Το πιο ξακουστό camping των Κυκλάδων βρίσκεται στην Αντίπαρο

Αν σε λούζει κρύος ιδρώτας απλά ακούγοντας δια μέσω τηλεφώνου τις τιμές των ενοικιαζόμενων δωματίων στα ελληνικά νησιά, ανατριχιάζεις μόνο στη σκέψη ενός πολύωρου ταξιδιού και δεν σε ψήνει καθόλου να διανύεις μεγάλες αποστάσεις στον προορισμό που θα επιλέξεις, η λύση είναι απλή. Εξοπλίσου με τα απαραίτητα στο κοντινότερο κατάστημα με είδη κάμπινγκ, διάβασε το savoir vivre του καλού camper κατά την έμπειρη Αντιγόνη Πάντα – Χαρβά και πάρε το πρώτο καράβι για την κοντινή Πάρο.

Η Αντίπαρος από ψηλά.

Από εκεί έχεις δύο επιλογές: Ή θα φύγεις απευθείας από την Παροικιά ή θα πάρεις ΚΤΕΛ μέχρι την παραλία της Πούντας και από εκεί θα ταξιδέψεις σε ελάχιστο χρόνο για την κοντινή Αντίπαρο. Η θάλασσα θα είναι πλατιά αλλά μες αυτή τη βάρκα δεν θα βιώνεις με βεβαιότητα τη μοναξιά που τραγουδούσε η Αλίκη ως άλλη Μανταλένα κατά τα γυρίσματα της ταινίας στο μικροσκοπικό νησί του Αιγαίου, όταν ακόμη αυτό δεν ήταν δημοφιλής προορισμός. Φτάνοντας στο λιμάνι σε απόσταση μόλις δέκα λεπτών με τα πόδια θα συναντήσεις το κάμπινγκ με τις καλοστημένες καλαμωτές, την πιο γευστική μυζηθρόπιτα και τους πιο παλιούς θαμώνες φτιαγμένο από έναν άνθρωπο που το πιο κοντινό σε κάμπινγκ που έχει κάνει ποτέ στη ζωή είναι όταν ως έφηβος κουβαλούσε έναν υπνόσακο και κοιμόταν σε μια σπηλιά στο Δεσποτικό, το μικρό νησάκι απέναντι από την Αντίπαρο, εκεί που τώρα τα τοπικά καραβάκια κάνουν το γνωστό τουριστικό γύρο του νησιού με χρέωση κατά άτομο που συμπεριλαμβάνει μεζέδες και ούζα στο κατάστρωμα.

Το ρεστοράν όπως φαίνεται από την είσοδο.

Η είσοδος του κάμπινγκ.

Λαοσύναξη στο εστιατόριο.

Ο κύριος Γιάννης Καλάργυρος, για τους ντόπιους «Γιάννης, ο καλλιτέχνης», θα σε κατευθύνει εκεί που υπάρχει διαθέσιμη σκιά για να στήσεις τη σκηνή σου. Το παρατσούκλι του προέκυψε από το γεγονός πως δεν αντέχει πάνω από ένα μήνα στην Αθήνα και όλο τον χειμώνα κάνει δουλειές μέσα στο κάμπινγκ. Κλαδεύει καλαμιές, τις αλλάζει, φυτεύει κανένα δεντράκι για σκιά, ο «καλλιτέχνης» λοιπόν παιδεύεται να τα φροντίσει όλα μόνος του.

Τα περίφημα bungalows με τις καλαμωτές.

Το εσωτερικό του διαμερίσματος.

Γεννήθηκε σε ένα σπίτι χτισμένο στην έρημη αλάνα που ζωντανεύει σήμερα από τη μουσική της disco La luna και μεγάλωσε με άλλα δώδεκα αδέρφια, τέσσερα κορίτσια και οχτώ αγόρια, την εποχή που το νησί είχε μόλις τετρακόσιους μόνιμους κατοίκους ενώ τώρα ανέρχονται στους χίλιους διακόσιους κατά τα στατιστικά του ιδίου, αφού όπως λέει βγάζει απ’ έξω όσους κατοικούν στις πολυτελείς κατοικίες που φυτρώνουν ολοένα και πιο συχνά στους γύρω οικισμούς. «Το κάμπινγκ άνοιξε το ’78. Ήμουν στην Αμερική τα προηγούμενα εφτά χρόνια, εργαζόμουν ως μπογιατζής και μόλις επέστρεψα στο νησί η πρώτη μου σκέψη ήταν να φτιάξω ενοικιαζόμενα δωμάτια αλλά τα λεφτά που είχα στην άκρη φάνηκε πως δεν επαρκούσαν. Στο μεταξύ έκανα προσπάθειες για να πουλήσω την έκταση που τότε ήταν ένα τεράστιο αμπέλι και είχαν δείξει ενδιαφέρον δύο συνέταιροι, ένας Έλληνας και ένας Γάλλος. Όταν βρέθηκα μαζί τους για να συζητήσουμε τα διαδικαστικά τους ρώτησα από περιέργεια πως θα την εκμεταλλευόντουσαν και μου είπαν πως θα στήσουν ένα κάμπινγκ. Σκέφτηκα πως ήταν πολύ καλή η ιδέα τους και πως δεν θα έπρεπε να τους αφήσω να το κάνουν εκείνοι, αλλά να τους προλάβω και να το κάνω εγώ στην έκταση που ευτυχώς ακόμα δεν τους είχα πουλήσει. Και πάλι δεν είχα πολλά λεφτά αλλά δανείστηκα από δω και από κει και με τον καιρό έστρωσαν τα πράγματα».

