Τίποτα Καλύτερο Από Έναν Καλοκαιρινό (Παραλίγο) Καβγά

Μ’ αρέσει να πιστεύω, και νομίζω δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια, ότι όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν το 1980-81 πήγαν τις πρώτες τους διακοπές μετά το σχολείο στην Πάρο. Στα μάτια μας τότε ήταν πιο «εναλλακτική» από τη Μύκονο και λιγότερο «γραφική» απ’ όλες τις απόψεις σε σχέση με την Σαντορίνη. Για Μικρές Κυκλάδες ούτε λόγος. Tα 90s, η δεκαετία που γιγαντώθηκε το άτσαλο ελληνικό lifestyle, τις είχε εκτοπίσει περιθωριοποιημένες στην άκρη. (Σχεδόν 15 χρόνια μετά, βετεράνος πια της Αμοργού, βλέποντας ένα 17χρονο ανά τετραγωνικό εκατοστό στην Αιγιάλη θα συνειδητοποιούσα ευχαριστημένος ότι το νησί του Απέραντου Γαλάζιου είχε γίνει ο δικός τους «υποχρεωτικός» προορισμός, «το indie ήταν πια το νέο mainstream».) Τέλος πάντων μην τα πολυλογώ, έγραψα τις εξετάσεις μου, έδωσα ποιητικό τόνο στο φτωχό μου περφόρμανς στα Μαθηματικά ακούγοντας στο repeat τον Αγγελάκα να λέει «για νέες ήττες, για νέες συντριβές κάθε στιγμή είναι μια υπέροχη ευκαιρία», στο μηχανογραφικό ούτε θυμόμουν τι είχα βάλει (όχι πρώτη τη Δημοσιογραφία πάντως, «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» αφού), κοπροσκύλιασα με πολύ Sportime και λίγο Ελευθεροτυπία και περίμενα την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου για τις Πρώτες Διακοπές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Υποθέτω επειδή ενδόμυχα ήμασταν κάπως μετανιωμένοι που είχαμε πάει πενταήμερη με τα κορίτσια μας, κάποιοι από μας τα χωρίσαμε πριν την Πάρο επιβεβαιώνοντας ότι η Πρώτη Φορά (Μόνοι) Διακοπές είναι το απόλυτο τεστ εξωστρεφούς εορτασμού του μικροαστισμού με τον οποίο έχεις μεγαλώσει και πλέον καλείσαι να μοιραστείς ελεύθερα με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Δεν ξέρω τι πιστεύαμε ότι θα κάνουμε, γενικά δεν κάναμε και πολλά σε κάτι Βαρελάδικα της κακιάς ώρας και κάτι psychedelic πάρτι («Rage Against The Machine δεν παίζει πουθενά; Beastie Boys;»). Και σίγουρα δε βοήθησε τη φιλοδοξία να μετατρέψουμε τις ορμές μας σε ένα βιώσιμο σεξουαλικό σχέδιο (το οποίο μου φαίνεται τρομερά αστείο με δεδομένο ότι οι μισοί δεν είχαμε κλείσει τα 18 κι εγώ προσωπικά είχα κοτσίδα και κόντρα ξυρισμένο μαγουλάκι) το γεγονός ότι μπορεί να ξεκινήσαμε οι, ας πούμε 6 κολλητοί της Γ’ Λυκείου, αλλά καταλήξαμε πολλοί περισσότεροι. Πάρα πολλοί περισσότεροι. Γιατί ήρθε κι ο κολλητός από το γυμνάσιο. Με το παπί του. Κι ο συμμαθητής από το φροντιστήριο. Με το παπί του. Και κάτι μεγαλύτεροι από τη γειτονιά. Με τα παπιά τους. Κι ένα παιδί από την πλατεία. Με τη μηχανή του και μερικά κορίτσια, τα οποία διάνθισαν το κάδρο και μας πρόσφεραν ανακούφιση ανάλογη με όση νιώθει σήμερα ΠΑΣΟΚος που βρίσκει την ψήφο του. (Ναι, ήμασταν από τα δυτικά προάστια και η λέξη «κάγκουρας» όχι απλά δεν έχει φτάσει στη Γλυφάδα, δεν είχε εφευρεθεί καν.)

