Μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων είναι αυτά τα 15 δευτερόλεπτα. Εκείνη η μαγική στιγμή που άνοιγα την κονσόλα του κλασικού PlayStation®, έπιανα το χειριστήριο στα χέρια (το dual shock, φυσικά, για την λίγο πιο διαδραστική εμπειρία του παιχνιδιού) κι ετοιμαζόμουν να εξερευνήσω όλους αυτούς τους φανταστικούς κόσμους των παιχνιδιών που είχα σε μια ειδική γωνιά της δισκοθήκης μου. Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που έφτασε σπίτι το «Μεγάλο Κουτί» και με απόλυτη παιδική ανυπομονησία, δεν κρατιόμουν μέχρι να συνδεθούν τα καλώδια, να μπει η κονσόλα στην πρίζα, να μάθω «ποιό κουμπί κάνει τι» και να παίξω αρχικά τα δύο-τρία πρώτα παιχνίδια. Μετά άρχιζα να επενδύω σταδιακά το χαρτζιλίκι από παππούδες, γιαγιάδες, θείους, θείες στο επόμενο παιχνίδι που θα έπαιρνα.
Έκτοτε πέρασαν κάποια χρόνια, το πρώτο PlayStation® διαδέχθηκαν οι επόμενες κονσόλες, αλλά αυτή η πρώτη γκρι κονσόλα θα κατέχει πάντα ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Φαντάζεστε λοιπόν τον ενθουσιασμό μου όταν η Sony ανακοίνωσε την κυκλοφορία του PlayStation®Classic, δηλαδή την επιστροφή του παρθενικού PlayStation®! Δεν είναι ακριβώς όπως το ξέραμε μικροί! Πρόκειται για μια κονσόλα-μινιατούρα που προσομοιάζει στο αρχικό αλλά με 45% μικρότερο μέγεθος και διατίθεται με 20 προεγκατεστημένους αυθεντικούς τίτλους παιχνιδιών που αγαπήσαμε. Μέχρι λοιπόν να ξαναζήσω τη νοσταλγία και τον παιδικό ενθουσιασμό του να φτάνει «το μαγικό γκρι κουτάκι» σπίτι, μου ήρθαν στο μυαλό οι αναμνήσεις από πέντε αγαπημένα παιχνίδια του κλασικού PlayStation® που θα μπορέσω να ξαναπαίξω στη νέα κονσόλα…
Στα πρώτα τρυφερά χρόνια του δημοτικού μία ήταν η στιγμή που περίμενα εναγωνίως γυρνώντας σπίτι από το σχολείο. Αφού ξεπέταγα γρήγορα τα μαθήματα, το «Γράφω και Μαθαίνω» και τις «Λέξεις για την Καρτέλα» της ημέρας, έτρεχα περιχαρής στην κονσόλα μου, για να βάλω το Tekken 3. Ακόμη κι αν τελικά κατέληγα να παίξω κάτι άλλο, αυτή ήταν πάντα η προθέρμανση. Όταν, δε, ανακάλυψα κάτι κωδικούς σε ένα περιοδικό για gaming όπου μπορούσα πατώντας απλά «τον μαγικό συνδυασμό» να ξεκλειδώσω διαφορετικές εμφανίσεις των παικτών, ένιωσα μια μικρή χάκερ. Βέβαια, πάντα κατέληγα να διαλέγω τον αγαπημένο μου Eddy και να τον κατευθύνω να τους βγάζει όλους νοκ άουτ με λίγη καποέιρα – μάλλον κάτι ήξερα κι αυτός ήταν ο πρώτος παίκτης που διάλεξα.
Κι αυτό ανάμεσα στα πρώτα παιχνίδια που απέκτησα, πάντα μου άρεσε να χαζεύω το λευκό του εξώφυλλο στη θήκη με τα παιχνίδια. Το Final Fantasy VII από την πρώτη στιγμή με συνάρπασε με τον περίεργο αέρα Άπω Ανατολής και μάλλον ευθύνεται για τον μετέπειτα κεραυνοβόλο έρωτα με τα manga και τα anime κι όλο αυτό τον φανταστικό κόσμο που οι Ιάπωνες παίζουν στα δάχτυλα.
Θυμάμαι να το βάζω πρώτη φορά και να μου φαίνεται σαν σπαζοκεφαλιά το να μπορέσω να κάνω τον Solid Snake να περάσει τα εμπόδια, να κρυφτεί από φρουρούς, και τελικά έσπαγα αρχικά τα μούτρα μου (τα μούτρα του Snake βασικά). Κάποια στιγμή όμως που «μπήκα στο κόλπο», έγινε δουλίτσα. Και τι φοβερό εκείνο το κόλπο με την κέτσαπ που χρησιμοποιούσε για να κάνει τον νεκρό!
Bγήκε το 1997 (σαν παραλλαγή του πρώτου παιχνιδιού Resident Evil του 1996, εν αναμονή του Resident Evil 2), το ανακάλυψα βέβαια περίπου μια πενταετία αργότερα, όταν έγινε και το μεγάλο σουξέ με την κινηματογραφική μεταφορά που συνέδεσε τη Μίλα Γιόβοβιτς με το brand. Στο παιχνίδι βέβαια θυμάμαι εκείνη την τρελή αγωνία που μου δημιουργούταν κάθε φορά που προσπαθούσα να βοηθήσω στο να παραμείνει ο παίκτης, ένα μέλος της ειδικής ομάδας επιβολής της τάξης, σώος κι αβλαβής στην μεγάλη αυτή βίλα αλλά και το “bingo!” που έλεγα κάθε φορά που ανακάλυπτα κάποιο στοιχείο των γρίφων.
Ήταν η στιγμή που ένιωθα μικρή σκηνοθέτρια του Χόλυγουντ, με τα «γκανγκστεριλίκια» στα φανταστικά αυτά σύμπαντα του παιχνιδιού, που πλέον αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή όλων των εποχών με αμέτρητα sequels. Θυμάμαι το κίτρινο μπουφάν του παίκτη, αυτό που φορούσαν όλοι, όποιον κι αν διάλεγες. Travis, Troy, Bubba, Kivlov, Ulrika, Katie, Divine, Mikki… ποιος από όλους να ήταν άραγε;