Categories: ΤΑΞΙΔΙ

Παρίσι, 1987

Καλοκαίρι του 1987, ίσως Ιούνιος, ίσως Ιούλιος. Το ταξί έτρεχε στην παραλιακή λεωφόρο με προορισμό το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πηγαίναμε, έφηβοι κι οι δυο, εγώ κι η αδερφή μου, στο Παρίσι, συστημένοι σε σπίτι οικογενειακών φίλων να αράξουμε κάνα μήνα. Αλλά ήταν σαν να είχα ήδη πάει στο Παρίσι. Το ‘χα δει σε ταινίες, σε βιβλία, σε μουσική και σε κόμιξ.
Στο αεροπλάνο καθόταν δίπλα μου η νεολαία της πόλης: μια παρέα εικοσάχρονων Παριζιάνων, που φορούσαν t-shirt Ramones και πράσινα μποτάκια all-star και καμακώναν τις αεροσυνοδούς της Ολυμπιακής. Βρώμαγαν, γελάγανε και κάπνιζαν σαν φουγάρα (απίστευτο, αλλά ναι, τότε μπορούσες να καπνίσεις στις πτήσεις). Χωρίς καμία ενοχή κι αναστολή, σαν την πόλη τους κι αυτοί. Εμείς, παιδιά της γκρίζας Αθήνας της δεκαετίας του ’80, κουβαλάγαμε πάνω μας χίλιες ενοχές και νευρώσεις. Κι εμείς ακριβώς σαν την πόλη μας δηλαδή. Μοιάζαν αλητάμπουρες, αλλά ήταν καλά παιδάκια. Θυμάμαι να μου λένε πόσο ωραία περάσαν στα νησιά και πως, αν μου αρέσουν οι Cure και οι Smiths, τότε να πάω στο τάδε δισκάδικο στον τάδε δρόμο που έχει όλα τα bootleg. Δε θυμάμαι καν το δισκάδικο και αν πήγα. Αλλά ολόκληρη η μνήμη μου από εκείνο το ταξίδι είναι σαν διαλυμένος σκληρός δίσκος. Θυμάμαι μόνο σκόρπιες εικόνες και γεύσεις, μεμονωμένα στιγμιότυπα, μερικά μισά, μερικά ολόκληρα, όλα πλέον μυθικά μέσα στα παράσιτα του χρόνου και αυτήν την ύπουλη νοσταλγία που γεννιέται μέσα μας για εποχές που πια πέρασαν. “Δε θυμόμαστε μέρες, θυμόμαστε στιγμές”, καλά το ‘χε πει ο Τσέζαρε Παβέζε.

Θυμάμαι τον “Υπερασπιστή του Χρόνου”

, ένα ρομποτικό χάλκινο γλυπτό, ένα “αυτόματο” που έπαιρνε μπρος μια φορά κάθε ώρα, και κάθε φορά που το ρολόι χτύπαγε ακριβώς, μια χούφτα περαστικοί τουρίστες κάθονταν και περίμεναν να δούνε την μυστήρια αναπαράσταση: μια ανθρώπινη μορφή, ένας μαχητής, με μια ασπίδα κι ένα ξίφος, πάλευε με ένα δράκο, ένα πουλί και ένα καβούρι, ενώ ταυτόχρονα το γλυπτό έβγαζε ήχους από κύματα που έσκαγαν ή τον αέρα που φυσάει.

Παραδίπλα ήταν ένα ΜcDonald’s, πράγμα ανήκουστο για την Ελλάδα των Goody’s, με φετίχ αντικείμενο τα αλουμινένια τασάκια του, που όλοι τα κλέβανε για το σπίτι τους. Είχα μαζέψει αρκετά και τα κράταγα μετά σα σουβενίρ στην Αθήνα. Τα βρίσκεις κανείς πια σαν vintage item στο ebay.


Εκεί ήταν και το εντυπωσιακό Beaubourg
, ακόμα σχετικά νέο, φουτουριστικό πολιτιστικό κέντρο, δέκα μόλις ετών, που εντυπωσίαζε τους πάντες έτσι που έμοιαζε με διαστημόπλοιο, με τους σωλήνες εξαερισμού του να εμφανίζονται στα καλά καθούμενα σα φουγάρα μέσα στην πλατεία, με θράσος και σαρκασμό δίπλα απ’ τα παλιά παριζιάνικα κτίρια.

