, γιλέκο στο κατακαλόκαιρο. Φορούσε πάντοτε μαύρο παντελόνι γιατί κάπου σε ένα τρακάρισμα είχε χάσει το ένα του πόδι. Κοινό τους πάθος οι μηχανές. Όχι πάθος, η ζωή τους όλη. Απέναντι τους ένας έφηβος που μόλις είχε λίγο καιρό που είχε κλείσει τα 17. Ιούλιος του 2000 στην Αντίπαρο, τις μέρες που ο Σιλβέν Βιλτόρ έγραφε με χρυσά γράμματα το όνομα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο πετυχαίνοντας το νικητήριο γκολ στον τελικό με την Ιταλία και χαρίζοντας στη Γαλλία το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Τον αγώνα τον είδα μαζί με τους δύο μηχανόβιους. Αλήθεια, τι δουλειά είχα με δαύτους;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Β’ Λυκείου με εξάντλησε όσο δεν με έχει εξαντλήσει τίποτα στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Ράκος. Οι αιτίες πολλές. Ο νόμος Αρσένη έβαλε τους μαθητές να δίνουν Πανελλήνιες και στη Β’ Λυκείου. Ένα κάρο μαθήματα.  Υπήρχαν επίσης κάτι ποσοστά σε σχέση με το βαθμό που έπαιρνες στα προφορικά σε συνάρτηση με το απολυτήριο της επόμενης τάξης. Εκτός από φροντιστήρια, ιδιαίτερα, ευχέλαιο και δεν ξέρω τι άλλο, χρειαζόσουν κι ένα μαθηματικό να σου εξηγήσει τι βαθμό θες ώστε να περάσεις στη σχολή που θες. Ήμουνα το κλασικό παράδειγμα του έξυπνου παιδιού που δεν διάβαζε πολύ. Αυτό στο σχολείο σήμαινε ότι ήμουν ένας ευχάριστος άχρηστος. Εκτός από τις εκπαιδευτικές υποχρεώσεις έκανα και την προσπάθεια να περάσω από την κατηγορία φλώρος σε αυτή του αλανιού. Ζόρι κι εκεί αλλά ήρθε όλα να τα λύσει ο έρωτας. Πείτε όποιον ποιητή θέλετε, όποιον στίχο, όποιο τραγούδι, ταινία, βιβλίο, ό,τι  βάζει ο νου σας πως είναι η πιο δυνατή περιγραφή για τον έρωτα, αυτό που νιώθει ένα αγόρι στην εφηβεία του δεν μπορεί να αποτυπωθεί με τίποτα. «Εξουθενωτικό» είναι η λέξη που πλησιάζει, αλλά ελάχιστα. Οπότε όλη αυτή την κοπιώδη αποτυχία (και βαθμολογική φυσικά) είπα να την διασκεδάσω πέντε μερούλες με την «έτσι» στο ξακουστό κάμπινγκ της Αντιπάρου. 

Τις επόμενες φορές που επισκέφθηκα το νησί κατάλαβα ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα  εκτός από το camping. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, οι φορές που βγήκαμε έξω από αυτό ήταν για να βρούμε φαρμακείο αφού είχαμε αποφασίσει να μαυρίσουμε μέχρι να πληγιάσει το δέρμα μας από τα εγκαύματα και ίσως για να πάμε στη Λα Λούνα. Μπάνιο στην άθλια παραλία του κάμπινγκ με χάι λάιτ της ημέρας την εμφάνιση της κόκκινης καντίνας με το παγωτό, φαγητό στο εστιατόριο του κάμπινγκ, άραγμα εκεί και μετά ύπνο. «Πάω για ποτό», άκουγα να λένε και πίστευα ότι άλλαζαν ήπειρο, πως μπορεί να μη γυρίσουν ποτέ. Ήταν και που δεν είχαμε λεφτά για να κάνουμε ζωάρα, ίσα που μας έφταναν οι δραχμές για να πληρώσουμε το κάμπινγκ και κάτι να φάμε. Επίσης όσο κι αν  θέλαμε να το παίζουμε ώριμοι επειδή είχαμε σχέση, ήμασταν κάτι νιάνιαρα που άφησαν τη σπιτική ασφάλεια για να βρεθούν κοντά σε κάτι τύπους που, ανάμεσα στις τζούρες και στις μηχανές, φιλοσοφούσαν για τη ζωή με κάτι ιστορίες που δεν είχαν αρχή, μέση και τέλος. Κάποιος που ταξίδεψε όλο τον κόσμο με μηχανή και στην τελευταία στάση πέθανε, πώς ψήνουν το χασίς οι άραβες για να βγει η «σοκολάτα», για έναν που έμεινε στο κάμπινγκ πέντε χρόνια συνεχόμενα και αν ψάξεις καλά στο βάθος, στις καλαμιές, θα βρεις μερικά από τα πράγματά του. Για το ροκ που ποτέ δεν πεθαίνει και για γυναίκες που δεν πρέπει να τις σέβεσαι για να σε ακούνε. «Εγώ, στη θέση σου, θα την πρόσεχα τη μικρή. Γυρνάει πολύ και λέει διάφορα», μου έλεγε εμπιστευτικά ο κουτσός με τη Harley. Όπως καταλαβαίνετε, όλα αυτά τα περνούσα μόνος μου. Η σχέση με την «έτσι» είχε βαλτώσει και το πρόγραμμα ήθελε να τριγυρνάμε όλοι μέρα μόνοι μας, κάποια στιγμή βρισκόμασταν και τσακωνόμασταν με απειλές Ρώσων καταζητούμενων σε χαμαιτυπεία της Μαδαγασκάρης, μετά χανόμασταν στο άδειο κάμπινγκ, το βράδυ στη σκηνή έπεφτε ο τελικός τσακωμός, ερχόταν μια κάποια κόπωση που επέβαλλε τη ηρεμία, ακολουθούσε η απαραίτητη κινησιολογία για καληνύχτα και το πρωί ξανά μανά από την αρχή.