Η ιστορία ξύπνησε αναμνήσεις, οι αναμνήσεις άνοιξαν σεντούκια, τα σεντούκια απέδωσαν ευρήματα, κάποιο send πατήθηκε, αφού σε αυτή τη σειρά κειμένων όλοι μαρτυράμε ορίστε τι σημαίνει “κοτσίδα και κόντρα ξυρισμένο μαγουλάκι” (φωτό ένα χειμώνα πριν)

Το κακό όταν δημιουργείται μια τεράστια παρέα αγοριών, με ελάχιστη κοριτσίστικη παρουσία, σε ένα Κυκλαδονήσι μπορείτε να το φανταστείτε. Υπάρχουν όμως κι αρκετά καλά. Ας πούμε μπορείς να παίξεις 5×5 στις διακοπές και να έχεις και αναπληρωματικούς (το κάναμε). Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα βρεις παρέα να δεις το Μουντομπάσκετ 1998 που παράλληλα γίνεται στην Αθήνα και το έχεις ένα άγχος. Μπορείς επίσης να βασίζεσαι στο ότι δε θα ξεμείνεις από λεφτά γιατί πάντα κάποιον μπορεί να κερδίσεις σε τάβλι-στοίχημα και να βγάλεις την επόμενη μέρα (αν χάσεις, τα γράφεις στο χιόνι) και, το κυριότερο, είσαι Άφοβος. Άτρωτος. Ατρόμητος.

Που λέτε κάθε μεσημέρι πριν πάμε παραλία περνούσαμε από ένα Rent A Bike, εκεί δίπλα στο γεφυράκι της Νάουσας. Εντάξει, εγώ κοτσίδα και μαγουλάκι είπαμε, αλλά στους τσαμπουκάδες πρώτος – τα ράμματα στο αριστερό μου φρύδι το επιβεβαιώνουν με την υποσημείωση ότι ήμουν αυτός που τον έτρωγαν οι κότες επειδή ανακατευόταν με τα πίτουρα. Τέλος πάντων, ήταν ένας λίγο μεγαλύτερος μάλλον. Κάθε μέρα κάρφωμα. Ανάμεσα στα μάτια. Χωρίς λόγο. Μη φανταστείτε bromance, απλή αγνή μαγκιά – στα 17 όταν ο άλλος σε καρφώνει, δεν γυρίζεις το βλέμμα. Ή έτσι μας είχαν πει. Ένα απόγευμα περνάω μόνος, χωρίς entourage. O man βλέπει το κενό, χώνεται. Σπρωξιές, «τι με κοιτάς ρε πούστη;», ψιλογαρδελική φάση Τσακάλια, μέχρι που βγαίνει και το αφεντικό του –ακριβώς ο σωματότυπος στον οποίο καταλήγουν οι άνδρες κοντά στα 40 ύστερα από πολλά χρόνια που βάζουν σος στο σουβλάκι- και μου ρίχνει και δυο σωφρονιστικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άφοβος, Άτρωτος, Ατρόμητος, μα κι απρόσμενα φλεγματικός, ευχαρίστησα (!) τους αντίμαχους και ανανέωσα χαμογελαστός το ραντεβού σε λίγα λεπτά της ώρας. Δωμάτιο, το και το στους roomies, τηλέφωνο με το μοναδικό κινητό που υπήρχε στους υπόλοιπους και σε ένα τέταρτο της ώρας έξω από το Rent A Bike είχε περισσότερο κόσμο κι απ’ όσο μάζευε τότε το King Size. O μεν πιτσιρίκος υπάλληλος και ο δε χοντρός ιδιοκτήτης τρομοκρατημένοι αφού κάθε διμοιρία που ερχόταν έκανε κι ένα μονόπρακτο για να δηλώσει την παρουσία της με ένα απειλητικό «ποιος πείραξε τον φίλο μας;» σε διαφορετικές εντάσεις κι αποχρώσεις. Φυσικά, γαβγίζαμε. Δεν υπήρχε περίπτωση να δαγκώσουμε. Γαβγίζαμε τόσο πολύ που από το απέναντι Rent A Car θυμάμαι να μας ρωτάνε απηυδισμένοι από την επιθεώρηση που τους έτυχε «τελικά, θα τους δείρετε ή όχι;». Επικράτησε η ψυχραιμία. Και στο φινάλε μας ρώτησαν «πού θα πάτε το βράδυ;». Στραβωμένοι εκ νέου, σίγουροι ότι θα μας την στήσουν, ρωτήσαμε «γιατί;». «Μα για να κεράσουμε κανά σφηνάκι τώρα που τα βρήκαμε», η καθησυχαστική απάντηση. Σχεδόν αγκαλιαστήκαμε, μάλλον πεπεισμένοι ότι, τελικά, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από έναν καλοκαιρινό (παραλίγο) καβγά.

Την επόμενη χρονιά πήγαμε Σαντορίνη, συντριπτικά λιγότεροι, και σαφώς πιο ερωτικοί σε εξαιρετική male-female αναλογία . Τρία χρόνια μετά επέστρεφα στην Πάρο, σχεδόν συνειδητοποιημένος ρείβερ σε ένα σπίτι που κάθε μέρα είχε κι άλλους ένοικους να χορεύουν κάποια Global Underground συλλογή με σβηστά τα φώτα. Εκείνη τη χρονιά  πάντως, μόλις γυρίσαμε και μάθαμε ότι περνάμε Αθήνα, τα ξαναφτιάξαμε (για λίγο) με τα κορίτσια μας. 

Παναγιώτης Μένεγος

Share
Published by
Παναγιώτης Μένεγος