Categories: ΤΑΞΙΔΙ

Καππαδοκία (23 με 31 του Γενάρη 2015)

Επέστρεψα το Σάββατο, την τελευταία μέρα ξυπνήσαμε χαράματα, πήραμε λεωφορείο για το Νεβσεχίρ, όπου περιμέναμε για ένα μισάωρο στο καφέ Işik (φως) δίπλα από το σταθμό. Φτάσαμε στο Ακσαράυ στις 10, μόλις έφευγε το λεωφορείο για την Καρβάρη, την Guzelyurt. Μόνο τον κεντρικό δρόμο του Ακσαράυ είδαμε, αλλά μου άρεσε η πόλη όλο ψαράδικα με ταψιά γεμάτα με σκουμπριά, πέστροφες, σολομούς, γαρίδες, ολόφρεσκα μπαρμπουνάκια και στο βάθος ένα μεγάλο τηγάνι και μαγκάλι, αγοράζεις τα ψάρια και σ’ τα ψήνουν επιτόπου, Balik ve Ekmek.

Η Καρβάλη ή Κέλβερι.

Κοντοσταθήκαμε αμήχανες λίγο στη στάση των λεωφορείων. Θα έρθει σε λίγο άλλο λεωφορείο μας λέγανε, σε πόσο λίγο, σε μία ώρα. Πολλή αναμονή, βρήκαμε δίπλα ένα γραφείο ταξί, βγάλαμε δεφτέρι και μολύβι για να συνεννοηθούμε. Από πού είστε; μας ρωτάει ο ταξιτζής. Yunanistan, του απαντάμε, θέλουμε να δούμε την Guzelyurt. Κέλβερι, μας λέει. Να σας πάρω και να σας φέρω θα στοιχίσει τόσο και θα σας περιμένω όσο θέλετε να δείτε τα μέρη, χωρίς χρέωση.

Φορτώσαμε τα μπαγκάζια και κινήσαμε οδηγώντας στις βουνοπλαγιές, ανεβαίναμε και η γη εύφορη, δεξιά και αριστερά μας τα χρώματα των τοιχογραφιών, ώχρα, χοντροκόκκινο, πράσινο.

Ο Χασάν Νταγί.

Μας κόπηκε η ανάσα στη θέα του πέτρινου χωριού, μισό λαξεμένο στην πέτρα μισό κτισμένο, αμφιθεατρικά να στέκει ήρεμο απέναντι από τον Χασάν Νταγί. Αρχοντικά στις κορυφές των λόφων, χαμηλά στο κέντρο η κτιστή εκκλησιά του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, τεράστια, πανέμορφη, περίκλειστη.

Μας άνοιξε ένας χαμογελαστός νεαρός άντρας. Χάμω στρωμένα κιλίμια, οι τοίχοι ασπρισμένοι, το τέμπλο το ξύλινο με τους ρόδακες τους ζωγραφιστούς και τα άνθια το κοσμούσαν αραβικές γραφές του Ισλάμ στη θέση των εικόνων.

Κατεβήκαμε την απότομη πέτρινη πελεκητή βαθιά σκάλα και βρήκαμε το αγίασμα στο πηγάδι, νιφτήκαμε, πήραμε και μαζί μας.

Έξω ακούγονταν μόνο ο αέρας ανάμεσα στα δέντρα. Όπως ήταν κτισμένο αμφιθεατρικά το χωριό σάμπως και καλούσε τον αέρα να το τριγυρίσει.

Πήραμε το απότομο μονοπάτι για την κορυφή, τα πόδια μας βούλιαζαν στο χιόνι και τα βράχια γλιστρούσαν, περάσαμε από τους Αγίους Ανάργυρους, λαξευτή εκκλησιά, μαύρη από τα κεριά που ανάψανε για χρόνια, με απομεινάρια τοιχογραφιών. Στο ύψωμα καθίσαμε σε ένα κομμάτι γης και απλώς αγναντεύαμε, αφουγκραστήκαμε το πέτρινο χωριό με τις λεύκες, το χιόνι και τη σιωπή.

Η εκκλησιά της Αναλήψεως έξω από το χωριό σκαλισμένη και κτισμένη σε ένα θεόρατο βράχο σε ύψωμα πάνω στον γκρεμό να βλέπει όλη την κοιλάδα των μοναστηριών.