Πολλές φορές μπερδεύουν τους σιωπηλούς ανθρώπους με τους αντικοινωνικούς. Θέλουν ή να πετάγονται ή να πετάγεσαι. Να λέει κάποιος πως κέρδισε πέντε ευρώ και να απαντάει ο άλλος πως κέρδισε δέκα. Να λες πως είδες αυτή τη συναυλία και να απαντά ο άλλος ότι έχει ακούσει  την μπάντα πέντε φορές. Να λες πως πήγες ένα ταξίδι και να σου λένε πως πήγαν περισσότερα. Να λες πως έφαγες ένα νόστιμο φαΐ και  κάποιος άλλος πως έφαγε ένα νοστιμότερο. Να λες πως κέρδισες την ομάδα του και αυτός να σου απαντά ότι σε έχει κερδίσει πιο πολλές φορές. Να λες πως φιλήθηκες με μια και να σου λένε πως φιλήθηκαν με τρεις. Πάντα, παντού και πάντοτε θα υπάρχει κάποιος που έχει κάνει παραπάνω. Και τα κοινωνικά δίκτυα πέτυχαν αυτό – να εκμεταλλευτούν τη βαρεμάρα και να διογκώσουν τη ζήλεια μας. Παλιά αισθανόμασταν ότι κάπου περνάνε καλύτερα, τώρα το βλέπουμε κιόλας. Όταν αποδεχτεί κανείς την ήττα θα δει πως η ζωή έχει ενδιαφέρον ακόμα και αν δεν έχεις τίποτα να πεις. Στην Αντίπαρο οι κουβέντες μου ήταν ελάχιστες. Δεν είχα κάνει κάτι παραπάνω από κανέναν, δεν είχα καμία ιστορία να διηγηθώ, μόνο παρίστανα τον σιωπηλό για να με περάσουν οι μεγάλοι για μεγάλο και η «έτσι» για θυμωμένο. Στο τέλος κάθε μέρας κερδισμένος έβγαινα: και τα κόλπα των μεγάλων έκανα και η «έτσι» γύρναγε στη σκηνή. Οι μέρες ήταν διαολεμένες αλλά περνούσαν. 

Τότε ήμουνα έτσι! Και σκουλαρίκια και δύο κοντομάνικα μαζί.

Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να ρωτάει κάτι μορφές αν έτυχε να ήταν στο κάμπινγκ της Αντιπάρου τον Ιούλιο του 2000 και θετική απάντηση δεν έχω πάρει. Μόνο η «έτσι» υπάρχει να το επιβεβαιώσει, μα έχουμε χαθεί εδώ και χρόνια. Επιβιώσαμε μακριά ο ένας από τον άλλον παρά τις υποσχέσεις που δώσαμε. Βλέπετε, δεν ήμασταν τόσο μεγάλοι όσο νομίζαμε και τελικά αυτά που θέλαμε να κάνουμε ήταν πολλά παραπάνω. 

