Ο Σεπτέμβριος είναι η κατ’ εξοχήν εποχή που ευνοεί την αγορά φορητών υπολογιστών. Κάτι το νέο σχολικό και ακαδημαϊκό έτος, κάτι η έναρξη της γενικότερης «σεζόν», κάτι η επιστροφή στο γραφείο και η ανάγκη για μια αλλαγή μετά τη ραστώνη των διακοπών, δημιουργούν όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αγορά ενός νέου φορητού συστήματος υπολογιστή. Μέχρι εκεί καλά. Μετά τι κάνουμε; Τα καταστήματα προσπαθούν να μας δελεάσουν με κάθε λογής προσφορές, νέες κυκλοφορίες κάνουν την εμφάνισή τους και οι εταιρείες διαφημίζουν σαν τρελές –και εν όψει Χριστουγέννων- τα νέα τους «διαμάντια».
Η επιλογή ωστόσο είναι δική μας και είναι δύσκολη. Τι επιλέγουμε; Πού δίνουμε προσοχή; Ποια χαρακτηριστικά είναι εκείνα που θα πρέπει να μας ενδιαφέρουν πρωτίστως και ποιες είναι οι παγίδες στις οποίες κινδυνεύουμε να πέσουμε; Πάμε να τα δούμε όλα αυτά ένα προς ένα, θέτοντας ως στόχο αυτή τη φορά να επιλέξουμε ένα laptop που να ταιριάζει και να καλύπτει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις ανάγκες μας.
Το μέγεθος μετράει
Το πρώτο πράγμα που κοιτά και στο οποίο οφείλει να καταλήξει κανείς πριν αγοράσει laptop, είναι το μέγεθός του. Η αλήθεια είναι πως η αγορά βρίθει προτάσεων: από τις 10-10,1 ίντσες μέχρι τις 17 και σε κάποιες περιπτώσεις τις 19, ο καταναλωτής μπορεί να επιλέξει notebook στην κυριολεξία κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ποιο είναι αυτό όμως; Ξεκινάμε με μερικές απλές ερωτήσεις προς τον εαυτό μας:
Θα μετακινούμαστε συχνά; Ήτοι, θα πρέπει να κουβαλάμε το laptop σε καθημερινή βάση και μάλιστα χωρίς να διαθέτουμε δικό μας μέσο;
Προορίζεται για desktop replacement, δηλαδή για χρήση σε γραφείο και περιστασιακή μεταφορά (μία φορά τη βδομάδα ας πούμε);
Δουλεύουμε με πολλά προγράμματα παράλληλα;
Βλέπουμε συχνά ταινίες ή σειρές και το χρησιμοποιούμε σαν φορητό media player;
Αν το notebook θα δει πολύ… πήγαινε-έλα, τότε δεν θα πρέπει να υπερβούμε στη χειρότερη των περιπτώσεων τις 15-15,6 ίντσες. Μεγαλύτερο μέγεθος, συν τοις άλλοις, συνεπάγεται και περισσότερα κιλά οπότε ιδανικά κοιτάμε για μια πρόταση στις 13-13,3 ίντσες. Ακόμη και αν το laptop προορίζεται για χρήση σε έναν χώρο αλλά προτιμάται για πρακτικούς λόγους (και μόνο το ότι γλιτώνει κανείς τα καλώδια ενός «παραδοσιακού» desktop δεν είναι και λίγο), με μια δεύτερη οθόνη 26-29 ιντσών, λύνει μια και καλή τα προβλήματά του. Αυτή η επιλογή θα φανεί χρήσιμη και σε όσους δουλεύουν με πολλά προγράμματα –ή ανοιχτά παράθυρα/tabs- παράλληλα, οπότε και εδώ, η οθόνη του laptop δεν παίζει μεγάλο ρόλο εφ’ όσον πλαισιώνεται από μία δεύτερη, μεγαλύτερη. Όσο για την αναπαραγωγή multimedia περιεχομένου, αν υπάρχει τηλεόραση στο σπίτι, τότε «παιχνίδι» κάλλιστα μπορεί να γίνει μέσω εκείνης με ένα HDMI καλώδιο (βεβαιωνόμαστε ότι το laptop μας έχει τέτοια έξοδο), ειδάλλως και εδώ οι 15-15,6 ίντσες είναι ικανοποιητικές. Ένα 17άρι laptop προσφέρει μεν μια μεγαλύτερη native οθόνη που θα βολέψει όλους όσοι έχουν ανάγκη τις έξτρα ίντσες (γραφίστες, σχεδιαστές, μηχανικούς, gamers κλπ) αλλά προσθέτει κιλά και ευρώ. Από την άλλη αν δεν υπάρχει δυνατότητα προσάρτησης δεύτερης οθόνης και η μεταφορά δεν είναι πρόβλημα, οι 17 ίντσες φαντάζουν μονόδρομος.