Η πόρτα του περίβολου ανοιχτή, η εκκλησιά ασπρισμένη, γκράφιτι γεμάτη, σαν τις εκκλησιές στα Κατεχόμενα, βεβηλωμένη.

Καθώς μπήκαμε στο ταξί να φύγουμε, λέει η Μυρτώ: Νιώθω σαν τους ανθρώπους τη μέρα που άφησαν τα σπίτια τους.

Το ταξίδι μας για την Καππαδοκία πήρε όλη τη μέρα. Αλλάξαμε πόσα λεωφορεία και συγκρατώ από τη μέρα το κίτρινο λεμονί χρώμα του ουρανού κάπου κοντά στη δύση και το γλυκό σε σχήμα πετάλου αλόγου που αγοράσαμε στο δρόμο από ένα καροτσάκι για μισή λίρα. Θα μέναμε για μια εβδομάδα στο Ουτσισάρ, δίπλα στο μεγάλο βράχο, κάστρο που προβάλλει από όλη τη γύρω περιοχή. Καρ, χιόνι, παντού. Οι τριανταφυλλιές αποσκελετωμένες, οι βαβατσινιές, οι βερικοκιές γυμνές.

Üchisar, στο βάθος της κοιλάδας του Göreme η κορυφή του Αργαίου, γαλάζια μέσα στα χιόνια, το Çavusin στην κορυφή του κάστρου λαξεμένη εκκλησιά, τράπεζα με το ψάρι του μυστικού δείπνου, ο σταυρός μέσα στον ήλιο, η φιγούρα με την κανάτα που δείχνει προς τα επάνω. Στο Paşabag έφτιαξα μια ακουαρέλα, παντού σχεδίαζα βιαστικά, αλλά έστω και αυτό το λίγο με βοηθούσε να παρακολουθώ καλύτερα αυτά που απλώνονταν μπροστά μου, γύρω μου.

Οι ογκόλιθοι του Ουτσισάρ.

Το μεσημέρι στο Urgup (Προκόπι). Τρώμε σε ένα τούρκικο εστιατοριάκι πίτες με κρέας και σαλάτα, στον τοίχο η φωτογραφία του αρχικού ιδιοκτήτη, η ημισέλινος και το πρόσωπο του Ataturk σε ρολόι, δυο μεγάλες ματόπετρες και από κάτω Maşallah, γραφές, bismillah… ένα παλιομοδίτικο φωτιστικό και η Μυρτώ να μου διαβάζει από τον οδηγό για την ελληνική κοινότητα της πόλης που αριθμούσε 10.000 ψυχές.

Λίγο αργότερα στο μουσείο, ένα τελετουργικό άγαλμα της Κυβέλης, πολλοί ομφαλοί με διάκοσμο από κισσό, μια κούπα με την ημισέλινο και το άκρο να γράφει ΜΕ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΑΣ. Σε προθήκη ένα κομμάτι τοιχογραφίας, ένα πρόσωπο ραγισμένο, ό,τι απέμεινε από το ναό του Αγίου Βασιλείου όταν τον γκρεμίσανε.

Στον περίβολο μαρμάρινη πλάκα. Διάβασα αποσπασματικά από ό,τι είχε μείνει :

ΜΕΛΙΩΘ

ΡΑΣΜΑΤΕΞΕΤΗ

ΤΑΥΤΗΟΡΘΟΔΟΞΩΝΧΡ

ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΩΝΕΠΙΤΗΣΒ

ΛΑΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥΑΝΑΚ

ΑΡΧΕΙΑΣΔΕΝΕΟ

ΤΑΜΗΝ

ΑΡΧΙΤΕΚ

ΠΟΛΕΩΣ

Ένιωσα συγκίνηση βαθιά. Να ήταν η θεμέλιος λίθος της πόλης;

Το απόγευμα ο Αργαίος μέσα στα πορτοκαλιά και ροζ της δύσης, επιβλητικός, πανέμορφος.

Στο βάθος ο Αργαίος.

Την επομένη στο Αβανός διασχίζαμε τον πλατύ Άλυ ποταμό. Στο μουσείο κεραμικής αναθέματα. Κεφάλια σαν τις γυναίκες πουλιά, μπούστα με στήθη γυμνά, συχνά τα χέρια σταυρωμένα από κάτω. 5000 με 3000 π.Χ.

