Αν είχα ένα ευρώ για κάθε αστειάκι που άκουσα (κι ακούω ακόμα) έχοντας επιλέξει το Καστελλόριζο για τις φετινές διακοπές, μαλλον θα είχα αγοράσει τώρα κάποιο από τα υπέροχα δίπατα αρχοντικά και θα φιλοσοφούσα κοιτάζοντας τον ορίζοντα από την «πάνω πατοσκιά» του. Είναι αυτά τα σπίτια που δίνουν την πρώτη πολύχρωμη εντύπωση όταν το πλοίο της γραμμής ολοκληρώνει τον μαραθώνιο από τον Πειραιά, δένοντας σε λιμάνι τόσο μικρό που πρέπει κάθε φορά να μετακινείται το αγκυροβολημένο περιπολικό πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού (στην περίπτωσή μας το «Ρίτσος» – από τον πρωτοναύτη Νικόλαο, όχι τον ποιητή Γιάννη).
Το λιμάνι έχει το σχήμα ενός τέλειου Π. Κάπου στην αριστερή του πλευρά (που οδηγεί στο τζαμί-μουσείο λαογραφικής ιστορίας και το πίσω λιμάνι Μανδράκι) στάθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου εγκαινιάζοντας την περίοδο των μνημονίων τον Απρίλιο του 2010. Στο μεσαίο οριζόντιο στέλεχος, οι ταβέρνες εναλλάσσονται με τα καφέ στα οποία τα μεσημέρια οι φαντάροι -μαυρισμένοι και βαριεστημένοι, απουσία παραμικρής γυναικείας παρουσίας- τερματίζουν το FaceTime και στρίβουν τα καλαμάκια στους φραπέδες αφού τα μουστάκια τους είναι ακόμα ατροφικά, εκεί δίπλα τους απαραίτητο το φωτογραφικό κλικ στη δημοτική αγορά που το πρωί κάνουν πασαρέλα οι καθημερινές κολεξιόν των ψαράδων. Στη δεξιά πλευρά, το Καστελλόριζο αποκαλύπτει την κοσμοπολίτικη κομψότητά του με τα πλέον επίζηλα αρχοντικά και τα περιποιημένα μπουτίκ ξενοδοχεία. Μπροστά τους ελάχιστες ξαπλώστρες σε ινσταγκραμικό day & night stand με ομπρέλες, ανεπίσημη γλώσσα ιταλικά.
(Σημαντικό: στο Καστελλόριζο δεν υπάρχουν παραλίες, κάτι που του χαρίζει έναν ιδιότυπο εξωτισμό. Σχεδόν από οποιοδήποτε σημείο του Π μπορείς να βουτήξεις στα πεντακάθαρα γαλαζοπράσινα νερά, υπάρχουν διαθέσιμοι βατήρες αλλά και σκαλάκια που οδηγούν σε καβάτζες-κοινά μυστικά. Για όσους δεν μπορούν να κόψουν την κακή συνήθεια της άμμου, ότι κοντινότερο σε παραλία υπάρχει στο Μανδράκι. Έξτρα προορισμοί, οι Πλάκες/ το νησάκι του Αϊ Γιώργη/ η σκοτεινή σπηλιά-τουριστική ατραξιόν. Σε πάνε βαρκάρηδες που τους λένε Γιώργο-Κώστα-Σταύρο, είναι στα 50-60-70 τους (ή κάπου ανάμεσα) και λειτουργούν ως jack of all trades, λύνουν κάθε πρόβλημα από το δωμάτιο μέχρι το φαγητό σου και θυμούνται να ρωτήσουν και την Αγγλίδα με τον στομαχόπονο αν αισθάνεται καλύτερα.)
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 το Καστελλόριζο έχει 492 κατοίκους. Στην πραγματικότητα, στο ακριτικό νησί ζουν περίπου 250. Πάρτε χαρτί και μολύβι: προσθέστε φαντάρους/επαγγελματίες οπλίτες στο τοπικό σύνταγμα και το πλήρωμα των πλοίων (γύρω στα 300 άτομα), τον πληθυσμό των πολυτελών σκαφών που δένουν στο νησί, τους περίπου 300 που έρχονται καθημερινά από την Τουρκία, τους προαναφερθέντες ομογενείς και φυσικά τους τουρίστες. Ο μπακαλίστικος υπολογισμός βγάζει ότι οποιαδήποτε μέρα ενός φυσιολογικού καλοκαιριού στο νησί πατάνε πάνω από 1500 άνθρωποι. Στην «Αλεξάνδρα» σερβίρουν όλη τη σεζόν σχεδόν 5000 πιάτα από το μεγάλο σουξέ γεμιστό καλαμάρι, ενώ η κυρία Κατερίνα στα «Πλατάνια» αδυνατεί να υπολογίσει πόσα ντολμαδάκια γιαλαντζί τυλίγει όλο το καλοκαίρι (για αγχωμένες παρέες που τα κάνουν μέχρι και ρεζερβέ), τα δε γεμιστά κρεμμύδια-γλύκισμα το ίδιο πεντανόστιμα.