Όσο για το βάρος, ένα μέσο laptop «παίζει» στα 2,5 με 3 (στις πιο εξτρίμ περιπτώσεις) κιλά. Σε περίπτωση που επιλέξουμε ένα μοντέλο στις 13 ίντσες, τότε το μέγιστο βάρος αυτόματα πέφτει στο 1,5 κιλό (κάποιες σειρές παίζουν ακόμα πιο κάτω, οριακά στο κιλό) ενώ αν πάμε στα ultrabooks ή τα υβριδικά (θα εξηγήσουμε παρακάτω τι είναι αυτά) των 10 και 11 ιντσών, τότε το συνολικό βάρος είναι σχεδόν αμελητέο αφού είναι στο κιλό στη χειρότερη περίπτωση.
Μπαταρία
Ένα χαρακτηριστικό που συχνά περνά στο «ντούκου» κατά την αγορά laptop, είναι η μπαταρία του. Το πόσο σημαντική είναι στην αγορά μας εξαρτάται από το πόσο πολύ θα χρησιμοποιούμε τον φορητό μας εν κινήσει ή γενικότερα σε μέρη όπου δεν υπάρχει δυνατότητα φόρτισης. Αν για παράδειγμα κάνουμε συχνά αεροπορικά ταξίδια μεγάλων αποστάσεων, τότε το laptop μας εκτός από μικρό το δέμας, πρέπει να έχει και μία μπαταρία τουλάχιστον 4-6 κελιών προκειμένου να προσφέρει μία αυτονομία 6-8 ωρών στη χειρότερη περίπτωση.
Από εκεί και πέρα, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι με τον καιρό, οι αντοχές της μπαταρίας μας θα μειώνονται. Το πόσο σύντομα θα γίνει αυτό, εξαρτάται από τη χρήση που κάνουμε στο laptop. Φροντίζουμε να μην το έχουμε μονίμως στην πρίζα ενώ τουλάχιστον μια φορά τον μήνα το αφήνουμε να ξεφορτίσει εντελώς. Ρόλο στο πόσο γρήγορα θα επέλθει η φθορά αυτή παίζει και η ποιότητα της μπαταρίας βεβαίως. Ακόμη και αν βρούμε τον φορητό των ονείρων μας πάντως αλλά δεν μας ικανοποιεί η μπαταρία του, υπάρχει πάντα η δυνατότητα αγοράς μιας δεύτερης με περισσότερα κελιά και μεγαλύτερη αυτονομία.
