«Φυσάει μελτέμι, βυθίζω τις πατούσες μου στην υγρή άμμο, βυθίζω τη μούρη μου στο στέρνο σου, τρώω παγωτό ξυλάκι φράουλα, φοράω βραχιόλια στους αστραγάλους, φοράω άρωμα White Musk, βάζεις τη μύτη σου στο πίσω μέρος του γόνατου και με μυρίζεις, βγάζω το  μαγιό, επιπλέω στην επιφάνεια της θάλασσας, είμαι ένα πτώμα που τα αυτιά του μια βυθίζονται στο νερό μια αναδύονται στην επιφάνεια, είμαι ένα ζωντανό πτώμα, το μόνο που υπάρχει ενώ επιπλέω είναι η ανάσα μου και ο ήλιος που καίει τα κλειστά μου βλέφαρα, είμαι αστερίας, είμαι αχινός, με τρως, νιώθω τη γλώσσα σου, οι ασβεστωμένοι τοίχοι με τυφλώνουν, ξαπλώνω κάτω από τα αλμυρίκια, κοιμάμαι, κοιμάμαι όπου βρω, βγαίνω από τη θάλασσα, γλείφω τα μπράτσα μου, αλάτι, ιώδιο, καλοκαίρι, σάλιο, ποτίζω τη γλάστρα με τον βασιλικό, πιάνω τα μαλλιά μου αλογοουρά, φιλάω τους ιδρωμένους σου κροτάφους, στην “Ηλέκτρα” παίζει τον Άγγλο Ασθενή, “ New lovers are nervous and tender, but smash everything. For the heart is an organ of fire”, πίνω παγωμένη λεμονάδα, ακούω τα τζιτζίκια να ξελαρυγγιάζονται, ξύνω το ταλαιπωρημένο γατί στο πηγούνι, φτύνω τα κουκούτσια του καρπουζιού, σε ταΐζω με την καρδιά μου, κάθομαι στην ψάθινη καρέκλα της ταβέρνας, τα μπούτια μου γεμίζουν σημάδια, έχω μελανιές στα γόνατα, έχω σκληρές πατούσες, βάφω τα νύχια των ποδιών μου, παίζω με τα μαλλιά σου, βγάζω φωτογραφίες το ηλιοβασίλεμα, τρίβομαι στα σεντόνια, η πλάτη μου ξεφλουδίζεται, το σύμπαν είναι βουτηγμένο σε αντηλιακό καρύδα, δεν με τσιμπάει ούτε ένα κουνούπι, παίρνω τηλέφωνο την μαμά μου και εκείνη δεν ανησυχεί για τίποτα, πετάω πάνω στην ιπτάμενη πετσέτα θαλάσσης, πίνω την τρίτη pina colada της βραδιάς, γλιστράω μέσα στο καλαμάκι, γλιστράς μέσα μου, “it ‘s my life to ruin, my own way” τραγουδάει ο Morrissey, χώνομαι μέσα σε ένα κοχύλι, ο δόκτωρ Μπου με παίρνει από το χέρι και με συστήνει στον Κόκκινο Λευτέρη, τα βράδια ονειρεύομαι δελφίνια, τα μεσημέρια τα βλέπω δίπλα μου, τα πρωινά ξυπνάω νωρίτερα στην αγκαλιά σου μόνο και μόνο για να ακούσω την ανάσα σου ενώ κοιμάσαι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έτσι ονειρευόμουν να περάσω τις πρώτες μου καλοκαιρινές διακοπές χωρίς τους γονείς μου. Τελικά τις μοιραίες εκείνες ημέρες αδιαθέτησα κι επειδή ήμουν μικρή και συγκινητικά αθώα, δηλαδή φλώρος για να λέμε αλήθειες, απαρνήθηκα (ολοκληρωτικά) τους έρωτες και (σχεδόν) τα μπάνια. Από τότε η ζωή μου έμαθε ότι τα καλύτερα θα συμβούν όταν δεν τα περιμένω. 

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.