Το απόγευμα περπατούμε στα παγωμένα χωράφια.

Καθόμαστε στο χώμα, φυσάει τρελά, απέναντί μας το κάστρο βράχος, πίσω του σύννεφα και ένας κίτρινος ουρανός της δύσης που μόνο εκεί είδα τέτοια χρώματα. Έφτιαξα μια ακουαρέλα και ήταν σαν προσευχή.

Το βράδυ ο Οούζ από τη Σμύρνη έπαιζε σάζι και η Σεβτζάν από την Κύπρο τραγουδούσε το τραγούδι του Veysel με την όμορφη συρτή φωνή της. Uzun ince bir yoldayım, gidiyorum gündüz gece, gündüz gece… Ο δρόμος στενός και μακρύς, και περπατώ, νύχτα και μέρα περπατώ…

Σηκωθήκαμε χαράματα από το φύσημα των αερόστατων της κοιλάδας.

Αργότερα, κάτω από τον ίδιο βράχο ένας άντρας μας πρότεινε τσάι που προσέφερε μέσα σε μια εκκλησιά όπου είχε βάλει μαξιλάρες και πλαστικά λουλούδια. Στον τοίχο ομόκεντροι κύκλοι ζωγραφισμένοι με το χαρακτηριστικό χοντροκόκκινο.

Εδώ ζούσαν όλο Έλληνες, καταλάβαμε πως μας έλεγε, και πήρε να μας δείξει το σπίτι του εκεί όπου γεννήθηκε ο πατέρας του και ο ίδιος, λαξευμένο μες στο βράχο με χαμηλά μαξιλάρια και διάκοσμο, πολύ όμορφο. Έμοιαζε συγκινημένος και έτσι νιώθαμε κι εμείς.

Το βράδυ η Μυρτώ κάθισε δίπλα στο παχύφυτο με τα μαβιά, φούξια και πράσινα χρώματα και διάβαζε τις σημειώσεις του Σεφέρη για το Κόραμα.

Φτάσαμε στο Γκιόρεμε (Κόραμα) με το Ντολμούζ και περπατήσαμε το χιλιόμετρο ως το «Ανοιχτό Μουσείο». Στο δρόμο είδαμε το σημάδι για τη Sakli Kilise, την κρυμμένη εκκλησιά. Πήραμε το μονοπάτι μέσα στο χιόνι και τη λάσπη ώσπου ανεβήκαμε πολύ ψηλά. Αγναντέψαμε τη μαγική θέα στην κορυφή προσπαθώντας να βρούμε την ανάσα μας, ώσπου διακρίναμε τα λαξευμένα σκαλάκια που έμοιαζαν να οδηγούν στον γκρεμό.

Κοιλάδα του Γκιόρεμε, βράχος του Ουτσισάρ από την Sakli Kilise.

Η κρυφή εκκλησιά ήταν κλειδωμένη αλλά με σιδεριά, περνούσε μέσα το φως. Καθίσαμε ώρα πολλή στο σκαλοπατάκι θαυμάζοντας τις αδρές γραμμές του αγιογράφου, την κίνηση του αγγέλου που ευλογούσε μπροστά μας τη Μαρία, τα χοντροκόκκινα, τις ώχρες και τα πράσινα, terra verde.

Στην οροφή κάρδια, μέσα σε χοντροκόκκινο και τιρκουάζ, ένας μεγάλος σκαλιστός σταυρός περιτριγυρισμένος από πλούσιο διάκοσμο με χρωματιστά τετράγωνα. Διακρίναμε τη σταύρωση, με το φεγγάρι και τον ήλιο, τον Άγιο Γεώργιο, τη Βάπτιση, το Ιερό Μανδήλιο.

Επισκεφτήκαμε την εκκλησιά της Μηλιάς (Elmanli Kilise), η κίνηση και η τρυφεράδα των αγγέλων. Ανεβήκαμε ψηλά σε μια απόκρημνη εκκλησιά με τέσσερις κολόνες. Ιερό και όλα σκαλιστά μέσα στο βράχο, με ελάχιστο γεωμετρικό διάκοσμο σταυρούς σαν από στήμονες λουλουδιών. Δεν ήταν μέσα κανείς και ξαπλώσαμε στο πάτωμα να νιώσουμε την ισχυρή δόνηση του χώρου. Μετά από τόσα χρόνια οι δονήσεις της προσευχής και του κόπου του λαξέματος της πέτρας, όλη αυτή η ομορφιά, η ταπείνωση, ακόμα δονούνται.