Επεξεργαστής – RAM
Όσο και αν προκαλεί εντύπωση, ο επεξεργαστής και η RAM δεν συγκαταλέγονται πλέον στις βασικές «σπαζοκεφαλιές» που θα πρέπει να λύσει κανείς κατά την αγορά ενός laptop. Στους μεν επεξεργαστές οι προτάσεις της Intel, οι Core i 4ης γενιάς είναι πιθανότατα ό,τι καλύτερο υπάρχει στην αγορά: Core i3 για απλή χρήση, Core i5 για business και Core i7 για gaming καταστάσεις (γίνεται δουλειά πάντως και με τους Core i5) και γενικότερα εφαρμογές και σουίτες που απαιτούν ισχύ. Εννοείται ότι υπάρχουν και πιο budget λύσεις για κάποιον που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για ένα μοντέλο με επεξεργαστή Intel τελευταίας γενιάς αλλά σε αυτή την περίπτωση, η χρήση θα πρέπει να είναι light/τυπική και οι προσδοκίες χαμηλές.
Όσο για τη RAM, τα 4GB είναι ικανοποιητικά για τα βασικά (office, σερφάρισμα στο διαδίκτυο, messaging, λοιπές εφαρμογές), αν και για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο με ό,τι κι αν κάνουμε τα 8GB είναι η ιδανικότερη επιλογή. Από ‘κει και πέρα, δεν υπάρχει λόγος να προτιμήσουμε κάτι παραπάνω εκτός πια κι αν δουλεύουμε προγράμματα που τρώνε τη RAM σαν στραγάλια (AutoCAD, Premiere, Vegas κ.α.). Όπως και να ‘χει, με 4GB είμαστε καλυμμένοι, με 8GB είμαστε άρχοντες.
SSD: η λύση στο σκληρό
Η εποχή που τα GB ή τα TB ενός σκληρού δίσκου αποτελούσαν δέλεαρ στην αγορά ενός υπολογιστή, σταθερού ή φορητού, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Αυτό που μας ενδιαφέρει πλέον είναι ο τύπος του και η επιλογή εδώ είναι μία: solid-state drive ή πιο απλά SSD. Δίσκοι μικρότεροι σε μέγεθος αλλά και χωρητικότητα που όμως προσφέρουν πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες πρόσβασης και μεταφοράς δεδομένων. Τι σημαίνει αυτό; Με έναν SSD αναβαθμίζεται η όλη απόδοση ενός συστήματος αφού τα πάντα πλέον γίνονται ταχύτερα: άνοιγμα προγραμμάτων, μεταφορές αρχείων, εγκαταστάσεις εφαρμογών, οτιδήποτε σχετίζεται με το σκληρό δίσκο –δηλαδή τα πάντα. Η χωρητικότητα ενός SSD δεν μπορεί να είναι μεγάλη αλλά στην πραγματικότητα δεν μας απασχολεί. Τα 128GB είναι υπεραρκετά για να χωρέσουν το λειτουργικό μας σύστημα και κάποια προγράμματα και παιχνίδια –αλλά μόνο τα βασικά. Αν έχουμε αμφιβολίες περί τούτου, μπορούμε να εξετάσουμε και τα 256GB.
Από εκεί και πέρα υπάρχουν δύο επιλογές: αν ο σκληρός έχει και δεύτερο σκληρό δίσκο, τότε εγκαθιστούμε όλα τα δευτερεύοντα και τα πιο ελαφριά προγράμματα εκεί, κρατώντας στον SSD μας μόνο τα πιο βαριά εξ’ αυτών, εκείνα που χρησιμοποιούμε περισσότερο και βέβαια το λειτουργικό σύστημα. Αν το laptop δεν έχει δεύτερο σκληρό, τότε πέραν του ότι θα πρέπει να χωρέσουμε τα πάντα όλα στον SSD, προμηθευόμαστε και έναν εξωτερικό (USB 3.0 για μεγάλες ταχύτητες μεταφοράς) σκληρό δίσκο για την αποθήκευση των αρχείων μας. Οι περισσότεροι φορητοί που διαθέτουν SSD πάντως, συνήθως έρχονται και με έναν δεύτερο «συμβατικό» δίσκο οπότε στο σύνολό τους προσφέρουν επαρκείς αποθηκευτικούς χώρους.
