Categories: DIGITAL STORIES

H Δημοσιογραφία στην εποχή του ίντερνετ και των social media

10 Ιουλίου 2015. Η ημερομηνία που στο πρωινό ενημερωτικό μαγκαζίνο της ΕΡΤ, ένας δημοσιογράφος παρουσίαζε με περίσσιο καμάρι το θέμα που ξετρύπωσε στο διαδίκτυο και αφορούσε την εξάρθρωση μιας σπείρας που έκοβε χαρτί κουζίνας και το πουλούσε ως χαρτί υγείας. Η ιστορία μάλιστα (βλ. βίντεο παρακάτω) διανθίστηκε και με τις απαραίτητες «σάλτσες», ενώ την ώρα που παρουσιαζόταν το «ρεπορτάζ», στην οθόνη μας βλέπαμε μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ – κάτι που μοιραία δημιουργεί στον συνειρμό, ότι οι μηχανόβιοι ήταν εκείνοι που έκαναν το «ντου» και έπιασαν στα πράσα τους αδίστακτους συμμορίτες, την ώρα που με τις χατζάρες στα χέρια οι άλλοι τεμάχιζαν τα «κωλόχαρτα». Προφανώς και η ιστορία δεν έχει να κάνει με την πραγματικότητα αλλά πρόκειται για ακόμα μία ευφάνταστη δημοσίευση της ιστοσελίδας «Το Κουλούρι», μία από τις εύστοχες στημένες σελίδες χιουμοριστικού χαρακτήρα που υπάρχουν στο ελληνικό ίντερνετ.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά τα media πέφτουν θύμα των δημοσιεύσεων της εν λόγω σελίδας. Απλά, αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι πως όσο προσεγμένες κι αν είναι αυτές, πάντα έχουν έντονο το στοιχείο της υπερβολής, κάτι που ουδόλως μοιάζει να απασχολεί το δημοσιογράφο – δεν προκαλεί καν την κριτική του ικανότητα. Φανταστείτε δηλαδή, να είχαμε και sites τύπου The Onion. Εκεί θα ήταν που δεν θα ξεχωρίζαμε την αλήθεια από το ψέμα. Αντί να κατακεραυνώσετε τη δημοσιογράφο – που με δικά σας χρήματα πληρώνετε κάθε μήνα – προσπαθήστε να παρατηρήσετε τη γενικότερη κατάσταση: αφήστε το δέντρο και πιάστε το δάσος. Το ίντερνετ και τα social media έχουν μπει για τα καλά στις ζωές μας. Εκεί λοιπόν, που παλαιότερα δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ έδιναν αγώνες για να βρουν ένα καλό θεματάκι ώστε να το «κολλήσουν» στο δελτίο ειδήσεων ή την εφημερίδα, τώρα έχουν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο πηγάδι από το οποίο μπορούν να αντλήσουν ό,τι θελήσουν, οπότε το θελήσουν.

Υποψιάζομαι, ωστόσο, πως ουδείς έχει βρεθεί να μιλήσει σε αυτούς που μερικά χρόνια αργότερα θα είναι υπεύθυνοι για την ενημέρωση του κόσμου, για τους κινδύνους και τις παγίδες που κρύβει η αλματώδης ανάπτυξη της Τεχνολογίας. Διότι ναι μεν έρχεται με πολλά προτερήματα, όμως έχει και το τίμημά της. Κακά τα ψέματα, ζούμε στην εποχή του fast food: αυτό που προέχει είναι η ταχύτητα και τίποτε περισσότερο. «Λεπτομέρειες», όπως η ποιότητα στην πληροφορία, η διασταύρωση των στοιχείων, ο έλεγχος των πηγών και η εκπαίδευση του αναγνώστη έχουν πάει περίπατο. Όλα αυτά θυσιάζονται στον βωμό της ταχύτητας. Να κάτι που μας έχει επιβάλει η Τεχνολογία: η είδηση έχει αποκτήσει πλέον στιγμιαίο χαρακτήρα. Αν διαβάσουμε το πρωί μίας ημέρας για κάτι που έγινε πριν το βράδυ της προηγούμενης, το θεωρούμε «μπαγιατούρα» και προχωράμε με συνοπτικές διαδικασίες στο επόμενο.