Στην εκκλησιά της Αγίας Βαρβάρας, το συναπάντημα του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Θεοδώρου, έφιπποι και οι δύο με άσπρο και χοντροκόκκινο επάνω στην πέτρα και μια πανέμορφη γλυκιά φθαρμένη Παναγιά αγκαλιά με το γιο της.

Στη Γιλανλί Κιλίζε (με το φίδι) ο Άγιος Ονούφριος γυμνός με κόκκινα χείλη, στήθη γυναικεία, μακριά γενειάδα και ένα παράξενο φυτό σαν παπουτσοσυκιά να του κρύβει τα γεννητικά όργανα.

Ο Άγιος Ονούφριος στο Γκιόρεμε.

Πολύ δύσκολα καταφέραμε να φύγουμε από τη Σκοτεινή Εκκλησιά (Karanlik Kilise). Κατ’ ακρίβειαν μας διώξανε μετά από δυο ώρες λέγοντάς μας πως κανονικά πέντε λεπτά είχαμε δικαίωμα να μείνουμε στη συγκεκριμένη εκκλησιά.

Μικρή εκκλησιά, πλήρως αγιογραφημένη με έντονα φυσικά φωτεινά χρώματα. Στις κολόνες της ποταμοί ζιγκ-ζαγκ. Στον πρόναο ο ΑΥΘΟΝΗΟΣ, ο ΑΚΥΝΤΗΝΟΣ, ο ΠΗΓΑCIOC, o ΤΑΡΑΧΟC, o ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ. Πέρα από τη φωτεινότητα των χρωμάτων και τον πλούσιο διάκοσμο, μια κίνηση χαρακτηρίζει τη γραμμή του αγιογράφου. Σχεδόν νιώθει κάποιος το φτερούγισμα των αγγέλων. Ένας λυπημένος άγγελος HC ΤΟΝ ΛΗΘΟΝ ΚΑΘΗΜΕΝΟΣ δείχνει ένα μικρό λαβύρινθο, το κενοτάφιο Ε ΜΥΡΟΦΟΡΕ μικρές, ΗΔΕ Ο ΤΟΠΟC ΟΠΟΥ ΕΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟΝ, Υ ΦΥΛΑCONTEC ΤΟΝ ΤΑΦΟΝ. Ιδιαίτερη ορθογραφία.

Ο παντοκράτορας σε τεράστιο μαξιλάρι με πλούσιο διάκοσμο ΕΓΩ ΥΜΙΝ ΤΟ ΦΩΣ.

Είμαστε εξουθενωμένες από την πολλή ομορφιά όταν φτάνουμε στην εκκλησία ΤΟΚΑΛΙ. Δυο είναι κατ’ ακρίβειαν, η μια παλαιότερη με πυκνές σκηνές με το χαρακτηριστικό απαλό πράσινο. Η άλλη πελώρια, με πλούσιο διάκοσμο φίνα πλασίματα και έντονα μπλετιά του λάπις λάζουλι.

Κράτησα στη μνήμη τους ψαράδες καθώς η θάλασσα οριζόταν από έναν ορθογώνιο χώρο αποτελούμενο από ζιγκ-ζαγκ γραμμές. Ο ορισμός του χώρου στις βυζαντινές αγιογραφίες δίνει τόση ελευθερία. Με συνεπαίρνει.

Καθίσαμε για ένα τσάι έξω, μέσα στην παγωνιά, φορώντας τους σκούφους μας και τα παλτά μας θαυμάζοντας το τελευταίο φως πάνω στους ψηλούς κώνους. Οι ογκόλιθοι στέκονταν σαν γλυπτά – είναι οι καλόγεροι που κοιτάζουν προς τον ουρανό, λέει η Μυρτώ.

Έφτιαξα μια ακουαρέλα. Ουρανός και πέτρα σμίξανε. Περπατήσαμε σιωπηλές ως τη στάση του λεωφορείου. Κοιμηθήκαμε νωρίς.