Laptop, tablet ή και τα δύο;
Μέχρι πρότινος όταν κάποιος ήθελε μία φορητή συσκευή είχε να αντιμετωπίσει το δίλημμα «laptop ή tablet». Πλέον η βιομηχανία Τεχνολογίας έχει να προτείνει και μία τρίτη λύση, κάτι ενδιάμεσο: τα υβριδικά. Στην ουσία πρόκειται για laptops, η οθόνη των οποίων όμως αποσπάται και είναι αφής, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτόνομα ως tablet. Μολονότι τα νέα Windows υποστηρίζουν αυτή τη λειτουργία, διαθέτοντας π.χ. διαφορετικές επιφάνειες εργασίας για κάθε τρόπο λειτουργίας, εδώ χρειάζεται προσοχή όσον αφορά στις απαιτήσεις μας από ένα tablet. Επί παραδείγματι, οι 11 ίντσες θεωρούνται εξαιρετικά μικρές όταν μιλάμε για laptop αλλά μάλλον τεράστιες όταν μιλάμε για tablet. Με ένα 11άρι υβριδικό λοιπόν τι θα έχουμε; Ένα μικρό laptop και ένα μεγάλο tablet. Πέραν της ευκολίας που προσφέρει αυτό το «2 σε 1» πακέτο λοιπόν, υπάρχουν και διάφορα άλλα θεματάκια που θα πρέπει να σκεφτούμε πριν το προτιμήσουμε.
Η οθόνη αφής πάντως, μιας που έγινε λόγος, είναι πολύ καλή προσθήκη σε ένα laptop. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που το χρησιμοποιούμε για την ψυχαγωγία μας σε αντισυμβατικά μέρη και στάσεις (αραχτοί στον καναπέ, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, ανάσκελα σε μια ξαπλώστρα ή αιώρα κλπ.), βολεύει αφάνταστα. Τα Windows 8 με το tile-based look τους ευνοούν αυτού του είδους τη χρήση, οπότε αν κρίνουμε πως η τσέπη μας είναι σε θέση να αντέξει το πρόσθετο κόστος μιας οθόνης αφής, είναι μια κίνηση που δεν θα μετανιώσουμε. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να ελέγξουμε πως η φωτεινότητα της οθόνης του laptop είναι ικανοποιητική, κάτι που μπορεί να γίνει μόνο με έναν οπτικό έλεγχο (αφού στην ουσία παίζει ρόλο το πόσο καλά «κάθεται» στο μάτι). Όσο για την ανάλυση, στα μεγάλα μοντέλα (17 ίντσες και άνω) ψάχνουμε τα 1080p, στα υπόλοιπα αντίστοιχα τα 1366×768 pixels είναι η βάση.
Εργονομία, αυτός ο μεγάλος άγνωστος
Πέραν των όσων αναφέρει ο εκάστοτε κατασκευαστής ή κατάστημα όσον αφορά ένα laptop, τεράστιο ρόλο παίζει η δοκιμή του σε πραγματικές συνθήκες. Τι σημαίνει αυτό; Όπως και με τη φωτεινότητα της οθόνης, είναι απαραίτητο να πιάσουμε στα χέρια μας το laptop, να δοκιμάσουμε έστω και «στα όρθια» να γράψουμε κάτι με αυτό, να χειριστούμε το touchpad του, να αποκτήσουμε μια αίσθηση του πληκτρολογίου αλλά και του πόσο καλά και άνετα ακουμπούν πάνω του τα χέρια μας. Ειδικά στο πληκτρολόγιο προσέχουμε μια και δυο φορές την ποιότητά του και το υλικό με το οποίο είναι βαμμένα/περασμένα τα πλήκτρα: δεν θέλουμε με τίποτα να αρχίσει να «ξεβάφει» μετά από λίγο καιρό.