Υ.Γ. Για την ακρίβεια μόνος μου διακοπές είχα πάει και πιο μικρός αλλά με κάποια εποπτεία. 16 χρονών εργαζόμουν σε μια περιοδεία της Άννας Κοκκίνου στην Κρήτη. Στην ουσία ήταν δύο παραστάσεις κατά τις οποίες είχα το βαρύ βαρύ έργο να βάζω τη μουσική και να κουνάω έναν προβολέα την κρίσιμη στιγμή. Από τη μία παράσταση στην άλλη υπήρχαν κάτι μέρες διαφορά και αποφάσισα να πάω να βρω κάποια που ήμουν τσιμπημένος, υποτίθεται ότι ήταν και αυτή, αλλά παίζει να είχαμε πει μια φορά ένα γεια. Από το Ηράκλειο που ήμουν πήγα στην άλλη άκρη σ’ ένα παραλιακό χωριό στη Σητεία. Εκεί τη βρήκα, οι εκεί «επόπτες» είχαν σχεδιάσει να ευοδωθεί το καλό σενάριο αλλά μείναμε στις τυπικούρες. Καβάλησα πάλι τα λεωφορεία και γύρισα στο Ρέθυμνο. Στο ξενοδοχείο το έριξα στα ροζ τηλέφωνα για να έρθω στα ίσα μου. «60 δραχμές το λεπτό θα μου φτάσουν. Τόσα παίρνω από την παράσταση», σκέφτηκα. Δεν ξέρω αν έχετε καλέσει ποτέ αλλά όταν το κάνετε να έχετε στο νου σας πως μέχρι να βγει η κυρία στην άλλη πλευρά περνάνε αιώνες. Το αποτέλεσμα ήταν να μην κάνω τη δουλειά μου και να χρεώσω το δωμάτιο ένα αστρονομικό ποσό. Όταν ήρθε να μου το πει η «εποπτεία» έκανα τον ανήξερο. «Δεν μπορεί. Έλειπα. Κάποιος θα μπήκε στο δωμάτιο μου». Έγινε το θαύμα και από το ξενοδοχείο το δέχτηκαν. Μετά από λίγες μέρες έχασα 30.000 δραχμές από την τσέπη μου περπατώντας σ’ έναν επαρχιακό δρόμο κοντά στο Δερβένι Κορινθίας. 

Υ.Γ.1 Ε, βασικά αφού τα λέμε όλα τώρα, ας ομολογήσω ότι διακοπές μόνος μου είχα πάει ακόμα πιο μικρός. Γυμνάσιο τώρα εγώ και στον πεζόδρομο της Επταχάλκου στο Θησείο υπήρχε (υπάρχει;) ένα μαγαζί που πουλούσε βιολογικές τροφές. Εκεί είχα ερωτευθεί σφόδρα μια ξανθούλα, λίγο μεγαλύτερη από εμένα, που βοηθούσε τ’ απογεύματα. Μια μέρα που πάμε εκεί να πάρουμε τα τυριά, τα όσπρια, τα φρούτα και τα λαχανικά βλέπω σε μια αφίσα ότι ετοιμάζουν εκδρομή οι «υιγιεινιστές», έτσι τους λέγαμε, για την Πελοπόννησο. Ψήνω τη μάνα μου να με στείλει να ξεφύγω από το τζανκ φουντ και να μπω στο δρόμο του βασιλικού πολτού. Ευκολάκι. Πήγαμε κάπου στην Πελοπόννησο, ούτε που θυμάμαι. Την πρώτη μέρα κοιμηθήκαμε κάτω από τις κερασιές και φάγαμε παξιμάδι με μέλι. Μέσα στα διάφορα έπιασα μια επαφή με το πρόσωπο. Την άλλη τη μέρα βρεθήκαμε καλεσμένοι σ’ ένα κτήμα. Όλα πηγαίναν ωραία και καλά μέχρι που με ρωτάει η πανούργα: «Παστίτσιο, τρως;». «Ναι», απαντάω ο βλαξ με μια φυσικότητα. Βουρλίζεται αυτή και αρχίζει και φωνάζει «Μαμά, μπαμπά, παιδιά, ο Σταύρος τρώει παστίτσιο, ο Σταύρος τρώει κρέας.» Μη σας ζαλίζω άλλο, μέχρι την επιστροφή ήθελα ν’ ανοίξει η «μάνα» γη να με καταπιεί μετά από τέτοιο οικολογικό μπούλινγκ. 

Σταύρος Διοσκουρίδης

Ο Σταύρος Διοσκουρίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1983 στην Αθήνα. Παράλληλα με τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες ξεκίνησε και την ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Popaganda. Επίσης από το 2008 «διατηρεί» την εκπομπή Λατέρνατιβ μαζί με τον Παναγιώτη Μένεγο (08.00-10.00, Εν Λευκώ 87.7) .

Share
Published by
Σταύρος Διοσκουρίδης