Ο άνθρωπος έχει σταματήσει να διαβάζει. Όχι απαραίτητα βιβλία: γενικότερα. Μια εικόνα δεν είναι απλά ίση με χίλιες λέξεις αλλά πιο προσιτή, πιο εύπεπτη και πιο σέξι. Δεν έχουμε μάθει να αποζητάμε τη γρήγορη πληροφορία αλλά επιδιδόμαστε και στη στιγμιαία καταβρόχθισή της: είναι αυτό που λέμε ότι τα μίντια δεν μας προλαβαίνουν πλέον. Έτσι λοιπόν, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, συντάκτες και δημοσιογράφοι έχουν στηριχθεί στα social media ως τις σύγχρονες πλατφόρμες ρεπορτάζ. Τη σήμερον ημέρα, άλλωστε, οποιοσδήποτε έχει ένα τυπικό smartphone και πρόσβαση στο ίντερνετ, μπορεί να θεωρηθεί εν δυνάμει ρεπόρτερ. Τι κι αν δεν έχουν την εκπαίδευση ή τις παραστάσεις του τελευταίου; Είπαμε: η ταχύτητα είναι αυτό που μετράει πια. Για ελάτε τώρα στη θέση ενός δημοσιογράφου που μπορεί να έχει πρόσβαση στο υλικό δεκάδων, εκατοντάδων ή και χιλιάδων ρεπόρτερ ενώ αράζει στην καρέκλα του γραφείου του, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται καν να βγει αυτός στον δρόμο για να κυνηγήσει το θέμα του. Ιδιαίτερα βολικό, δεν βρίσκετε;

Βέβαια, το κακό στην όλη υπόθεση είναι πως ακόμα κι έτσι, ο δημοσιογράφος δεν μπαίνει στον κόπο να ψάξει τις πηγές του, να ενημερωθεί για την εκάστοτε κατάσταση, να ενδιαφερθεί για το αν τα όσα πρόκειται να μεταδώσει είναι αλήθεια. Με άλλα λόγια, να διασταυρώσει τις πληροφορίες του, κάτι που κάλλιστα μπορεί να γίνει με ένα-δυο τηλέφωνα. Όχι ότι θα έπρεπε να έχουμε τέτοιες προσδοκίες από τους δημοσιογράφους μας. Εδώ κοτζάμ βραβευμένη με Πούλιτζερ, Φράνσις Ρόμπελς, την πάτησε και μάλιστα με τον πλέον επιδεικτικό τρόπο. Η Ρόμπελς δημοσίευσε στους New York Times άρθρο σύμφωνα με το οποίο ο Ντίλαν Ρουφ, ο πιστολέρο που σκότωσε 9 άτομα σε εκκλησία του Τσάρλεστον πριν λίγες εβδομάδες, ήταν φαν της σειράς «Μικρό μου Πόνι» και μάλιστα διέθετε αφιερωμένη σε αυτό σελίδα στο Tumblr. Το πρόβλημα ήταν πως το όλο θέμα στηριζόταν σε ψευδείς πληροφορίες που έδωσε στη Ρόμπελς, ο 16χρονος Μπέντζαμιν Γουάρινγκ, θέλοντας να αποδείξει πόσο εύκολα μπορούν να εξαπατηθούν τα media και μάλιστα χωρίς την παραμικρή απόδειξη!

