Categories: ΤΑΞΙΔΙ

Ποιος τύπος ταξιδιώτη στο αεροπλάνο είσαι;

Καφέ ή τσάι, παρακαλώ; Τη Δευτέρα το απόγευμα μού ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να κατέβω στην Κρήτη για ένα δικαστήριο. Δεν έχω χειρότερο από αυτά τα έκτακτα της δουλειάς. Δηλαδή, αν μου άρεσε τόσο το σασπένς, θα γινόμουν μαιευτήρας. Αλλά δεν έγινα. Επειδή δε μου άρεσαν οι εκπλήξεις. Σε κάθε περίπτωση, έβαλα δυο ρούχα και τη δικογραφία σε μια σακούλα και πέταξα, μέσα στα νεύρα, για τον προορισμό μου. Επειδή ο αριθμός των πτήσεων προς Κρήτη έχει περιοριστεί σημαντικά, τα αεροπλάνα είναι πλέον τίγκα ολημερίς, ακόμα κι αυτά με τις τριαντακάτι σειρές. Οπότε δεν το γλιτώνεις το στρίμωγμα κι ο,τιδήποτε άλλο συνεπάγεται μια πτήση. Καλά, δε θα ήθελα, εναλλακτικά, να πάω κολυμπώντας, αλλά κουβέντα να γίνεται. Αν και πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι το κολύμπι θα ήταν μια καλύτερη λύση, κρίνοντας από τους συνεπιβάτες.

 

Ο βολικός

Έχει περιορισμένες αποσκευές, καλοπακεταρισμένες συνήθως, πιάνει μία (1) θέση στην αίθουσα αναμονής και όχι 23, απλώνοντας εν είδη μπουγάδας όλα του τα υπάρχοντα. Δε μιλάει δυνατά στο κινητό, πάει στην ουρά του boarding μόλις πουν ότι ήρθε η ώρα των θέσεων στις οποίες περιλαμβάνεται η δική του και κάθεται αμέσως στη σωστή θέση μέσα στο αεροπλάνο, χωρίς να χαζεύει τη θέα ή τα βυζιά της αεροσυνοδού και χωρίς να πιάνει την κουβέντα με τους γνωστούς που πετυχαίνει στο διάδρομο. Βοηθάει τους υπόλοιπους να ανεβάσουν και να κατεβάσουν τις αποσκευές προς και από τις θήκες πάνω από τα καθίσματα, δε μιλάει δυνατά την ώρα της πτήσης, δεν παίρνει τηλέφωνα, δεν ενοχλεί, γενικώς είναι σα να μην υπάρχει και μπράβο του. Ο καλύτερος συνεπιβάτης. Δεν εμφανίζεται συχνά μπροστά σου, αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο, αποκαθίσταται η πίστη σου στην ανθρωπότητα. Έτσι ήμουν κι εγώ παλιά, μέχρι που μια φορά (επί παλαιάς Ολυμπιακής Αεροπορίας) μου πήρε μια ηλίθια τη θέση στο παράθυρο και μου την είπε κιόλας, επειδή «δεν ήρθα νωρίτερα» και μας άκουσαν από το Ελληνικό μέχρι το Βούπερταλ.

Ο αγχώδης

Ανοιγοκλείνει κάθε δυο λεπτά τις τσάντες και τα τσαντάκια του, για να σιγουρευτεί ότι δεν έχει ξεχάσει ταυτότητα, boarding pass, σώβρακο, πλεϊστέισον. Μόλις βγει η ανακοίνωση ότι ξεκινάει η επιβίβαση κρύβεται πίσω από τα καθίσματα, μήπως και δεν τον πάρουν χαμπάρι ότι πρέπει να τον επιβιβάσουν κι αυτόν. Κάποια στιγμή βρίσκει το κουράγιο (ή το ζάναξ) και αποφασίζει να μπει μέσα στο αεροπλάνο. Κάθεται κοιτώντας μπροστά, μόνο μπροστά, δε θέλει να φάει/πιει τίποτα, δε θέλει να του μιλάνε, ούτε να μιλάει. Ως προς αυτό είναι μια χαρά, διότι κι εγώ βαριέμαι το μπίρι μπίρι από τους συνεπιβάτες. Το κακό ξεκινάει εκεί που αρχίζει να κουνάει το πετούμενο κι αυτός να βαριανασαίνει και τότε τον πιάνει η γλωσσοδιάρροια. «Ξέρετε τα ποσοστά των ατυχημάτων, έτσι; Έχουν αυξηθεί τον τελευταίο καιρό. Μα πώς μας έχουν έτσι στριμωγμένους, σαν τα ζώα; Ελέγξατε αν έχετε σωσίβιο κάτω από τη μπροστινή σας θέση; Εγώ το έλεγξα, αλλά δε μ’ αφήνουν να το ανοίξω, να δω αν πληροί όλες τις προϋποθέσεις ασφαλείας». Είναι το σημείο που θέλω πάρα πολύ, καθότι κακός άνθρωπος, να του πω «Και να πέσει, τί σε νοιάζει, δικό σου είναι;», αλλά κρατιέμαι. Αυτή η ανατροφή μου πολύ με καταπιέζει ώρες ώρες. Άλλη φορά να παίρνεις το ΚΤΕΛ.