Μόνο που το καλοκαίρι του 2020 δεν είναι φυσιολογικό, καθόλου μάλιστα. Ο βράχος των 10 στρεμμάτων εκτός από μικροσκοπικός ήταν κι άδειος. Εις βάρος των ντόπιων, υπέρ του επισκέπτη – κλασικός καλοκαιρινός νόμος. «Αν έρθεις εδώ για 10 μέρες, γυρίζεις όλο το νησί και σου περισσεύουν οι 9μιση να αράξεις», η γλαφυρή περιγραφή. «Είστε τυχεροί που το έχετε όλο δικό σας», το παρασύνθημα.
Φτάσαμε στο νησί λίγες μέρες μετά τη μαζική φυγή. Συναντήσαμε ανθρώπους συνταρακτικά ευγενικούς, καλότροπους και όχι μοιρολάτρες, πολιτικά τόσο συνειδητοποιημένους ώστε να γαργαλούν τον αφορισμό ότι «η διπλωματία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσεις στους πολιτικούς». Αν εξαιρέσεις έναν τουρκοφάγο με μακό ΠΝ που έσπασε ένα μεσημέρι την απόλυτη ραστώνη κραυγάζοντας προς άγνωστο παραλήπτη το μακάβριο «Τώρα είναι η στιγμή μας, γιατί δε μας αφήνεις; Κι ας έρθουν τα παιδιά μας να μας πετάνε στεφάνια στη θάλασσα» (στο τραπέζι του υπήρχε ούζο), δεν ακούσαμε πουθενά κορώνες για τους «απέναντι». Που δεν είναι και τόσο «άσπονδοι» τελικά: οι σχέσεις μαζί τους είναι εμπορικές, ανεφοδιαστικές, εν τέλει στενές – περιγράφονται από «σε γενικές γραμμές καλές» μέχρι «δυστυχώς έχουμε μπλέξει με τον Ερντογάν που τα κάνει όλα για εσωτερική κατανάλωση» ως και «δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε, κάθε φορά που υπάρχει σκηνικό μιλάμε μαζί τους στο τηλέφωνο για να δούμε ότι όλα είναι οκ». Ο Καστελοριζιός που παντρέυτηκε την Τουρκάλα από το Κας και τρέχουν την ταβέρνα-beach bar στον Άι Γιώργη ποζάρουν στο πόστερ αυτής της συμβίωσης.
Η καθημερινότητα στον βράχο μοιάζει με σίριαλ. Το πολύ την τρίτη ημέρα αισθάνεσαι ότι τους έχεις δει/σε έχουν δει όλοι, οι ρόλοι έχουν μοιραστεί. Υπάρχει ο Μεγάλος Τηλεοπτικός Σταρ με το πολυπληθές εντουράζ και κλεισμένο πάντα το μεγαλύτερο τραπέζι στον «Λαζαράκη» ή το “Billy’s”, η Ευρωβουλευτής που διηγείται παραπολιτικές ιστορίες την ώρα του πρωινού καφέ, ο Μοναχικός Νεαρός Καναλάρχης, το άσημο ζευγάρι που θα ήθελαν να παρατήσουν τη δουλειά τους για να γίνουν content creators (και γι’ αυτό προπονούνται λαδωμένοι επί ώρες στην ίδια αδιάφορη λήψη), το εναλλακτικό ζευγάρι που κορδώνεται ότι «τα Μικρά Δωδεκάνησα είναι οι νέες Μικρές Κυκλάδες», το βασικό ζευγάρι που διαβάζει Το Δώρο 2. Αλλά, και οι «ξένοι» όπως τους λένε αθώα οι ντόπιοι. Σαφώς περισσότεροι. Κυρίως Ιταλοί, άλλωστε έχουν μακρά ιστορία στο νησί, από την ενετική παράδοση (που τραβάει μια αρχιτεκτονική γραμμή ως την Ερμούπολη της Σύρου) μέχρι την Ιταλοκρατία του 1921-41 και το Mediterraneo της Βάνας Μπάρμπα και του ξενόγλωσσου Όσκαρ (τα «Πλατάνια» στην πλατεία Χωράφια είναι κάτι σαν μουσείο του φιλμ που…γίνονται πράγματα, κυρίως μαγειρευτά). Στην τωρινη τους βερσιόν οι Ιταλοί του Καστελλόριζου είναι εύποροι, μεγαλύτεροι σε ηλικία από τους φωνακλάδες των Κυκλάδων – στυλ Ανιέλι με πουράκια κι ανοιχτά πουκάμισα οι άνδρες, στυλ «πρώην μοντέλας/WAG» οι γυναίκες. Αρκετοί Άγγλοι επίσης (κατέλαβαν το νησί το 1941), αλλά και κάποιοι Γάλλοι (μικρή η δική τους κατοχή, 1915-21). Α, και κάτι Κροάτες της Frontex, κατηγορία «τέσσερα αβγά μάτια για πρωινό-περισσευούμενη τεστοστερόνη». Απόγονους των Καταλανών που κυριάρχησαν τον 15ο αιώνα δε συναντήσαμε.
