Φως, κολύμπι, θάλασσα, γλέντι, ο έρωτας που ξέρει πώς να καψαλίζεται στην άμμο αλλά και μοναξιά, νύχτα, άδεια πόλη κι ο έρωτας που ξέρει πως να ξενυχτάει και μετά να φεύγει σκυθρωπός.
Το ελληνικό καλοκαίρι, πολύτιμο, ελεύθερο, επικοινωνιακό, καυτό, ζουμερό, αγαπησιάρικο, τζαναμπέτικο, γκρινιάρικο, σοβαρό και ελαφρά λικνιζόμενο έχει τρυπώσει στις ταινίες του εγχώριου σινεμά, από τις μέρες της Φίνος Φιλμ ως τα απόμερα του Greek weird wave, με όλους τους τρόπους, ακόμη κι αυτούς που δεν φαντάζεσαι. Διαλέξαμε τους τριάντα πιο χαρακτηριστικούς.
Βαρκάδες ανάμεσα σε Πάρο και Αντίπαρο, νησιώτικη εργατιά, μια αμυδρή μυρωδιά πρώιμου κινηματογραφικού φεμινισμού, η δροσιά της νεότητας, το άτυχο τριαντάφυλλο του Βέγγου, χειμώνας καλοκαίρι ένα, η ανοιχτωσιά της θάλασσας, το φως και τα τρία βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μεταξύ αυτών και της πρωταγωνίστριας που σίγουρα θα νόμιζε τότε πως θα είχε κοινό και κριτικούς για πάντα με το μέρος της – τελικά της έμεινε το ένα, το καλύτερο.
Μετά το Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, ο ερωτευμένος με την Ελληνίδα ηθοποιό σκηνοθέτης γράφει κάτι τύπου πιο καλοκαιρινό, κάτι ερωτικό, κάτι άγριο, κάτι ρομαντικό, κάτι πανέμορφο για να την οδηγήσει στα όσκαρ. Το καταφέρνει. Αυτή βεβαίως χάνει από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και το Butterfield 8 (γνωστό στα πέριξ ως «Ζήσαμε στην αμαρτία») αλλά κερδίζει ο Μάνος Χατζιδάκις. Και μετά όλα έγιναν όπως τα ξέρουμε.
Είναι η εποχή που ότι κι αν συμβαίνει, όλα και όλοι καταλήγουν στο νησί των Ιπποτών. Ειδικά αν σε λένε Αλίκη, δουλεύεις στην Τρούμπα, σε παίρνουν από εκεί, σου βάζουν σούπερ μοδάτο μαγιό και σου μαθαίνουν να περπατάς με δύο τόνους βιβλία στο κεφάλι ιδιαιτέρως χαριτωμένα και να ξελογιάζεις άντρες. Η ταινία έκανε μέγα σουξέ στην εποχή της και κυκλοφόρησε και στο εξωτερικό με δύο τίτλους για να έχουν να αλλάζουν. The Bait και Ace of spades!
Δύο από τα πιο κοσμικά νησιά της εποχής είναι έτοιμα να υποδεχτούν τον μισό θίασο του ελληνικού κινηματογράφου και να μπουν έτσι χρόνια αργότερα στα σπίτια όλων των Ελλήνων, μέσω της μικρής οθόνης -δια της επαναλήψεως. Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Λάσκαρη, Ανδρέας Ντούζος, Χλόη Λιάσκου, Κώστας Βουτσάς και ένα σωρό άλλοι, παρελαύνουν στην πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία με στερεοφωνικό ήχο -προβλήθηκε μόνο στο Αττικόν που «άντεχε» τους νεοτερισμούς- και σκορπούν απλόχερα κέφι, χορό και μπρίο. Ένα πλάνο της ήταν όντως γυρισμένο στην ΝΥ, σαν να λέμε σήμερα δηλαδή περάστε κι από ‘δώ «έχουμε και ένα πλάνο γυρισμένο στον Άρη»!
Η Τζένη Καρέζη ως φοιτήτρια της φιλολογίας και κόρη του τοπικού κομματάρχη που αναγκάζεται σε λευκό γάμο με νεαρό πολλά υποσχόμενο υποψήφιο βουλευτή για να σώσει τον πατέρα της από χρέη, είναι απλώς, χάρμα οφθαλμού. Ειδικά όταν πηγαινοέρχεται από σκηνή σε σκηνή, μέσα στο φως, με αυτά τα υπέροχα καλοκαιρινά κάπρι παντελόνια και αφήνει την ανταγωνίστρια Μαρία Σόκαλη, εντελώς σύξυλη!