Σε εκείνο τον μεγάλο, ανοιχτό αστικό χώρο μπροστά απ’το Βeaubourg υπήρχε πάντα κάποιος street performer που έκανε το κομμάτι του και μαζευόταν κόσμος για να τον χαζέψει. Ένεκα της εποχής, το breakdancing ήταν καθημερινό φαινόμενο.
Ένα απόγευμα ένα γκρουπ με μαύρους χορευτές με γκέτες και φλούο κολάν βάλαν μια κασέτα στο τεράστιο ghetto blaster, πάτησαν το play και ξεκίνησε το “Moments in Love” των Art of Noise. Μπορεί να μη θυμάμαι σχεδόν τίποτα από ολόκληρες μέρες που πέρασα εκεί, αλλά εκείνο το απόγευμα με τους ρομποτικούς χορευτές και την μαγική αυτή μουσική να αντηχεί σε όλη την πλατεία, με τον κόσμο να έχει σωπάσει και να παρακολουθεί, μου έχει καρφωθεί για τα καλά στη μνήμη. Ήταν λες και το ίδιο το μέρος, η ίδια η πλατεία και το ίδιο το Παρίσι να γεννούσε τους ήχους εκείνη τη στιγμή, σαν να άκουγες τη θαυμαστή μητρόπολη να αναπνέει.

[4_4_youtube id=”bnSPrPpvA4k” mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]

Παραδίπλα, τα γλυπτά στο “συντριβάνι του Στραβίνσκι”, μια φάτσα από μεξικάνικο calavera, κάτι τεράστια κόκκινα χείλια, μια μεγάλη κόκκινη καρδιά κι ένα πολύχρωμο πουλί, φτύναν νερό και στριφογύριζαν μόνα τους, σαν να χόρευαν κι αυτά με την μουσική.

Μέναμε κοντά, στην οδό St Denis, όπου μια αψίδα εμφανιζόταν στο τέρμα του δρόμου, λες και η αρχαία Ρώμη ξεφύτρωνε παράξενα μέσα από τα μπουρδέλα και τις πουτάνες που γέμιζαν το δρόμο.


Τις πουτάνες τις έβλεπα από το παράθυρο του σπιτιού να πιάνουν το πόστο τους κάθε μέρα, και να πηγαινοέρχονται σε κάτι στενάκια με τους πελάτες τους. Στην αρχή τις πλησίαζαν, μετά τους έπαιρναν για λίγο μέσα, σε λίγα λεπτά ήταν πάλι έξω, αυτοί πηγαίναν στην ευχή του θεού, και αυτές ανάβαν τσιγάρο και συνεχίζαν. Μου φαινόταν εντελώς παράδοξο πως αυτή η τελετουργία γινόταν στην μέση του δρόμου λες και δεν τρέχει τίποτα, όλη μέρα.Την ίδια στιγμή, στο σαλόνι του σπιτιού, είχαμε εθιστεί στην τηλεόραση γιατί κάποια κανάλια παίζαν ασταμάτητα και κάθε μέρα video clip, πράγμα ασύλληπτο ακόμα για μας τους Έλληνες, που περιμέναμε κάθε Παρασκευή να δούμε ξελιγωμένοι δύο-τρία βίντεο στο “Μουσικόραμα”.

Είδαμε μια μέρα την Βανέσα Παραντί και βάλαμε τα γέλια. Θέλαμε να την σπάσουμε στο ξύλο, που χόρευε σαν σπαστικό στο βίντεο του “Joe le Taxi”. Απίστευτα ατάλαντη, και ούτε καν lip synching δεν μπορούσε να κάνει το κορίτσι. Σκέτο ζώον. Όμως είδαμε και τους Les Rita Mitsouko στο “Marcia Baila”, και τέτοιο πράμα δεν είχαμε ξαναδεί, και δεν χορταίναμε να το βλέπουμε και να το ξαναβλέπουμε. Όλη η Γαλλία, όλη η θρασύτατη, πολύχρωμη τρέλα της, όλη σε μια μπάντα και σ’ ένα βίντεο.

[4_4_youtube id=”Ulay2FvUEd8″ mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]

[4_4_youtube id=”t6FVlfOgTo8″ mode=”normal” align=”center” autoplay=”no”]

Τότε είχε μόλις κυκλοφορήσει και το “Live from the city of light” των Simple Minds, ένας δίσκος ηχογραφημένος ζωντανά στο “Le Zenith”. Παιζόταν στην τηλεόραση, διαφημιζόταν παντού. Ο Jim Kerr έβαζε μια καρδιά στο εξώφυλλο του δίσκου, τραγουδούσε παθιασμένα για μια “αγάπη που παίρνει το τρένο” και για “κάποιον, κάποτε μέσα στο καλοκαίρι” κι εμείς που τον αγαπούσαμε, δεν ξέραμε πως είχε ήδη αρχίσει να υποκύπτει στο dark side της υστερίας του stadium rock.


