Η Σεβίλλη δεν είναι μόνο η πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας, είναι και η πρωτεύουσα των tapas. Βασικά είναι μια ατέλειωτη cervezeria (μπυραρία) που απλώνεται στην περιοχή Χιράλδα («ρε εδώ είναι σαν τα Πετράλωνα», η ακαριαία αναγωγή της ελληνικής δημοσιογραφικής αποστολής) γύρω από τον καθεδρικό και τους κήπους του Αλκάθαρ που είναι τα βασικά σημεία αναφοράς της πόλης. Μικρά, θεόστενα σοκάκια και καταπληκτικές κρυφές πλατείες («πιατσέτες» θα τις λέγαμε στα ιταλικά) όπως η καταπληκτική Plaza del Pan που σημαίνει «Πλατεία Ψωμιού». Όλα αυτά χωρίς να διακόπτονται από τη φασαρία της κίνησης – το κέντρο της πόλης είναι όλο πλακόστρωτο, το διασχίζουν μόνο το τραμ και μια στ’ αλήθεια ήπια κυκλοφορία αυτοκινήτων. Α, και οι πάμπολλες άμαξες με άλογα που βοηθάνε τους τουρίστες να «το ζήσουν» πηγαίνοντάς τους μια αρχοντική βόλτα και αφήνοντας αβέρτικα ακαθαρσίες. Αυτή η δυσοσμία είναι τόσο παντού που μετά τις 2-3 μέρες σχεδόν δεν την παρατηρείς, την έχεις συνηθίσει. Όπως σταματούν να σου κάνουν εντύπωση τα δεκάδες μαγαζιά με «είδη προικός φλαμένγκο» – μαντήλες, καστανιέτες, «όλα φτιαγμένα στο χέρι».
Tapas όμως. Είναι ίσως λίγο περίπλοκο το σύστημα στους καταλόγους των «ταπάδικων» (κάθε πιάτο χωρίζεται σε βερσιόν tapa, μισής μερίδας ή κανονικής, άσε που πρέπει να έχεις το νου σου για τον πίνακα με το μενού ημέρας) και σίγουρα πολλές οι άγνωστες ισπανικές λέξεις. Είναι μεγάλο, ιστορικό σχεδόν, λάθος να σε φρενάρει όμως και να το παίξεις safe. Στο ταπάδικο θα πάρεις την κλασική ensalada mixta, μια απλή τονοσαλάτα δηλαδή – οι Ισπανοί δεν το πολυέχουν με τις πρασινάδες, και μετά θα παίξεις σε διάφορα τερέν. Πάντα μικρή μερίδα. Μπορείς να πάρεις το χοιρινό με τις 2-3 διαφορετικές σάλτσες (ουίσκι, πικάντικη ή αλλη), να δοκιμάσεις την παέγια του μαγαζιού, να φας ουρά ταύρου σε κάτι που μοιάζει με στιφάδο, οπωσδήποτε το κάτι-σαν-τσιγαριαστό σπανάκι με ρεβίθια, μπακαλιάρο σε διαφορετικές εκδοχές, όπως και καλαμάρια-μύδια, χταπόδι από τη Γαλικία «εδώ στις όχθες του Ατλαντικού» που θα έλεγε κι ο Μένιος Σακελλαρόπουλος, κροκέτες από jamon, συν βέβαια τα τυπικά αλλαντικά της ιβηρικής (chorizo, jamon, salchichon και δε συμμαζεύεται). Κι όλα αυτά σε μερίδες από 2 μέχρι 3.50 ευρώ, με τις canas (μικρά ποτήρια μπίρας) να φεύγουν σωρηδόν. Κοστίζουν άλλωστε 1.20 με 1.80 η καθεμία. Στο “El Rinconcillo” – μη φανταστείτε κάποιο ψαγμένο – ένα ιστορικό μαγαζί του κέντρου που προτείνουν οδηγοί και ταξιτζήδες, 3 tapas + 2 μπίρες = 8.40 ευρώ, τιμή που προκαλεί την απαραίτητη κρίση ξενομανίας. Κι αυτή είναι η κύρια διασκέδαση του κόσμου που, επαρχία γαρ, δείχνει λίγο πιο απλός όσον αφορά την καθημερινή του έξοδο. Λιγότερη επιτήδευση, λιγότερη πόζα, καθόλου «πάμε να ακούσουμε τον DJ Gilipollas που παίζει βρώμικο electrofunk», είναι μερικές στιγμές που το πρόχειρο τουριστικό συμπέρασμα είναι ότι το μόνο που τους νοιάζει είναι να υπάρχει η μπιρίτσα και ένα παγωτό στο τέλος της ημέρας (από τις επίσης άπειρες τζελατερίες που συναντάς σε κάθε γωνία) για να τα βγάζουμε πέρα με τη ζέστη.
* ισιώνει τα χαρτιά του και τα χτυπά στο γραφείο *
Ακολουθεί σύντομο μπασκετικό σχόλιο (ναι, ξέρω για το Μουντομπάσκετ είμαι εδώ, όχι για να παριστάνω τον Επίκουρο)
Δεν έχει σημασία αν η Εθνική θα χάσει σήμερα από τη Σερβία, αν θα φτάσει στους 8 ή αν θα πάρει το Κύπελλο (καλά αυτό θα έχει σημασία, θα πνιγούμε στo συντριβάνι των Cibeles). Αυτό που έχει σημασία, αυτό που μετράει είναι το υπέροχο feeling που βγάζει ως τώρα. Και γιατί νικά, αλλά και γιατί παίζει ένα μπασκετ που το ευχαριστιόμαστε. Με το πόδι στο γκάζι και όχι στο φρένο, με ενθουσιασμό. Μοιάζει με ευπρόσδεκτο restart σε εκείνο το ψυχοβγαλτικό στυλ των 24 δευτερολέπτων (που φυσικά έφερε επιτυχίες σε όλο το ελληνικό μπάσκετ) και προφανώς πιστώνεται στον Φώτη Κατσικάρη που κι ο ίδιος μας λέει εδώ στην Ισπανία ότι δεν περίμενε οι παίκτες να αφομοιώσουν τόσο γρήγορα τις αλλαγές. Γι΄αυτό ας μην είμαστε μίζεροι και τους αποκαθηλώσουμε έτσι και την πατήσουν σήμερα ή στο επόμενο 40λεπτο. Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα: η ατμόσφαιρα είναι «πάμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο», την στηρίζουμε και τα μετάλλια θα έρθουν μαθηματικά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Μια αναφορά σε Μπουρούση-Ζήση ας γίνει κι από μένα, ανανεώνουν το λήμμα «βετεράνος» στα μπασκετικα λεξικά με τις φετινές τους εμφανίσεις.
Σεβίλλη – Μαδρίτη είναι 580 χιλιόμετρα. Το γρήγορο τρένο AVE το κάνει σε 2.5 ώρες, πηγαίνοντας με μέση ωριαία ταχύτητα 250 χλμ. Επηρεασμένος από την επικαιρότητα, βάζω στα ακουστικά το Selected Ambient Works 85-92 και η εμπειρία είναι σχεδόν οργασμική. Θα μπορούσα να τρέξω μια μεγάλη καμπάνια υπέρ της ισπανικής πρωτεύουσας σε ενδεχόμενο debate με την, «επίσημη αγαπημένη» των Ελλήνων, Βαρκελώνη. Η Μαδρίτη είναι πιο κοσμοπολίτικη, πιο αριστοκρατική (με την καλή έννοια), ένα «μεσογειακό Λονδίνο» που δεν έχει αλωθεί από ένα συγκεκριμένο τύπο τουρίστα-φεστιβαλιστή όπως η γη του Γκαουντί και του μέσου Πριμαβεριστα. Η Μαδρίτη είναι κι αυτή πραγματικά πολλές πόλεις σε μία όπως οφείλουν οι σύγχρονες μητροπόλεις.
Αλλά για Latina, Malasana, Chueca και τη νέα (;) πιάτσα γύρω από το Conte Duque θα τα πούμε την επόμενη φορά, ελπίζω πριν τους 8. Κρατάω μια εικόνα που μας γυρνάει στα καλύτερα μπασκετικά μας χρόνια. Ντέκι και Τάκι, Ντέγιαν Μποντιρόγκα και Ντράγκαν Τάρλατς στο ξενοδοχείο των αποστολών (και της εθνικής μας) που είναι το απόλυτο place to be για όσους μεγάλωσαν με «Τρίποντο».
Μέχρι τότε αγάπη, ενημέρωση και #vamosGR στην fb σελίδα της Εθνικής και πολλές εξυπνάδες @laternative