καρνάγιο: μικρό και εγκαταλελειμένο σχεδόν, με καναδυό παλιόβαρκες που έχουν ξεμείνει από πάντα, στην άκρη του λιμανιού προς την πλαζ – κοντά σε σπίτι φίλου, τον περιμένω να πάμε για μπάνιο.
καράβι: το πλοίο της γραμμής μένει το βράδυ στο λιμάνι – ο φύλακας, αν είναι εκεί, χέστηκε, και καμιά φορά ανεβαίνουμε νύχτα για βουτιά από το πρώτο (οι πιο μάγκες ακόμα κι από το δεύτερο) κατάστρωμα.
απομεσήμερο: νωθρές ώρες ακίνητης ζωής, με κόμικς, σιέστα, και μια βασανιστική καμιά φορά αίσθηση προσδοκίας – οι ώρες που το μέλλον φαντάζει ατέλειωτο, ακόμα πιο πολύ κι από όταν σουρουπώνει.
αυλή / κήπος: πλύσιμο στον κήπο με λάστιχο και βαρέλι – γενοκτονία μυρμηγκιών – γουόκμαν και τζιτζίκια κάτω από την κληματαριά.
ποδήλατο: μια αλληλουχία από ποδήλατα για την ακρίβεια – σπαστά, τύπου BMX,τύπου τσόπερ, αγωνιστικά – φαντασιώσεις συμμορίας και φαγωμένα γόνατα με πληγές που επουλώνονται ως δια μαγείας.
πλαζ: τη μέρα υποχρεωτικό μπάνιο και κοινωνικοποίηση, το απόγευμα δεύτερο μπάνιο χαλαρό, φθινοπωρινό σχεδόν, σε κλειστό κύκλο (2-3 άτομα) με συνομωτική διάθεση: τι να κάνουμε που δεν έχουμε κάνει, πού να παμε που δεν έχουμε πάει κ.ο.κ. Τα αγοράκια απολαμβάνουν καθεστώς γενικής ασυδοσίας.
περιοδικά / πρακτορείο τύπου: καθημερινή ιεροτελεστία η συναλλαγή με τον μονίμως στραβωμένο “πράκτορα”, λες και δεν του τα σκάγαμε κανονικά (ψιλοβουτάγαμε και κανένα κόμικ πού και πού είναι η αλήθεια).
«έλεγχoς»: όρος κατοχυρωμένος από τα local καμάκια: βόλτα στην προβλήτα κατά την είσοδο του πλοίου, και αναλυτική αξιολόγηση “φρέσκων αφίξεων”, οι οποίες όμως συχνά αναχωρούν με προορισμό το πιο ‘κοσμοπολίτικο’ τμήμα του νησιού.
λιμάνι: το κέντρο του σύμπαντος – το βράδυ οι γονείς περιφέρονται πάνω – κάτω σε παράταξη ανά παρέες / διμοιρίες – οι άντρες με τα χέρια πίσω κι οι γυναίκες καναδυό βήματα αργότερα.
σούρουπο: magic time ανάβουν ένα – ένα τα φώτα στην προκυμαία, και στα κατάρτια των ιστιοφόρων πλάι στο λιμεναρχείο.
κάμπος – παραλία: κλασικό ποδοσφαιρικό ντέρμπι, πιο δυνατό και πιο καθαρό από το αθηναίοι – ντόπιοι που φέρει περίεργες ‘κοινωνικές’ τριβές. Η χωροταξική οριοθέτηση είναι κάθετη, όχι οριζόντια, με αποτέλεσμα κάποια παιδιά με σπίτι δίπλα στη θάλασσα να παίζουν για την ομάδα του “κάμπου”, ο οποίος φτάνει μέχρι την πίσω αυλή τους.
γήπεδο: με χαλίκι, και πλάι στο νερό (πού σουτάρεις ρε μαλάκα; βούτα και πιάστη τώρα τη μπάλα): ενθουσιασμοί, παρεξηγήσεις, μπινελίκια, ψιλομπουκέτα, κάψα και σκόνη.
τηλεόραση: ασπρόμαυρη, θέλει κλωτσίδια για να δείξει κάπως ανεκτά – ταινία αργά μετά τη βόλτα. Για μουντιάλ, ολυμπιακούς και αντίστοιχα events, στο καφενείο που έχει έγχρωμη
φάρος: νεανικό ορόσημο της περιοχής: πρώτα «ραντεβού» και βουτιές από το «μπαλκόνι» – «κάποτε σκοτώθηκε ένα παιδί έτσι»: ιστορία / μπαμπούλας των γονιών για να σε αποτρέψουν (σκέφτεσαι βουτιά με το κεφάλι αλλά σκας στο νερό με την κοιλιά)
ευκάλυπτοι: αγαπημένα δέντρα που απλώνουν σκιές στην πέρα παραλία – πρώτα beach parties- προσπαθήσαμε κάποτε να καπνίσουμε το φλοιό του κορμού επειδή κάποιος μεγαλύτερος είχε πει ότι την “ακούς” έτσι (κλασική μούφα μυθομανών εφήβων).
νεκροταφείο (παλιό): ιδανικό σκηνικό για να παίξεις «πόλεμο», παιχνίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ ακριβώς, απλά σιγά – σιγά εξαφανίζονται όλοι με το σούρουπο χωρίς να έχουν «σκοτωθεί» απαραίτητα.
ντισκοτέκ: το βραδινό Κάμελοτ: πρωτόγνωρο δέος και ομαδική κατάληψη της πίστας τις πρώτες ώρες του προγράμματος, είτε παίζει Electricity είτε παίζει «τα παπάκια» (άντε να μεγαλώσουμε λίγο ακόμα να πάρουμε όλη την εφηβική διέγερση που μας αναλογεί).