Ο ξερόλας

Στην ουρά για ν’ αφήσεις τις αποσκευές, αν έχεις κάνει web check-in, πάει πάντα να μπει μπροστά σου, γιατί νομίζει ότι το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό check-in δίνει προτεραιότητα σ’ αυτούς που θέλουν να απασχολούν τους υπαλλήλους για να τους κάνουν και check-in και να παραλάβουν τις αποσκευές τους. Δηλαδή με αναγκάζει να τον αποκαλέσω «κατσίβλαχο» και, ειλικρινά, δεν το θέλω, διότι εκτιμώ βαθέως τον βλάχικο πολιτισμό. Εννοείται πως είναι ο πρώτος που πετάγεται να στηθεί στην ουρά για την επιβίβαση, μόλις βγει η ανακοίνωση. Κι αντίστοιχα, ο πρώτος που σηκώνεται όρθιος για να βγει από το αεροπλάνο, ενώ αυτό έχει παρκάρει σε φυσούνα (δηλαδή έχει μία και μοναδική ρημάδα έξοδο από μπροστά) κι αυτός κάθεται στη θέση 29A. Αν το αεροπλάνο καθυστερήσει να απογειωθεί, αρχίζει να γκρινιάζει βρίζοντας την εταιρία για το σέρβις της. Το να έχει τράφικ Κυριακή βράδυ, ας πούμε, ένα διεθνές αεροδρόμιο, δεν του περνάει από το μυαλό. Την ώρα που σερβίρει αναψυκτικά η αεροσυνοδός ζητάει «κάτι σε τσάι roibos, αν έχετε» και η καψερή θέλει να φάει το δίσκο μπροστά του. Δεν τον τρώει, διότι έχει ανάγκη τη δουλειά της, την οποία ο ξερόλας κάνει ακόμα πιο δύσκολη. Μετά την ανακοίνωση του πιλότου περί του υψόμετρου στο οποίο πετάμε, των καιρικών συνθηκών που επικρατούν στο αεροδρόμιο προορισμού, και τον εναπομένοντα χρόνο πτήσης, αρχίζει τα σχόλια τύπου: «στα 25 χιλιάδες χιλιόμετρα, ξέρεις, είμαστε πάνω από τη στρατόσφαιρα». Όχι, χρυσέ μου, αν ήμασταν πάνω από τη στρατόσφαιρα, δε θα πετούσαμε, διότι δεν έχει Α Ε Ρ Α. «Σιγά μην έχει νοτιοδυτικό άνεμο». Πού το ξέρεις, άνοιξες παράθυρο και σάλιωσες δάχτυλο μεσούσης της πτήσης; «Η τάδε εταιρία κάνει τη διαδρομή σε λιγότερο χρόνο». Ναι, καταφέρνει να μικρύνει τις αποστάσεις ανάμεσα στα αεροδρόμια. Απλά πετάει πιο χαμηλά και γλιτώνει μερικά λεπτά, ξερόλα. Μη σου τύχει από δίπλα/ μπροστά/ πίσω (ιδίως πίσω, που δε βλέπεις και όλη αυτή η ξερολίαση με τί μούρη πάει σετ). Δε θα συγκεντρωθείς να διαβάσεις ούτε μικιμάου. Το τελειωτικό χτύπημα έρχεται την ώρα που περιμένεις τις βαλίτσες. Που τρέχει πρώτος πρώτος και κρέμεται πάνω από το διαχωριστικό της εξόδου αποσκευών/ ιμάντα. Γιατί είναι πολύ πρακτικό να σκύβεις ενάμισι μέτρο πάνω σε κάγκελο για να πιάσεις ΠΡΩΤΟΣ τη βαλίτσα σου, ενώ δυο μέτρα πιο κει μπορείς να τη σύρεις σαν κύριος κατευθείαν στο πάτωμα, γλιτώνοντας την οσφυοκαμψία.

