«…το καλοκαίρι θα πάμε ένα μεγάλο ταξίδι με το αυτοκίνητο στη Βουλγαρία…»

Το 1985 ήμουν έξι χρονών. Είχα δει το χάρτη της Ευρώπης, ήξερα ότι υπήρχε η Βουλγαρία –είχα ήδη πάει εκεί μία φορά τότε που οι γονείς μου για κάποιο λόγο έκριναν ότι ένα τετράχρονο πρέπει να δει το ταριχευμένο σώμα του Δημητρόφ κι εγώ για μήνες μετά ρωτούσα στο άσχετο «και ο πεθαμένος;»- αλλά το μυαλό μου δεν μπορούσε να συλλάβει ακόμη πολύ καλά την έννοια της χώρας και των χιλιομετρικών αποστάσεων.  Έτσι θυμάμαι ότι όταν μου είπαν οι γονείς μου, εκεί γύρω στο Μάρτιο νομίζω, ότι το καλοκαίρι θα πάμε ένα μεγάλο ταξίδι με το αυτοκίνητο στη Βουλγαρία, στη Γιουγκοσλαβία, στη Ρουμανία, στη Τσεχοσλοβακία, στην Ουγγαρία και στη Σοβιετική Ένωση εγώ χάρηκα γιατί μαζί μας θα ερχόταν και η οικογένεια του θείου μου του Κασσιανού και έτσι θα έβλεπα τις ξαδέρφες μου την Κασσιανή, τη Μαρία και την Ιωάννα. Συνεπώς δεν με ένοιαζε και πολύ που θα ταξιδεύαμε οδικώς σε τόσες χώρες, ούτε ότι θα πηγαίναμε αποκλειστικά σε κάμπινγκ εκτός από το Κίεβο που θα μέναμε σε μπάνγκαλοουζ. Ψέματα: για το τελευταίο χαιρόμουν γιατί μου άρεσε πολύ η λέξη.

Θυμάμαι λοιπόν τον μπαμπά μου που χάραζε με μαύρο μαρκαδοράκι την πορεία μας πάνω στον οδικό χάρτη και θυμάμαι που είχαμε πάρει τους περίφημους Μπλε Οδηγούς και έμαθα να λέω σπασίμπα γιατί ασφαλώς έπρεπε να είμαι ένα ευγενικό κορίτσι πάνω απ’ όλα.

Από το ταξίδι θυμάμαι μόνο αποσπασματικά κάποια πράγματα, μόνο που αυτά τα κομμάτια ψηφιδωτού είναι πολύ έντονα. Θυμάμαι που στη Ρουμανία μας χάλασε το αυτοκίνητο –έσπασε ο έλικας του ψυγείου και έπαθε ζημιά το ίδιο το ψυγείο. Εκεί βρέθηκε μια οικογένεια που η μια γιαγιά είχε ελληνικές ρίζες και η νεαρή εγγονή της, που την έλεγαν Βαγγελίτσα, μιλούσε κουτσά στραβά ελληνικά. Μας φιλοξένησαν στο σπίτι τους και μάλιστα έσφαξαν κουνέλι για χάρη μας. Μιλάμε για χωριό στην Ρουμανία το 1985. Τότε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι σημαίνει αυτό. Τότε με ένοιαζε μόνο ότι στην αυλή τους, που παίζαμε κρυφτό με τα γειτονόπουλα, είχαν χοιροστάσιο, και κότες και κουνέλια και μικρά κίτρινα χηνάκια που τα έπαιρνα στη χούφτα μου.

Θυμάμαι που στη Βουδαπέστη ζεσταινόμουν πολύ και πήγα να πιω νερό από το σιντριβάνι, δεν υπολόγισα καλά την απόσταση και έπεσα μέσα, έγινα μούσκεμα και φώναζε η μαμά μου ότι θα κρυώσω αφού θα στεγνώσουν τα ρούχα πάνω μου. Έτσι έβγαλα τα ρούχα μου και στις φωτογραφίες εκείνης της ημέρας ποζάρω πολύ χαμογελαστή και άνετη με ένα φανελάκι και το βρακί μου.

Θυμάμαι ότι στο Κίεβο είχαν κάτι μηχανήματα στο δρόμο για νερό –πρέπει να ήταν δωρεάν. Αλλά το νερό ήταν με μπουρμπουλήθρες, είχε ελαφρά ξανθό χρώμα και διαφορετική γεύση. Κι αυτό που μόλις σας περιέγραψα δεν ήταν μπίρα. Επίσης θυμάμαι τη μητέρα μου να αναρωτιέται «ποιο το νόημα των σούπερ μάρκετ αφού τα ράφια είναι σχεδόν άδεια» και εμένα να χαίρομαι με την παιδική χαρά που υπήρχε μέσα στο ζωολογικό κήπο του Κιέβου αδιαφορώντας που όλα τα υπόλοιπα κοριτσάκια είχαν μακριά, ξανθά μαλλιά με φιόγκους σε παστέλ χρώματα ενώ εγώ είχα σκούρα καστανά κουρεμένα καρέ. Καταλαβαίνετε τι τραύμα θα μπορούσε να είναι αυτό.

Χειροπιαστές αποδείξεις εκείνου του ταξιδιού, που ορισμένες φορές μοιάζει με όνειρο, είναι οι φωτογραφίες, που κοιτώ καμιά φορά όταν επισκέπτομαι το πατρικό μου, κι ένα γράμμα που μας έστειλε η Βαγγελίτσα στα ελληνικά. Καθώς μεγάλωνα μάθαινα από τις ειδήσεις ότι πολλές από τις χώρες που είχα βρεθεί άλλαζαν ονόματα και σύνορα και όλες άλλαζαν καθεστώς και καθημερινότητα.

Πριν από μερικούς μήνες, όταν ξέσπασαν τα γεγονότα στην Ουκρανία, έβλεπα τα πλάνα στη τηλεόραση, τις φωτογραφίες στο ίντερνετ, έβλεπα πτώματα και φωτιές στην κεντρική πλατεία του Κιέβου, έβλεπα εμφύλια σύγκρουση. Με πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο και με ρωτούσε “Θυμάσαι; Είχαμε περάσει από αυτήν την πλατεία. Έπαιζες κυνηγητό με τα κορίτσια”.

“Θυμάσαι”; Όχι, δεν θυμόμουν.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου