Αυτές τις μέρες ένα θέμα που παίζει αρκετά «δυνατά» στην επικαιρότητα του Ηνωμένου Βασιλείου είναι ο περίφημος «φόρος της Google» ή Google tax. Πρόταση του υπουργού οικονομικών της χώρας, George Osborne, το εν λόγω μέτρο βάζει στο στόχαστρο ως επί το πλείστον τη Google αλλά και τις άλλες εταιρείες Τεχνολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο λόγος; Το γεγονός ότι εκμεταλλευόμενες μια σειρά «παραθυρακίων» που τους προσφέρει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, αυτές είναι σε θέση να κερδίζουν υπέρογκα ποσά χωρίς να πληρώνουν την ανάλογη φορολογία.
«Κάποιες εταιρείες Τεχνολογίας καταφεύγουν σε εξωφρενικές τακτικές προκειμένου να πληρώσουν μικρούς ή και καθόλου φόρους εδώ. Αν κάποιος εξαπατά το φορολογικό μας σύστημα, προδίδει και την εμπιστοσύνη του Βρετανικού λαού», ήταν τα λόγια του Osborne που «φωτογράφησε» τη Google –εξ’ ου και το «όνομα» του μέτρου. Η τελευταία πέρυσι παρουσίασε έσοδα £3,4 δισ. πέρυσι στο Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο πλήρωσε φόρους ύψους μόλις £20,4 εκατ. Ο λόγος; Η Google εισπράττει τα έσοδά της από το Ηνωμένο Βασίλειο μέσω της ιρλανδικής εταιρείας Google Ireland Holdings που όμως έχει την έδρα της στις Βερμούδες. Πρόκειται για τακτική που δεν ακολουθεί μόνο η Google στο «Νησί» καθώς στο περίφημο πλέον «double Irish» μοντέλο έχουν καταφύγει κι άλλες εταιρείες όπως η Apple, το Facebook και η Microsoft.
Μέχρι τώρα, η βρετανική κυβέρνηση προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να «παγιδεύσει» τις εταιρείες αυτές και έχοντας ανοίξει τα χαρτιά της, η λογική λέει πως κατά πάσα πιθανότητα έχει βρει και τον τρόπο να εισπράξει τους επιθυμητούς φόρους. Συχνά το κοινό αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν εταιρείες σαν και τις προαναφερθείσες να έχουν αποκτήσει τόση δύναμη, έχοντας παράλληλα ένα γερό κομπόδεμα. Η αλήθεια είναι ότι με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μόνες τους, η δουλειά δεν γίνεται. Καλά όλα αυτά δηλαδή αλλά σπανίως αρκούν. Όσο μια εταιρεία τέτοιου διαμετρήματος γιγαντώνεται, τόσο μεγαλώνει κι η ανάγκη για σωστή οικονομική διαχείριση και με αυτό εννοούμε την πλήρη εκμετάλλευση κάθε νομοθετικού πλαισίου προς όφελος του ταμείου. Από τη στιγμή δε που για να γίνει όλο αυτό δεν έχει καταγραφεί καμία παράτυπη ενέργεια, τότε κι οι ίδιες οι εταιρείες είναι καλυμμένες και ουδείς μπορεί να τους προσάψει το παραμικρό.
Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βέβαια και μπορεί στην περίπτωσή μας τα μεγάλα brands να μην είναι τίποτα απ’ τα δύο, όμως ο πρώτος χρόνος αυτός φαίνεται πως μάλλον περνά.