Ένα για χρόνια αφημένο νεοκλασικό, τοποθετημένο ανάμεσα σε κτίρια που έχουν αξιοποιηθεί σαν χώροι διασκέδασης και εξόδου στου Ψυρρή επαναπροσδιόρισε την χρήση του όταν ένα αρχιτεκτονικό γραφείο το μετέτρεψε σ’ ένα loft δημιουργώντας μία από τις ελάχιστες κατοικίες αυτής της γειτονιάς του κέντρου.
Ένα κτίριο με όψη του μοντερνισμού κρύβει αυτή τη στιγμή μια ράμπα του skate που χρησιμεύει σαν σκάλα για τον ένοικο και ιδιοκτήτη ενός χώρου που αντλεί τις αναφορές του από τη σημερινή ζωή στην πόλη.
Το έργο αυτό έχει την υπογραφή του αρχιτεκτονικού γραφείου Kokosalaki | Architecture (με στατική μελέτη του Πάνου Χατζή) και είναι πλέον το καταφύγιο ενός φωτογράφου ενώ στο παρελθόν έχει βραβευτεί ως το καλύτερο πρώτο έργο νέου αρχιτέκτονα» στα βραβεία ΔΟΜΕΣ.
Η φιλοσοφία της Ναταλίας Κοκοσαλάκη βασίζεται στο ότι δεν επιδιώκει να δημιουργήσει ένα τελικό προϊόν, αλλά αποτρέπει τον εαυτό της από το να επιζητεί τον απόλυτο έλεγχο των χώρων που σχεδιάζει. Στην περίπτωση του loft, η αρχιτέκτονας ανέλαβε έναν άδειο χώρο με ένα μοντερνιστικό εξωτερικό περίβλημα. «Στο συγκεκριμένο θέμα με ενδιέφερε η υλική ποιότητα των χώρων που θα σχεδίαζα παρά η χρήση τους. Άλλωστε ο ιδιοκτήτης είναι φωτογράφος και η επιθυμία του από την αρχή ήταν να μπορεί να εξερευνά τις προοπτικές κάθε γωνίας του σπιτιού για διάφορες φωτογραφίσεις μόδας όπως και άλλωστε έχει ήδη κάνει».
Έχοντας αναλάβει ένα παλιό κτίριο, όσον αφορά το κτιριακό απόθεμα της περιοχής, η αρχιτέκτονας διαπιστώνει πως η περιοχή του Ψυρρή «μεταμορφώνεται κυριολεκτικά από πενταετία σε πενταετία, ενώ η μελέτη του συγκεκριμένου έργου ξεκίνησε ήδη από το 2008, προ κρίσης. Ενώ το 2004 και κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων είχε παρουσιάσει άνοδο σαν περιοχή, αφού πραγματοποιήθηκαν μελέτες για συγκροτήματα κατοικιών αλλά και για την αξιοποίηση κτιρίων για εμπορική χρήση, από το 2010 μέχρι και πριν δύο χρόνια σίγησε, οριακά νέκρωσε. Αντιλαμβάνομαι πως η γειτονιά βρίσκεται εκ νέου σε μια ανοδική πορεία, αλλά όχι τόσο για τον σχεδιασμό μόνιμων κατοικιών όσο για ενοικιαζόμενους χώρους (airbnb) και εμπορική χρήση».
Η Ναταλία Κοκοσαλάκη ανέλαβε αυτό το έργο μόλις επέστρεψε στην Αθήνα έπειτα από δέκα χρόνια διαμονής στο εξωτερικό, κυρίως στο Λονδίνο, γεγονός που διαμόρφωσε τη σχεδιαστική της οπτική. «Οι εικόνες που είχα συλλέξει, το urban culture του Λονδίνου, η αλλαγή που συντελέστηκε στον τρόπο ζωής της πόλης κατά τις δεκαετίες του ’90 και του ’00, όταν δηλαδή warehouses, σχολεία και εκκλησίες μεταμορφώθηκαν σε μικρά αλλά ευέλικτα διαμερίσματα στην καρδιά της πόλης που μετέπειτα με επηρέασαν στο να σχεδιάσω κάτι αντισυμβατικό. Στάθηκα τυχερή που ο ιδιοκτήτης που μου ανέθεσε το έργο ασπάστηκε αμέσως την άποψή μου».