Εκείνες τις μέρες που η παγκοσμιοποιημένη ιντερνετική μας κοινωνία δεν φαινόταν ούτε καν στον ορίζοντα,  επιδοθήκαμε σε αγορές εξωτικών προϊόντων που δεν μπορούσες να βρεις πίσω στην ψωριάρα πατρίδα. Μέχρι και τις μπανάνες τότε τις έβρισκες μόνος σε γύφτους στην Εθνική οδό. Αγόρασα  ένα ζευγάρι adidas “Decade” σε χρώμα κίτρινο και μοβ, που κανείς άλλος δεν είχε στην αυλή του σχολείου. Μεγάλες στιγμές για έναν έφηβο στη δεκαετία του ’80.

Εξίσου περιπαθές απόκτημα ήταν και το “Three Imaginary Boys” των Cure, δίσκος που στην Ελλάδα δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ, και που βρήκα ένα μεσημέρι εκστασιασμένος σ’ ένα Fnac στο Les Halles.  Το αγόρασα σε κασέτα και το έπαιξα κατευθείαν στο walkman μου με τα ακουστικά απο αφρολέξ. Το Παρίσι εκείνο το μεσημέρι είχε τη φωνή του Robert Smith.



Θυμάμαι κι εκείνο το φοβερό ναυτικό βιβλιοπωλείο
που λεγόταν “Οutremer” στο Saint Germain des Prés, όπου είδα για πρώτη φορά φωτογραφίες από τους φάρους στο νησί Ouessant, στη Βρετάνη, να παλεύουν σαν πέτρινοι γίγαντες μόνοι τους με τα τεράστια κύματα του Ατλαντικού. Μου καρφώθηκε η ιδέα κάποτε να το επισκεφτώ. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να το κάνω. Ίσως μου μείνε παιδικό τραύμα ο βιβλιοπώλης με το τρελό μάτι, που μου είπε χαμογελώντας σατανικά: “Qui voit Oessant voit son sang”.

Κάτι άλλο που έμοιαζε με φάρο στην μέση της πόλης, όμως, τράβηξε τις επόμενες μέρες την προσοχή μου. Στο λόφο της Μονμάρτρης, που τον έβλεπα από την κορυφή του Beaubourg, παρατηρούσα, στα αριστερά από την βασιλική της Sacré-Coeur, έναν άσπρο πύργο που φαινόταν σαφώς πιο μυστηριώδης από τον μαϊντανό πύργο του Άιφελ. Ρώτησα κι έμαθα ότι ήταν ένας παλιός πύργος ύδρευσης. Ήθελα να τον επισκεφτώ, να ανέβω στην κορφή του και να δω την πόλη από εκεί. Όμως δεν πήγα.

27 χρόνια μετά, αρχές του 2014, την τελευταία φορά που επισκέφτηκα το Παρίσι, αποφάσισα να το ψάξω το θέμα παραπάνω. Βρήκα φωτογραφίες του πύργου στο ίντερνετ οπού ξεπρόβαλε επιβλητικός, σαν ψεύτικος, μέσα από τα σπίτια της γειτονιάς, και θύμιζε το Coyt Tower στο San Francisco. Λες και οι δυο πύργοι, ένα ωκεανό και δυο ηπείρους ο ένας μακριά απ’ τον άλλο, να ήταν αδέρφια και να επικοινωνούσαν.

Έμαθα πως οι Παριζιάνοι τον λένε “Chateu d’eau” και ακόμα και ότι ακόμα λειτουργεί. Η υπηρεσία που είναι υπευθυνη για την υδρευση του Παρισιού (“Eau de Paris”) τον έχει εντάξει μάλιστα σε εκπαιδευτικό περίπατο της. Αλλά ούτε τότε τον επισκέφτηκα. Παραμένει απωθημένο ακόμα κι αυτός, όπως και το νησί Ouessant.

Ξαναπήγα όμως στο βιβλιοπωλείο Outremer, και χάζεψα για άλλη μια φορά τα βιβλία με τους φάρους.

Και λες και η πόλη ήθελε να μου θυμίσει το ανεκπλήρωτο, την επόμενη μέρα, περπατώντας τυχαία κάπου στο 15ο διαμέρισμα, πέτυχα ένα φάρο στη μέση του δρόμου.

Δημήτρης Καραΐσκος

Share
Published by
Δημήτρης Καραΐσκος