Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το μικρό resort-χωριό που βρίσκεται κρυμμένο μέσα στην καταπράσινη Κίσσαμο έχει πάρει εύσημα και βραβεία σε διαγωνισμούς οικολογικών προορισμών διεθνώς. Το έχουν δοξάσει οι New York Times, οι Times του Λονδίνου, η Guardian, το National Geographic αλλά και το Lonely Planet.
Πρόκειται για έναν εγκαταλελειμμένο οικισμό του 15ου αιώνα, κοντά στο χωριό Βλάτος, που ξαναζωντάνεψε χάρη στους ανθρώπους του Milia Mountain Retreat. Ανέλαβαν να το ανάγουν σε σπάνιο και κορυφαίο προορισμό για όσους θέλουν να έρθουν κοντά στον αγροτουρισμό, τις βιώσιμες πρακτικές, τη φύση, την απλότητα και την ηρεμία και το πέτυχαν με το παραπάνω.
Το χωριό βρίσκεται σε περιοχή Natura αφού επεκτείνεται μέσα σε μία κοιλάδα γεμάτη με καρποφόρα δέντρα και χαρουπιές. Μάλιστα διαθέτει και φάρμα και όλα τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη μαγειρική παράγονται εκεί ή σε κοντινά χωριά. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 δεν υπήρχε καθόλου ηλεκτρικό παρά μόνο λάμπες πετρελαίου και κεριά. Πλέον υπάρχουν φωτοβολταϊκά και μόνο στο εστιατόριο διατηρείται ακόμα η μυσταγωγική συνήθεια του δείπνου υπό το φως των κεριών.
Όταν θα φτάσετε εκεί (θα πρέπει να έχετε αυτοκίνητο), θα παρκάρετε το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού σε έναν ανοιχτό χώρο πάρκινγκ και θα κατηφορήσετε τον δρόμο προς τις αναπαλαιωμένες, παραδοσιακές κατοικίες (τις οποίες μπορείτε να νοικιάσετε αν νιώθετε έτοιμοι για εναλλακτικές, γαλήνιες διακοπές). Τα σπίτια αυτά που έχουν διακοσμηθεί με αντίκες, μπορούν να φιλοξενήσουν από δύο έως πέντε άτομα αλλά να θυμάστε ότι έχουν τζάκι ή ξυλόσομπα αλλά δεν διαθέτουν κλιματιστικό, πρίζες ή τηλεοράσεις. Οι πέτρινοι τοίχοι και το υψόμετρο βοηθούν ώστε να υπάρχει πάντα δροσιά στο εσωτερικό τους. Αν θελήσετε να φορτίσετε κάποια συσκευή υπάρχει ειδικός χώρος.
Στο τέλος της κατηφόρας θα δείτε το εστιατόριο του οποίου η κουζίνα λειτουργεί από τις 13:00 το μεσημέρι μέχρι τις 21:00 το βράδυ. Πρόκειται πραγματικά για γαστρονομικό προορισμό αφού ο σεφ Βασίλης Μακράκης έχει επιμεληθεί κρητικές συνταγές με τοπικά προϊόντα και τη δική του δημιουργική έμπνευση και κάθε χρόνο οι εκπλήξεις προκαλούν ευφορία. Ακόμα θυμάμαι τα μουγκρητά ευχαρίστησης που βγάζαμε με την παρέα μου την τελευταία φορά που βρεθήκαμε εκεί. Τα χειροποίητα ραβιόλι, η φέτα σε κρούστα, η φάβα, οι πίτες, η στάκα, τα κρέατα ψημένα σε ξυλόφουρνο που λιώνουν στο στόμα, τα γλυκά, είναι όλα μια αξέχαστη εμπειρία.
Η θέα από τη βεράντα κόβει την ανάσα, οι γυπαετοί κάνουν βόλτες ψηλά στον ουρανό και οι αχνές, τρεμουλιαστές φλόγες των κεριών δημιουργούν μια ατμόσφαιρα βγαλμένη από κάποιο παραμύθι. Αυτό όμως που δεν ξεπερνιέται με τίποτα είναι η ηρεμία, που τη διακόπτει μόνο το θρόισμα των φύλλων και το κελάηδισμα των πουλιών.
Πριν φύγετε (με βαριά καρδιά που αποχωρίζεστε το μέρος, είμαι σίγουρη) μπορείτε να αγοράσετε προϊόντα του χωριού ή ντόπια (όπως λάδι, ξύδι, λιαστές ντομάτες, γλυκά του κουταλιού, μέλι κτλ.), από αυτά που χρησιμοποιούνται και στις συνταγές που μόλις δοκιμάσατε. Ο δρόμος για το αυτοκίνητο είναι ανηφορικός (μόνο 150 μέτρα όμως) αλλά αξίζει η βόλτα μέσα στην ησυχία της νύχτας, ανάμεσα από τα λιγοστά πέτρινα σπιτάκια.