Αν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, έχουν οι ιστορίες των ανθρώπων που βρέθηκαν κάπως-κάπου-κάποτε στην άκρη του χάρτη. Σου έρχονται μόνες τους χωρίς να τις ψαρέψεις. Ο κάποτε ραδιοφωνικός πειρατής από τα Τρίκαλα που γνωρίστηκε στην Ολλανδία με τη σύζυγό του και κατέληξαν να ανοίξουν ένα καφέ στα όρια της Ανατολής. Ο σερβιτόρος που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη κι έχασε 22 κιλά το πρώτο καλοκαίρι δουλειάς, φέτος αναπολεί με ανορθόδοξο χιούμορ τις γεμάτες σεζόν «Ρεπό, τι ρεπό; Ο κόσμος νόμιζε ότι μου έχουν κρατήσει το διαβατήριο». Ο χαμογελαστός θεσσαλονικιός παππάς, φρέσκος στο νησί, μόνιμα με το χαμόγελο στα χείλη να υποδέχεται τους τουρίστες στο ανεμοδαμένο Παλαιόκαστρο με την εκαθμβωτική θεά. Κάποιοι «Μακεδονομάχοι» που ρυθμίζουν τις λεπτομέρειες για την εκδήλωση εορτασμού της απαελυθέρωσης του νησιού από τον Λάμπρο Κατσώνη – και είναι όσο weird ακούγεται. Η κοπέλα στο ξενοδοχείο μισή Ροδίτισσα-μισή Πορτογαλλίδα που ξεχειμωνιάζει εκεί «από επιλογή», ενώ αποκρούει τα πειράγματα των ξαναμμένων. Αλλά, κι ο μετανάστης που δεν έχει όρεξη να πει την ιστορία του, σε αφήνει να την μαντέψεις κάθε πρωί που ξεμπερδεύει με τις ώρες τα δίχτυα στο λιμάνι.
Ο συναγερμός είναι θεωρητικά τόσο κοντά τους, όσο τελικά μένει μακριά τους. Μόνο που πρέπει να είσαι εκεί για να το καταλάβεις. Ότι το πραγματικό διακύβευμα του νησιού δεν είναι η ασφάλεια αλλά η γαλήνη, ας πούμε εκείνα τα μεσημέρια που αισθάνεσαι ότι η αναπνοή σου ακούγεται σε όλο το νησί. Μετά, πέφτει ο ήλιος, τα παιδάκια φορώντας μπλουζάκια Tik Tok κάνουν φασαρία στις εσωτερικές πλατείες, ένα ποδήλατο με τρεις ρόδες κάνει delivery τις πίτσες του “Little Paris”, η «κρητική βραδιά» όπου να’ναι θα αρχίσει (τελικά παίζοντας Νατάσα Θεοδωρίδου).
Και στην μικρή του παραγκούλα, δίπλα σε αφίσες που προμοτάρουν το φεστιβάλ κινηματογράφου και την έκθεση με τους εύζωνες, ο κύριος Σταύρος παίζει μόνιμα στη διαπασών uptempo λαίκά, βάζει κάτι στην ψησταριά και χαιρετάει εγκάρδια κάθε -μά κάθε- έναν που περνάει. Τα κορίτσια, οκ, λίγο πιο εγκάρδια…