Το καλοκαίρι του 1991 τελείωσα το λύκειο και πήγα διακοπές χωρίς γονική συνοδεία. Πρώτη φορά βλαχαδερά, τέσσερα γκαβλωμένα πατησιωτάκια φιλοξενηθήκαμε στο καβατζόσπιτο ενός πέμπτου με ρίζες απο Σαντορίνη. Θυμάμαι τα απολύτως απαραίτητα. Το έξαλλο, παράλογο μεθύσι της πρώτης νύχτας, με την ανατολή να με βρίσκει κοιμισμένο σε μια λίμνη στομαχοζυμωθείσης μπίρας, στην είσοδο ενός ψιλικατζίδικου. Την μάταιη αναζήτηση ενός από την παρέα, ο οποίος ηράσθη σφόδρα μια σπαρτιάτισσα και εξαπέλυσε ανελέητο σεξοκυνηγητό (κάποτε μάθαμε ότι τη διακόρευσε πολύ αργότερα στην έδρα της στη Λακωνία). Την σπαταλημένη λίμπιντο σε κρυφές στιγμές. Το κέικ που αφήσαμε στην πόρτα των κοριτσιών από την Ολλανδία και το ευχαριστήριο σημείωμα που μας επέδωσαν, σε άψογη αττική διάλεκτο. Τον καθημερινό τίμιο ιδρώτα στο Τιθόρα κλαμπ, με κιουράκια και ροκάκια, φτηνές μπίρες και χορό αταμπέλιαστο. Τα βραδινά λεωφορεία με συνεπιβάτες τους ήπιους τουρίστες. Την αραιοκατοικημένη χέρσα γη της Θήρας. Το παντελώς ανεξερεύνητο Καμάρι. Τα σουβλατζίδικα και τα κοσμηματοπωλεία των Φηρών. Ενα κορίτσι που το έλεγαν Ντέμυ. (Δεν γάμησε κανείς, αν υπάρχει απορία δηλαδής).

** το τραγουδι που σημάδεψε εκείνο το καλοκαίρι του ’91, πέραν από τους προφανείς λόγους καλαισθησίας, έδινε πάτημα στην παρέα για το σαχλό λογοπαίγνιο λάβε-σπέρμα (κατάλαβες τώρα) **

Ανδρέας Ράπτης

Share
Published by
Ανδρέας Ράπτης