Την επομένη ξυπνήσαμε με χιόνι παντού, χιόνιζε απαλά όλη νύχτα και ως αργά το πρωί. Ήταν η επιμονή της Μυρτώς που μας έκανε να πάρουμε ένα ταξί για το Gülşehir, την Αραβισσό, για να βρούμε την εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη (Karsi Kilise). Ο άγγελος ο εξορινός, το πυρ το άσβεστον, ο Ιούδας, οι ξεπεσμένοι άγγελοι δαίμονες με τα φτερά χαμηλωμένα να τραβούν τις γενειάδες των αμαρτωλών κληρικών. Γυμνοί, το πέος τους να κρέμεται τεράστιο, του ενός βαμμένο κόκκινο. Ο βίθυος δράκων με νύχια μακριά, το σκότος το εξώτερον, ο σκώληξ ο ακοίμητος. Στο πλάι ο άγγελος ζυγιστής.

Άγγελος.

Μια πανέμορφη κοίμηση, μια κούζα κάτω από την Παναγία, ο Ιησούς κρατάει την ψυχή, στη μέση του τραπεζιού του δείπνου πήλινα αγγεία και ένας μεγάλος ιχθύς. Χοντροκόκκινα, μπλετιά σκούρα, ώχρες, άσπρα, κόκκινα, ύλη, υφή, χώρος.

Το ταξί μας άφησε στο Αβανός. Λίγο το περπατήσαμε όλο αρχοντικά εγκαταλειμμένα, ερείπια. Βγήκε ένας ήλιος λαμπρός.

Πήραμε το λεωφορείο για το Özkonak να βρούμε μια από τις ατέλειωτες υπόγειες πόλεις όπου κρύβονταν οι χριστιανοί για να προστατευτούν σε περίοδο επιδρομών. Μας άφησε το λεωφορείο και περπατήσαμε τα δύο χιλιόμετρα στο κέντρο του οροπεδίου, χιόνι αλλά και κομμάτια πράσινης γης, η γη εύφορη, το τοπίο ένα θαύμα.

Η πόλη κλειστοφοβική. Όλα λαξεμένα μέσα στο βράχο με στενούς διαδρόμους να ενώνουν τα μεγάλα δωμάτια, κουζίνα, πατητήρι, αεραγωγοί, αποθήκες. Τεράστιες μυλόπετρες έτοιμες να φράζουν τα ανοίγματα. Σκοτάδι. Βγαίνουμε γρήγορα.

Çavusin. Εκκλησιά Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, 5ος αι. μ.Χ.

Καταφέρνουμε να φτάσουμε εγκαίρως στο Çavusin όπου προλαβαίνουμε με το τελευταίο φως την εκκλησιά που βλέπαμε από το δρόμο με δυο θεόρατους αγγέλους ζωγραφισμένους ψηλά στην είσοδό της με φτερά από χοντροκόκκινο.

Çavusin, εκκλησία Νικηφόρου Φωκά.

Το φως λιγοστό καθώς ο ήλιος δύει και λίγες ακτίνες μπαίνουν μόνο από το άνοιγμα της πόρτας.

Οι απόστολοι ανάμεσα στα δέντρα με τους καρπούς, πράσινα και μπλετιά, η κίνηση των φτερών των αγγέλων. Όλες οι φιγούρες ψηλόλιγνες, εξαϋλωμένες.

Την επομένη ξυπνήσαμε χαράματα. Πήραμε το Ντολμούζ για το Nevşehir και το λεωφορείο για το Akçaray· προορισμός μας η Ιχλάρα και το Περίστρεμμα, η κοιλάδα των μοναστηριών.

Μερική άποψη από το μοναστήρι της Σελιμέ.

Περιμέναμε πάνω από ώρα στη στάση των λεωφορείων, ώσπου έφτασε ένα dolmus για τη Σελιμέ. Κοίταξα στα γρήγορα το χάρτη, ανεβήκαμε. Στη διαδρομή καφετιά, πράσινα και λίγα χιόνια, ο δρόμος στενός, καμιά ανάπτυξη. Μόνο φύση και μικρά χωριουδάκια στο χρώμα της γης. Ένας μιναρές να προβάλλει προς τον αέρα ξεχώριζε καμιά φορά.