 

Ο μπίζνεσμαν

Κουβαλάει πάνω του 45 ηλεκτρονικές συσκευές, κάθε μία με διαφορετική λειτουργία: blue tooth, αναπληρωματικό blue tooth, σε περίπτωση που τελειώσει η μπαταρία του πρώτου, εξτρά μπαταρία για το κινητό, που έχει έκταση όσο ένα οικοπεδάκι στο συνεταιρισμό δασκάλων Χαλκίδας, ένα τάμπλετ, ένα λάπτοπ τελευταίας τεχνολογίας, όλα μαζί σε σινιέ τσάντα αγορασμένη από τη Βουκουρεστίου. Το καλό είναι ότι συνήθως κλείνει business class, οπότε δεν τον βλέπεις και δεν τον ακούς στη διάρκεια της πτήσης. Το κακό γίνεται, όταν δε βρίσκει να κλείσει business class, που, μετά από την ολιγόωρη παραμονή στο lounge, έρχεται σε επαφή με τους συνεπιβάτες του και τον ενοχλεί η «ανθρωπίλα» που αναδίδει ο χώρος. Και το δείχνει. Μόλις καθίσει στη θέση του ζητάει την Καθημερινή και την Herald Tribune, παίρνει στο κινητό τη σύζυγο και της λέει ότι έρχεται, για να βάλει το φαΐ να γίνεται και την ώρα της αποβίβασης αφήνει τις εφημερίδες ολοτσαλάκωτες στη θέση που καθόταν. Λες και δε θέλει να τις διαβάσει κάποιος άλλος μετά από αυτόν. Ευτυχώς δε μιλάει πολύ, διότι πιστεύει ότι μπορεί να του ξεφύγουν δημοσίως πολύ σοβαρά εμπορικά και βιομηχανικά μυστικά και να τα μάθουν οι οχτροί του και να πέσουν το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και ο Nasdaq ίσαμε 20 μονάδες αυθημερόν.

Η γριά – νίντζα

Μάνα, θεία, πεθερά, συμπεθέρα, ξαδέρφη, κουμπάρα, που φοβάται τα αεροπλάνα εξ ορισμού (και λογικό είναι, εδώ που τα λέμε) και το πιο εξτρήμ πράγμα που έχει κάνει στη ζωή της είναι να στείλει αγγλικές λίρες μέσα σε σάντουιτς στο γιο της (το σωτήριο έτος 1992), για να αποφύγει τα έξοδα του εμβάσματος. Υπάρχει ανάγκη να ταξιδέψει (π.χ. είναι γιορτές και τα παιδιά της μένουν αλλού ή ο μπατζανάκης της υποβάλλεται σε λιθοτριψία στο «Γεννηματάς») και το βασικό της θέμα είναι να μπει ΠΡΩΤΗ στο αεροπλάνο, επειδή ειλικρινά πιστεύει πως, αν δε μπει πρώτη και καθίσει, μπορεί να είναι υπεράριθμα τα εισιτήρια και να ξεμείνει εκτός πτήσης. Μόλις συνειδητοποιήσει ότι δε θα βγει πρώτη, γιατί κάθεται τέρμα πίσω, δίπλα στα συσκευασμένα κρουασάν, μαζεύεται και βγάζει το σταυρόλεξο, όσο «κόβει» από πάνω μέχρι κάτω τις αεροσυνοδούς, για να δει αν είναι ευπρεπείς κοπέλες.

Ο ταλαίπωρος

Αυτός που θα καθίσει από αριστερά του ο αγχώδης και από τα δεξιά του ο ξερόλας.

(Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι: καφές. Ένας κουβάς. Αυτή είναι η αναγκαία ποσότητα για μια πτήση μέτριας διάρκειας).

Ναταλί Σαϊτάκη

Share
Published by
Ναταλί Σαϊτάκη