Με τον τρόπο αυτό, μία αυτοψία σε κάποιο κατάστημα ή έκθεση δηλαδή, θα διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι και την ποιότητα κατασκευής. Εδώ, τεράστιο ρόλο παίζει ο παράγων βάρος: στιβαρές κατασκευές με άκαμπτα και δυνατά υλικά είναι λογικό να ζυγίζουν και περισσότερο. Προσπαθώντας να κρατήσουν το βάρος των φορητών τους σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα, πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν πιο εύκαμπτα και ελαφριά υλικά που με μια πρώτη ματιά μπορεί να δείχνουν υποδεέστερα άλλων, ωστόσο αντέχουν εξίσου (με διαφορετικό τρόπο βέβαια) και επιπλέον δεν αποτελούν πρόσθετο βάρος για το μηχάνημα.
Ό,τι πληρώνεις παίρνεις
Σε ό,τι αφορά τη σχέση τιμής και Τεχνολογίας υπάρχει μία θεμελιώδης αρχή: ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Αυτοκίνητο παίρνει κανείς και με 8.000€ και με 800.000€. Και με τα δύο θα φτάσει στον προορισμό του. Αυτό που διαφέρει είναι το πώς θα φτάσει. Έτσι λοιπόν και στην Τεχνολογία και τα laptops: φορητό βρίσκουμε και με 400€ και με 1.600€. Και τα δύο laptops θεωρούνται, και τα δύο μαζί μας τα παίρνουμε. Για να υπάρχει όμως ένα τόσο μεγάλο χάσμα στις τιμές τους, πάει να πει ότι όλο και κάπου θα διαφέρουν: ποιότητα κατασκευής, εγγύηση ονόματος κατασκευαστή, τεχνικά χαρακτηριστικά, πρόσθετες λειτουργίες. Όλα αυτά τα ψάχνουμε ένα προς ένα. Δεν κοιτάμε για ένα laptop λίγο καλύτερο απ’ αυτό που βρήκαμε: αυτό είναι και η μεγαλύτερη παγίδα.
Θέτουμε εξ’ αρχής το budget μας και ξεκαθαρίζουμε τον λόγο για τον οποίο ψάχνουμε laptop. Εφ’ όσον μπορούμε να βρούμε κάτι αξιόλογο στα λεφτά μας (δεν γίνεται για παράδειγμα να θέλει κάποιος να κάνει αξιοπρεπή επεξεργασία βίντεο με φορητό των 500€), τότε ξεκινάμε την ενδελεχή έρευνα αγοράς μας. Δεν χρειάζεται να πάμε κατ’ ευθείαν στο ακριβότερο προϊόν που έχει να μας προσφέρει ένα κατάστημα, ούτε πέφτουμε με τα μούτρα στις προσφορές. Εξετάζουμε κάθε laptop προσεκτικά και δεδομένου του ότι είναι εντός budget, αφήνουμε το θέμα της τιμής για το τέλος. Αν τύχει και υπάρχει κάποια προσφορά, τότε απλά ακόμα καλύτερα. Δεν φοβόμαστε να επισκεφθούμε κάποιο κατάστημα ώστε να δούμε και από κοντά το laptop που έχουμε βάλει στο μάτι.
Όπως και να ‘χει, θυμόμαστε το εξής: επειδή φορητό δεν παίρνει κανείς κάθε χρόνο (σύμφωνα με έρευνες ο ελάχιστος χρόνος που μένει κάποιος με το ίδιο laptop είναι τα τρία χρόνια) και ως επί το πλείστον πρόκειται για μια αγορά με κόστος όσο ο μισθός του καταναλωτή (σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα μεγαλύτερο), φροντίζουμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι πριν φτάσουμε στο ταμείο. Ακόμα κι αν κάπου κολλήσουμε, το ίντερνετ είναι ο καλύτερος φίλος μας: μια ερώτηση ποτέ δεν έβλαψε κανέναν.