Όπως κάποιοι πιστεύουν πως προωθώντας ένα email, θα φυτρώσουν χέρια στον μικρό Ταρίμπο από τη Νιγηρία, έτσι και κάποιοι άλλοι θεωρούν πως οτιδήποτε πλασάρεται στον ψηφιακό κόσμο, είναι αληθές. Ε, και στη χειρότερη, θα κάνουν ένα «edit» τη σελίδα, όπως οι New York Times στην προαναφερθείσα περίπτωση, κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Μόνο που αυτό αντιτίθεται όχι απλά στους βασικούς κανόνες αλλά σ’ ολόκληρο το manual της δημοσιογραφίας. Ναι, τα social media μπορούν να αποτελέσουν πολύ καλά «leads», να οδηγήσουν δηλαδή τον δημοσιογράφο, τον ρεπόρτερ να ψάξει μια ιστορία, να γίνουν η βάση γι’ αυτή, η μαγιά. Στην εποχή του Google ζούμε άλλωστε: μια πρώτη διασταύρωση στοιχείων και πληροφοριών δεν παίρνει πάνω από μερικά δευτερόλεπτα – αν το θέμα είναι καραμπινάτο – ή έστω λεπτά. Με την ανάγκη για πληροφορία όμως να είναι μεγαλύτερη από ποτέ, ο χρόνος για τέτοιες «πολυτέλειες» δυστυχώς δεν υφίσταται.

Ελάχιστοι είναι οι δημοσιογράφοι ή – για να το γενικεύσουμε λίγο – οι εκπρόσωποι του Τύπου που παίζουν το ίντερνετ στα δάχτυλα, που ξέρουν το παιχνίδι των social media και που, εν τέλει, γνωρίζουν πώς ακριβώς να εκμεταλλευτούν την Τεχνολογία προς όφελός τους. Η συντριπτική πλειοψηφία, δεν είναι τόσο ότι την αγνοεί, όσο το ότι βρίσκεται εντελώς έξω απ’ την κουλτούρα της. Έχοντας δε επιλέξει ένα επάγγελμα που μεταβάλλεται τόσο δυναμικά, θα έπρεπε, αν μη τι άλλο, πρώτοι εκείνοι να είναι δεκτικοί σε κάθε αλλαγή, έτοιμοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που φέρνει μαζί της. Αντ’ αυτού, ωστόσο, παρακολουθούμε μάλλον το αντίθετο: επαγγελματίες, να προσπαθούν να «ξεγελάσουν» με κουτοπόνηρες προσεγγίσεις ένα κοινό που με τον καιρό έχει γίνει πιο απαιτητικό, πιο υποψιασμένο, πιο δύσπιστο.

Διανύουμε τις μέρες που τα Δελτία Τύπου και οι ανακοινώσεις βγαίνουν μέσω Twitter, οι προσφορές και οι κατάλογοι προβάλλονται μέσω Pinterest και οι εταιρίες επικοινωνούν απ’ ευθείας με τον τελικό χρήστη και πελάτη τους μέσω Facebook. Ο Τύπος, θα έπρεπε πρώτος να σύρει τον χορό και όχι απλά να ακολουθεί «μπαφιάζοντας» στην προσπάθειά του να προλάβει τις εξελίξεις. Ναι, χάρη στα social media έχουν αποκτήσει φωνή εκείνοι που υπό άλλες συνθήκες στο παρελθόν θα ήταν «αόρατοι», όμως ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η ύπαρξη ενός συντονιστή, ενός διαχειριστή που θα έχει και την ευθύνη για τα όσα αναπαράγει ένα μέσο, είναι αναγκαία. Το Facebook πλέον παραδέχεται ανοιχτά πως σκοπεύει να εστιάσει στη διανομή ειδησεογραφικού περιεχομένου. Το δε Twitter έχει αντικαταστήσει χρόνια τώρα τα RSS feeds. Και τα media; Κάνουν κάτι για όλα αυτά πέραν του να σφυρίζουν αδιάφορα;

Πέτρος Κηπουρόπουλος

Share
Published by
Πέτρος Κηπουρόπουλος