Αντίθετα με τις επιταγές της αισθητικής του μοντερνισμού, όπως εξηγεί η αρχιτέκτονας θεώρησε σκόπιμη την αποσύνδεση της εξωτερικής εικόνας του κτιρίου με το εσωτερικό συνολικής επιφάνειας 100 m² που κλήθηκε να διαμορφώσει «έτσι ώστε τίποτα από την όψη του κτιρίου να μην προϊδεάζει για τη σύνθεση υλικών και τις χωρικές σχέσεις που καθορίζουν το εσωτερικό του».
Η αίσθησή της στην διαμόρφωση του χώρου, που σε ορισμένα σημεία δεν είχε καν οροφή όταν αγοράστηκε από τον ιδιοκτήτη, την οδήγησε στο να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της αστικής ζωής «όπως η ρευστότητα, η διαφορετικότητα, η ευελιξία, η πολλαπλή χρήση, οι αντιθέσεις και η αίσθηση της αναπάντεχης έκθεσης που μπορεί κάποιος να έχει σε ένα πυκνό, αστικό περιβάλλον».
Οι φόρμες και ο σχεδιασμός κάθε γωνίας του loft, απεικονίζει γνώριμα στοιχεία της πόλης που ζούμε σύμφωνα με την αρχιτέκτονα. «Μέσα σε αυτά, υπάρχουν έντονες αντιθέσεις, φινέτσα και τραχύτητα, έντονο φως και σκοτάδι, τυποποιημένα υλικά αλλά και ακατέργαστες πρώτες ύλες».
Ένα υλικό που χρησιμοποιήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο Kokosalaki | Architecture ήταν το μέταλλο hemp που διαμόρφωσε τις κολώνες του loft, ένα κατεξοχήν urban και industrial στοιχείο. Για την κουζίνα, δημιούργησε μια χειροποίητη κατασκευή από λαμαρίνα θυμίζοντας τα αστικά μαγειρεία, ενώ για το πάτωμα είναι ομοιόμορφο και χωρίς κλίμακα έτσι ώστε να αντανακλά το ταβάνι τα υπόλοιπα στοιχεία που συνδιαμορφώνουν το loft. «Αν και η τσιμεντοκονία ακόμα δεν ήταν ευρέως διαδεδομένη για τη διαμόρφωση χώρων, όσο σήμερα, μελετώντας τα πρώτα έργα του David Adjaye, ανακαλύψαμε ένα είδος κονιάματος για το πάτωμα και το ενισχύσαμε με ρητίνη προκειμένου να δώσει την αίσθηση της παχύρρευστης και μαύρης πίσσας, δημιουργώντας άλλο ένα στοιχείο που συναντάμε στις πόλεις».
Επιδιώκοντας τόσο την αίσθηση της διαχρονικότητας όσο και τα industrial και urban στοιχεία, η αρχιτέκτονας δεν χρησιμοποίησε πολλά διακοσμητικά στοιχεία στα υλικά, «ούτε trendy πλακάκια και τελειώματα. Πιστεύω πως η ράμπα του χώρου ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι στο τελικό αποτέλεσμα το πιο σημαντικό κομμάτι, αφού η καμπύλη της και το craftwork “μαλακώνει” το σύνολο».
Στο loft του Ψυρρή ξεχωρίζει η σκάλα κατασκευασμένη από ράμπα του skate και από τον αρχιτέκτονα Ζάχο Βάρφη που «αναφέρεται στην πολυπλοκότητα της κίνησης στη σύγχρονη πόλη, ενώ το δωμάτιο εκτεθειμένο στον υπόλοιπο χώρο φαντάζει σαν μια πρόσοψη ξεχωριστού κτιρίου μέσα στο loft».
,