Αν ήταν ταινία το καλοκαίρι μου θα ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αυτό πριν τις διακοπές, με τη ζέστη στην Αθήνα, με πολλή δουλειά και ένταση. Αν ήταν ταινία θα ήταν κάτι σαν το Do the Right Thing του Spike Lee όπου όλοι είναι στην τσίτα, γεμάτοι ένταση, σε μια πόλη με απίστευτη ζέστη. Το δεύτερο μέρος (ως χωρισμένος με δύο παιδιά) είναι οι διακοπές με τα παιδιά οι οποίες είναι κάτι σαν το Lion King, τουλάχιστον στο μυαλό μου. Και τρίτο μέρος είναι οι διακοπές με τους φίλους μου, δηλαδή οι διακοπές της ντροπής, που είναι κάτι σαν το Hangover.
Και τραγούδι…Three little birds του Bob Marley.
Πέρυσι πήρα 3 βιβλία και διάβασα συνολικά 5 σελίδες, πως έχουμε γίνει έτσι ρε παιδιά; Φέτος θα πάρω ένα γιατί μάλλον έφταιγε η πληθώρα επιλογών που διάβασα τόσο λίγο. Αύριο θα πάω την καθιερωμένη βόλτα μου στα βιβλιοπωλεία για να αποφασίσω επί τόπου.
Πάντα θα θυμάμαι το μπάνιο στην παραλία της Γραμβούσας, ένα μικρό νησάκι δίπλα στην Αμοργό.
Και ότι ήθελα ν’ αγοράσω ένα σπίτι στα Κατάπολα στην Αμοργό, ή στη Χώρα της Σερίφου ή έστω στο Σούνιο για να μένω εκεί το καλοκαίρι και να δουλεύω στην Αθήνα.
Μια φωτογραφία που μου θυμίζει πολλά είναι αυτή από τα δεύτερά μου γενέθλια, στο παλιό μας εξοχικό σπίτι, χωρίς μπλούζα εγώ κι η αδερφή μου και η μητέρα μου με ένα χίπικο καλοκαιρινό φόρεμα το 1980.
Και οι αναμνήσεις που έχω σαν παιδί είναι άπειρες. Μια γενική αίσθηση ανεμελιάς, η χαρά της ζωής, αυτό που ψάχνουμε συνέχεια να βρούμε σαν ενήλικες και δυσκολευόμαστε πολύ να βρούμε. Αυτό ήταν τα παιδικά μου καλοκαίρια.
Το πρώτο φιλί που έδωσα ήταν χειμώνα, σε ένα πάρτι του σχολείου.
Πάντα στις διακοπές ήθελα να μένω παραπάνω.
Αυτό που με εκνευρίζει είναι οι άνθρωποι που θέλουν πρόγραμμα, που σε πρήζουν για να πάτε σε ένα συγκεκριμένο μέρος και που επιμένουν να γίνονται τα πράγματα όπως τα έχουν αυτοί στο μυαλό τους, αυτοί που τσακώνονται εύκολα, που εκνευρίζονται όταν αργεί η παραγγελία και κάθονται και βρίζουν τον ιδρωμένο και διαλυμένο από την κούραση σερβιτόρο.
Το 1978 έφαγα 0 παγωτά και έκανα 0 μπάνια στην Αθήνα, ήταν μια τρομερά δύσκολη χρονιά για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε εκείνον τον Δεκαπενταύγουστο.
Παλιά στην Αμοργό υπήρχε ένας γενικευμένος τρόμος σε όλα τα παιδιά για τις σκολόπετρες, ένα ροζ πράγμα σαν σαρανταποδαρούσα που συναντούσε κανείς στον βυθό της θάλασσας. Υπήρχε στην παρέα ένα παιδί μεγαλύτερο από εμάς που μας έλεγε για το πόσο βασανιστικά και αργά θα πεθάνουμε αν πατήσουμε σκολόπετρα και αυτό είχε προκαλέσει ανείπωτο τρόμο. Μια μέρα έπεσα κατά λάθος στο λιμάνι των Καταπόλων προσπαθώντας να πιάσω μια μπάλα και φοβήθηκα ότι θα με καταστρέψουν αυτά τα τερατώδη πλάσματα αλλά ευτυχώς είχα την Παναγιά μαζί μου και επέζησα.
Αν μου έχει μείνει στον ουρανίσκο ένα φαγητό αυτό ήταν στο Αγκίστρι, 8 το πρωί μετά από ξενύχτι, τα τηγανιτά αυγά της κυριάς Μαρούσας, ίσως το απόλυτο γκουρμέ πιάτο.
Του φρούτο του καλοκαιριού είναι το καρπούζι, τι συζητάμε τώρα.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο hangover. Τα αγαπώ όλα το ίδιο, τα έχω σαν παιδιά μου.
Πάντα κοντοστέκομαι για λίγο στις διακοπές όταν φτάνω στο λιμάνι του προορισμού μου και κοιτάω το νησί και σκέφτομαι «ΝΑΙ ΡΕ, ΝΑΙ, ΝΑΙ ΜΩΡΗ ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΝΗΣΑΡΑ»… Σόρρυ, ξέφυγα λίγο.
Δε θυμάμαι την ιστορία ενός ανθρώπου που γνώρισα σε διακοπές που μετά δεν ξαναείδα ποτέ, μάλλον δεν θα έχει συμβεί αλλά αν είχε συμβεί πάλι δεν θα το θυμόμουνα. Στην τελική οι διακοπές είναι για να ξεχνάμε, όχι για να θυμόμαστε.
Το πρώτο πράγμα που κάνω όταν γυρίζω πίσω είναι να πω στον εαυτό μου, «Αντρέα όλα καλά θα πάνε, λατρεύεις τη δουλειά σου και τη ζωή σου στην Αθήνα» και μετά ξαπλώνω σε εμβρυακή στάση και βάζω τα κλάματα.
Αυτό που έχω κρατημένο στο σπίτι σαν ενθύμιο είναι ένα διαφημιστικό καπέλο μπύρας από ένα πάρτι πέρυσι στη Νάξο.
Η απόφαση που παίρνω κάθε καλοκαίρι για το φθινόπωρο και δεν τηρώ ποτέ είναι να είμαι καλύτερα οργανωμένος. Με εξαίρεση το φετινό φθινόπωρο που τα κατάφερα λίγο καλύτερα (χάρη στον καινούριο μου συνέταιρο για να πω όλη την αλήθεια) όλες τις υπόλοιπες χρονιές αποτυγχάνω οικτρά.