Η Σελιμέ αποτελεί την αρχή του φαραγγιού της Ιχλάρας και εκεί μας περιμένει μια σπουδαία έκπληξη. Μέσα στο βράχο, σκαλιστό, το πιο μεγάλο γυναικείο μοναστήρι της Καππαδοκίας. Η εκκλησιά λαξευμένη μέσα στο βράχο τεράστια με τις κολόνες της, το ιερό της, μαύρη από φωτιά. Διακρίνονται μόνο αποσπάσματα από τις τοιχογραφίες, χέρια σε παράκληση, κάποιες φιγούρες. Από τα ανοίγματα φαίνεται το χωριό κάτω στην πεδιάδα, διαβάζουμε στον οδηγό μας ότι λέγεται πως οι κάτοικοι του χωριού είναι εξισλαμισμένοι Έλληνες. Στην είσοδο της σκαλισμένης εκκλησιάς, ψηλά, πολύ ψηλά στο βράχο, έχει σωθεί μια επιγραφή.

Διαβάζουμε στον οδηγό μας τη μετάφραση από τα εκκλησιαστικά στα νέα ελληνικά: Κανείς σας μην τυφλωθεί από την επιθυμία του πλούτου, γιατί η φιλαργυρία πολλούς οδήγησε στον όλεθρο. Γιατί η σάρκα αυτή είναι από χώμα και πηλό.

…ΓΑΡ ΤΑΥΤΗ ΧΟΥΣ ΠΗΛΟΣ.

Γκράφιτι στον Άγιο Γεώργιο της Ιχλάρας.

Το σύμπλεγμα τεράστιο, με παρεκκλήσια, μια μεγάλη κουζίνα με πυραμοειδή θόλο, κελιά, διαδρόμους, όλα λαξευμένα μέσα στην πέτρα. Τρέχουμε να προλάβουμε το λεωφορείο για την Ιχλάρα. Η διαδρομή πολύ όμορφη, διακρίνω τριώροφη σκαλιστή πρόσοψη ναού, η Ιμβρασσός. Φτάνουμε στο χωριό και περπατάμε κάνα-δυο χιλιόμετρα για την είσοδο του φαραγγιού. Η εμπειρία της Σελιμέ, η ανακάλυψη αυτή μας έχει αφήσει άφωνες. Είμαστε σιωπηλές. Πίσω μας ο Χασάν Νταγί λάμπει μέσα στα χιόνια και στα σύννεφα. Κατεβαίνουμε στο φαράγγι, στη μέση κυλάει ο ποταμός, λεύκες ψηλές, γυμνές από φύλλα, αγγίζουν τον ουρανό. Ο Προφήτης Δανιήλ, ώχρα, κόκκινο, terra verde, λευκό. Η οροφή γεμάτη κάρδια, ο Άγιος με το λιοντάρι, οι τρεις Μάγοι, η Γέννηση, μια ζωγραφική πανέμορφη, γεμάτη με την ψυχή ενός παιδιού.

Προχωρούμε ανάμεσα στα βράχια του φαραγγιού, κάποιες φορές λάσπη ή χιόνι. Σκαρφαλώνουμε ψηλά στα τοιχώματα από θεόρατες σκάλες όπου υπάρχει εκκλησιά. Η εκκλησιά των Υακίνθων, η εκκλησιά του Θεριού. Στα τρία χιλιόμετρα συναντάμε πιο ψηλά από τις άλλες την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Ένας άγγελος κλείνει τα μάτια του μπροστά στη Σταύρωση. Όλα τα μάτια χτυπημένα. Ο Άγιος Γεώργιος κάθεται επάνω σε ένα πράσινο άλογο. Η ουρά του αλόγου δεμένη κόμπο. Οι εξαιρετικές τοιχογραφίες γεμάτες χαραγμένα γράμματα και ημερομηνίες, σταυρούς. Διαβάζουμε τα ονόματα, όλα ελληνικά, οι ημερομηνίες στα τέλη του 1800, και το χωριό πάντα το Κέρβελι.

Ο κόμπος στην ουρά του αλόγου του Αγίου Γεωργίου στον Άγιο Γεώργιο της Ιχλάρας.

Η τόση φθορά μάς προκαλεί μια στεναχώρια και προχωράμε σιωπηλές ως την έξοδο του φαραγγιού. Δεν υπάρχει κανείς, μόνο ένας νεαρός άντρας που κλείνει το μαγαζί του. Έχουμε ήδη περπατήσει πάνω από δέκα χιλιόμετρα μέσα στη μέρα και είμαστε εξαντλημένες. Τον ρωτάμε πού πάει και αν μπορεί να μας πάρει στο κοντινότερο χωριό για να βρούμε συγκοινωνία.

Με τα λίγα τουρκικά μας συνεννοούμαστε, Ελληνίδες; Αδέλφια. Μας προτείνει να μας πάει ως το Üchisar, εξήντα χιλιόμετρα απόσταση. Μας ζητάει μόνο τη βενζίνα και ένα μικρό ποσό για τον κόπο του.

Ο άντρας αυτός από την Guzelyurt, την Καλβάρη, μας έκανε το πιο μεγάλο δώρο. Ο ήλιος έδυε πίσω μας, η διαδρομή που πήρε ήταν γεμάτη με απαλά βουνά και χιόνια και ο ουρανός τιρκουάζ και σκούρο γαλάζιο με σύννεφα αγγέλους να φτερουγίζουν συνεχώς.

Από τις πιο όμορφες διαδρομές που θυμάμαι να έχω κάνει τα τελευταία χρόνια. Λέει η Μυρτώ: Την Κυριακή θα είναι το μνημόσυνο της Νίκης στη Φανερωμένη, αλλά η Νίκη είναι εδώ. Είναι συνεχώς μαζί μας.

Ξημέρωσε η τελευταία μέρα.

Περπατήσαμε με τη Μυρτώ στο χωριό που μας φιλοξένησε τόσες μέρες, αρχοντικά μισογκρεμισμένα, σπίτια σκαλισμένα στην πέτρα. Διασχίσαμε την πανέμορφη κοιλάδα των περιστεριών και φτάσαμε στο Γκιόρεμε. Ανεβήκαμε ψηλά στην εκκλησία El Nazar, λαξευμένη σε ένα μονόλιθο. Από εκεί παρακολουθήσαμε τη δύση. Τα κίτρινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ τα σύννεφα. Κάποια στιγμή ένα τεράστιο πορτοκαλί ολοφώτιστο φτερό αγγέλου πέρασε πάνω από το βράχο μας. Η Μυρτώ χαμογέλασε. Είναι πάντα μαζί μας.

Η κοιλάδα των περιστεριών.

Κυριακή πρωί στη Λευκωσία, στη Φανερωμένη, κλείνω τα μάτια μέσα στην εκκλησία και βρίσκομαι στην Ανάληψη. Η ψαλμωδία ξεχύνεται από το Κέρβελι στη Σελιμέ, στο Περίστρεμμα, στην Ιχλάρα.

 Πέτρα, χιόνι, ουρανός και φτερά αγγέλων να φτεροκοπούν τριγύρω. Ψαλμωδία ακατάπαυστη.

Η Κατερίνα Ατταλίδου, κόρη της Νίκης Μαραγκού, είναι ζωγράφος και μένει στην Κύπρο.

Η ποιήτρια, πεζογράφος και ζωγράφος Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1948. Σπούδασε στο Βερολίνο, εργάστηκε δέκα χρόνια στο θέατρο, έκανε εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής, όμως το κεντρικό σημείο της ζωής της υπήρξε πάντα η σχέση της με τη γλώσσα. Ίδρυσε το βιβλιοπωλείο Κοχλίας και από το 1980 έδινε τα σημάδια της γραφής της. Από τα βιβλία της παραθέτουμε ενδεικτικά: Τα από κήπων (Άγρα 1980), Μια στρώση άμμου (Καστανιώτης 1990), Παραμύθια της Κύπρου (Αρμός 1994), Γιατρός από τη Βιέννη (Το Ροδακιό 2003, 22005), Divan (Το Ροδακιό 2005), Ο δαίμων της πορνείας (Μελάνι 2007), Γεζούλ (Εστία 2010), Δεκαοκτώ αφηγήσεις (Το Ροδακιό 2012). Έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη κοντά στην πόλη Φαγιούμ της Αιγύπτου, 100 χιλιόμετρα νότια του Καΐρου, σε ηλικία 65 ετών.

Κατερίνα Ατταλίδου

Share
Published by
Κατερίνα Ατταλίδου