Η μάντρα του κάμπινγκ από την πλευρά της παραλίας.

Σκιά στ’ αρμυρίκια.

Άραγμα στην αιώρα.

Ο ιδιοκτήτης του περιγράφει χαμογελώντας τις δυσκολίες που βρήκε όταν αποφάσισε να ανοίξει ένα από τα πιο γνωστά μέρη στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων για να βολευτείς μοναχά με τη σκηνή σου. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια η αγαπημένη σε όλους μας ελληνική γραφειοκρατία καθυστερούσε τις διαδικασίες έκδοσης αδείας καθιστώντας παράνομη την λειτουργία του ενώ δεν έλειψαν και οι μανούρες με το λιμενικό ,όταν ο καλλιτέχνης προσπάθησε να σταθεροποιήσει με λίγο τσιμέντο τον αιωνόβιο κέδρο που συναντάς στην έξοδο προς την παραλία γυμνιστών η οποία βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα πόδια σου. Παρόλα αυτά, σήμερα δεν θα άλλαζε με τίποτα το καθημερινό του πέρασμα από το εστιατόριο του κάμπινγκ και τις καθιερωμένες χαιρετούρες με τους αραχτούς στα τραπέζια κατασκηνωτές. «Το μόνο ιδιωτικό κάμπινγκ που υπήρχε τότε στις Κυκλάδες ήταν το Paradise της Μυκόνου ενώ στην Πάρο υπήρχε ένα δημοτικό, το οποίο όμως έκλεισε με το που άνοιξα το δικό μου γιατί ήταν φτιαγμένο σε ακατάλληλο έδαφος και λίμναζαν γύρω από τις σκηνές νερά. Έτσι λοιπόν έπαιζα μόνος μου παιχνίδι και τα πρώτα χρόνια δεν ήξερα, από τις πρώτες κιόλας μέρες του Μαΐου, που να βάλω όλο αυτό τον κόσμο που έφτανε συνέχεια στο νησί ψάχνοντας μια θέση να στήσει τη σκηνή του. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια η μόδα έγινε αντιληπτή και μόνο στην Πάρο άνοιξαν εφτά κάμπινγκ, άλλα τρία στη Νάξο και στην Ίο και άλλα δύο στην Σαντορίνη με αποτέλεσμα ο κόσμος να αρχίζει να διασκορπίζετε και προς άλλους προορισμούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σταματήσαμε να έχουμε δουλειά. Αρχικά εξυπηρετούσα κυρίως Γερμανούς και Σκανδιναβούς, οι Έλληνες δεν έρχονταν γιατί τους ήταν άγνωστη η κουλτούρα του κατασκηνωτή. Από το ’81 και μετά άρχισαν και οι δικοί μας να απορρίπτουν σιγά σιγά τα δωμάτια και να αγοράζουν σκηνές. Έχω πάρα πολλούς πελάτες που ήρθαν μια φορά και από τότε επισκέπτονται κάθε χρόνο στο νησί. Κάποτε είχαμε ένα βιβλίο στη ρεσεψιόν με φωτογραφίες του χώρου και ξαφνικά μια μέρα μας το έκλαψαν. Μετά από λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου ένα φυλλάδιο που διαφήμιζε κάποιο άλλο κάμπινγκ με τις δικές μας όμως φωτογραφίες. Ελληνικές πατέντες είναι αυτές θα μου πεις, εδώ έβαζαν αγγελίες για να πουλήσουν οικόπεδα στο νησί αλλά πουθενά δεν έγραφαν ότι για να φτάσεις μέχρι εκεί πρέπει να έχεις ελικόπτερο. Σαν την Ελλάδα και το Αιγαίο όμως δεν βάζω τίποτα, έχω ταξιδέψει στην Ισπανία και την Πορτογαλία και δεν με συγκίνησαν στιγμή οι παραλίες τους. Αν θες να βράζει το νερό από τη ζέστη και να μην βλέπεις το βυθό της θάλασσας πήγαινε προς τα εκεί, αλλά όποιος λέει πως εκεί τα νερά είναι καλύτερα μάλλον δεν έχει κολυμπήσει και πολύ εδώ».

Άποψη της παραλίας από ψηλά.

Το μονοπάτι προς την παραλία.

Σε περίπτωση λοιπόν που αποφασίσεις να γνωρίσεις τις ομορφιές της Αντιπάρου και τις ανέσεις του οργανωμένου της κάμπινγκ, θερμή παράκληση: Αν δεν έχεις ξαναφήσει τις τάβλες του κρεβατιού σου και βλέπεις πρώτη φόρα στη ζωή σου υπόστρωμα και φουσκωτό μαξιλαράκι, καλό θα ήταν να αποφύγεις να ρωτήσεις τον Κώστα που θα σε εξυπηρετήσει στη ρεσεψιόν αν στην τιμή περιλαμβάνεται εικοσιτετράωρη φύλαξη των σκηνών από σεκιούριτι ή αν υπάρχει περίπτωση να σου χορηγήσει σύστημα κλιματισμού για να μην ταράζεται ύπνος σου από την αναμενόμενη πρωινή ζέστη (ναι και όμως, τα παραπάνω έχουν συμβεί) γιατί το πιο πιθανό είναι πως θα γελάσει με την καρδιά του και ενδέχεται να χαλάσετε τις καρδιές σας αδίκως.

Καλή διαμονή.

Camping Antiparos, Άγιος Ιωάννης Θεολόγος 2284061221

Τιμή διανυκτέρευσης: 8 ευρώ ανά άτομο.

Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Ζωή Παρασίδη