Τοποθετημένη ανάμεσα στα υπόσκαφα κτίσματα και στις δυο μικρές εκκλησίες ενός γραφικού χωριού, μια υπέροχη θερινή κατοικία έχει θέα στους αμπελώνες μιας πλαγιάς και την θάλασσα. Εκεί βρίσκονταν οι κάναβες των κατοίκων της Οίας, τα μεγάλα εντυπωσιακά υπόσκαφα χτίσματα στα οποία οι κάτοικοι του νησιού έφτιαχναν κρασί και αποθήκευαν τα βαρέλια.
Tο οίκημα βρίσκεται στη Φοινικιά, έναν παραδοσιακό οικισμό στα βόρεια της Σαντορίνης, δίπλα στην Οία. Χτίστηκε το 1870 από έναν έμπορο και αρχικά χρησίμευε ως κάναβα και κατοικία των εργατών του πατητηριού.
«Όταν τον χειμώνα του 2012 επισκεφτήκαμε τη Φοινικιά, αμέσως διακρίναμε κάτι ιδιαίτερο και γοητευτικό στο συγκεκριμένο κτίσμα. Η ανακατασκευή ξεκίνησε άμεσα και έτσι μέσα σε μία περίοδο πέντε μηνών το παλαιό κτίσμα μετατράπηκε σε μια λειτουργική κατοικία, έχοντας ως βασικό στόχο τον σεβασμό στην ιστορία του αλλά και στην παραδοσιακή τυπολογία και αρχιτεκτονική», εξηγεί η ομάδα του αρχιτεκτονικού γραφείου Α2 architects που κλήθηκε να δώσει νέα ζωή στο οίκημα.
Μια παλιά ξύλινη θύρα οδηγεί από το μικρό σοκάκι στην πλακόστρωση αυλή και στην κύρια κατοικία. Η παλιά κάναβα -που βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο- ενώθηκε διακριτικά με τους παλιούς χώρους διημέρευσης. Ενώνοντας διαφορετικές χρήσεις, η διαρρύθμιση του αρχιτεκτονικού γραφείου δημιούργησε νέες συνθέσεις και ενδιαφέροντες χώρους.
Η κάναβα μετατράπηκε στον ενιαίο χώρο καθιστικού, τραπεζαρίας και κουζίνας. Μία υπερύψωση του πίσω τμήματος της, διαχώρισε τις χρήσεις και συνέβαλε στην καλύτερη εκμετάλλευση του φωτός, ειδικά στο πίσω υπόσκαφο τμήμα.
Δίπλα στον χώρο της κάναβας, δημιουργήθηκε ο προθάλαμος που οδηγεί στο λουτρό και τα δύο υπνοδωμάτια, τα οποία διαμορφώθηκαν στο τμήμα του χτίσματος, που κάποτε υπήρχαν οι χώροι διημέρευσης των κατοίκων.
Στο κεντρικό υπνοδωμάτιο, το παλιό καθιστικό συνενώθηκε με μία μικρή αποθήκη και το εξωτερικό λουτρό, δημιουργώντας έτσι ένα νέο ευρύχωρο υπνοδωμάτιο με δικό του λουτρό και πρόσβαση στην αυλή.
Το δεύτερο, μικρότερο δωμάτιο δημιουργήθηκε από την συνένωση της παλιάς κάμαρας και του μαγειρείου, αποκτώντας έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα με το μεγάλο ύψος του, την παλιά εστία που χρησιμεύει πια ως ερμάριο, και τον ατμοσφαιρικό φωτισμό από τα παράθυρα-φεγγίτες.
Καθώς βρίσκεται ψηλότερα από το επίπεδο του δρόμου του οικισμού, η αυλή έχει άπλετη θέα στον οικισμό και στην θάλασσα. Στο χαμηλότερο επίπεδο, εκεί που κάποτε υπήρχε το «ρακιδιό» και η «στέρνα», διαμορφώθηκε ένας ανεξάρτητος ξενώνας με καθιστικό, υπνοδωμάτιο, λουτρό και δική του πρόσβαση και ιδιωτικότητα.
«Διατηρήθηκε η μορφολογία του οικήματος και οι αναλογίες των χώρων του. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη συντήρηση των επί μέρους στοιχείων του, όπως οι θολωτές κατασκευές, τα μικρά ανοίγματα, οι εσοχές, τα “λινά” , η εστία. Όσον αφορά τα νέα ανοίγματα, έγιναν κάποιες μικρές παρεμβάσεις με σκοπό τον επαρκή αερισμό και φωτισμό των χώρων», όπως περιγράφουν οι αρχιτέκτονες.
Διατηρώντας τις υπάρχουσες αναλογίες, τα κουφώματα επανασχεδιαστήκαν με πιο αφαιρετικό τρόπο, η αυλή στρώθηκε με την παραδοσιακή πέτρα, το κτίσμα επιχρίστηκε με τον παραδοσιακό σοβά. Δεν προστέθηκε τίποτα που να αλλοιώνει την μορφολογία την παραδοσιακής κάναβας. Εσωτερικά, στο πάτωμα χρησιμοποιήθηκε η παραδοσιακή πατητή τσιμεντοκονία και στου τοίχους λευκός σοβάς.
Υλικά και επίπλωση επιλέχθηκαν με γνώμονα την εναρμονισμένη συνύπαρξη παλαιού και νέου. Ξύλινα και μεταλλικά έπιπλα συνδυάζονται με χτιστά καθιστικά και κρεβάτια από τσιμεντοκονία, και δημιουργούν απλούς και λιτούς χώρους. Τα λουτρά κατασκευάστηκαν από πατητή τσιμεντοκονία με χτιστούς πάγκους και ντους.
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε σε κατασκευαστικά ζητήματα. Έτσι, «αφού προηγήθηκε η απαραίτητη ηλεκτρομηχανολογική υποδομή, καλύφθηκε το σύνολο του εσωτερικού με μεμβράνη στεγανοποίησης, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της υγρασίας που αντιμετωπίζουν όλα τα υπόσκαφα κτίσματα της περιοχής», καταλήγουν οι Α2 architects.