Διάσημο στο πέρασμα του χρόνου από την ατάκα του Διονύση Παπαγιανόπουλου «χούφτωστη χούφτωση», δηλαδή μια ατάκα που αν εμφανιζόταν σήμερα στο μεγάλο πανί, το πιο πιθανό είναι να προκαλούσε μια διαφορετική αντίδραση από αυτή που θα είχε στο μυαλό του όταν την τοποθετούσε on screen, αυτός που κράταγε την πένα. Οι βουτιές και τα γυμνασιακά κορδώματα του μεσίλικα-κόκκορα Κωνσταντάρα, στη Ροδίτικη πισίνα, αγκαλιάστηκαν με αγάπη επίσης από τον χρόνο – στην περίπτωση του βεβαίως, πιο χαλαρά και χαριτωμένα.
Μπορεί και εσύ, όπως και όλοι μας, να έχεις στο μυαλό σου κυρίως το ελικόπτερο, τη μελαχρινή καλλονή και τον ξανθό σταρ με το μοντέρνο κούρεμα, κάπου όμως έπρεπε κι αυτοί να προσγειωθούν καλοκαιριάτικα. Και βρήκαν εκτός από την Αθήνα και άλλα μέρη. Η Έλενα Ναθαναήλ και ο Γερμανός Thomas Fritsch γεμίζουν με νεανική ομορφιά τη μεγάλη οθόνη και το ελληνικό καλοκαίρι τους το ανταποδίδει με πλατιά χαμόγελα. «Geia mas»!
Ένας βοσκός θέλει να δώσει κάτι παραδοσιακό σε με μια όμορφη Αγγλίδα, αυτή φοβάται πως την παρενοχλεί σεξουαλικά, αυτός της λέει «στάσου, μύγδαλα», αυτή νομίζει πως της λέει άλλα χειρότερα, αυτός βρίσκεται στην φυλακή, αυτή απέξω μετανιωμένη για την παρεξήγηση, αυτή δεν μιλά ελληνικά, αυτός δεν μιλά αγγλικά, μια κατά τα άλλα κλισεδιασμένη ιστορία γίνεται, στα χέρια του έμπειρου Γεωργιάδη, μια χαριτωμένη κομεντί εποχής που ευτυχώς παραμένει στον χρόνο όχι μόνο για τη διάσημη ατάκα της. Τη συνοδεύει δε μια από τις ωραιότερες αφίσες εκείνης της δεκαετίας!
«Ο Πέτρος Αθανασίου, νεαρός ραλίστας και γιος εργολάβου οικοδομών, μαθαίνει ότι σε κάποιο νησί προετοιμάζονται μεγάλα τουριστικά έργα και αποφασίζει να βγάλει χρήματα αγοράζοντας γη στο νησί. Προτείνει στον πατέρα του να αγοράσουν εκεί οικόπεδα, αλλά το μυστικό το μαθαίνει και η Φλώρα, η οποία είναι ιδιοκτήτρια διαφόρων κλαμπ. Καταφτάνει, λοιπόν, στο νησί πριν απ’ τον Πέτρο. Η Μαρίνα, κόρη του ντόπιου ταβερνιάρη, ερωτεύεται τον γοητευτικό Πέτρο. Παράλληλα, η όμορφη Φλώρα μαγεύει τους άνδρες του νησιού και ιδιαίτερα τον Νικόλα, προκαλώντας τη ζήλια της μνηστής του, Χρύσας. Εκείνη με τη σειρά της ξελογιάζεται από τον Ιάσονα, γιο της αρχόντισσας του νησιού, η οποία ανησυχεί με τα όσα συμβαίνουν εκεί και είναι αποφασισμένη να σταματήσει τα σχέδια για την τουριστική αξιοποίηση του νησιού». Απλές καθημερινές ιστορίες με φόντο το υπέροχο νησιώτικο λευκό και μουσική ένδυση από τον μετρ της κινηματογραφικής εποχής Μίμη Πλέσσα. “Πόσα καλοκαίρια” από τον Δάκη, “Άνοιξε πέτρα” με την Μαρινέλλα, “Καμαρούλα μια σταλιά” / “θα πιω απόψε το φεγγάρι” με τον Γιάννη Πουλόπουλο, “Ο άντρας που θα παντρευτώ” με τη Μάρθα Καραγιάννη και πόσα επιτέλους μέγα χιτ μπορεί να βγάλει μια ταινία;
Η μαντάμ Πελαζί αφήνει τη Σούζι Τρως πίσω στην γειτονιά της, παίρνει μαζί της το σόι, τον «άσε, άσε και τίποτα άλλο για τους άλλους» και τον «καλά ένας νορμάλ άνθρωπος δεν θα μπει σε αυτό το σπίτι» και κάνει εμφάνιση στο νησί των ανέμων για λίγο παραπάνω κινηματογραφικό καλοκαίρι με πολύ τραγούδι χορό και ελληνικό υπερσυντηρητικό τελικό happiness.
Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα στα Κρητικά, οι αυθεντικοί Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες του Σασμού, η πρώτη (και τελευταία) φορά που γελάσαμε τόσο με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (στο τραπέζι του προξενιού) και το καλύτερο τραγούδι που έχει τραγουδήσει ποτέ η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον ελληνικό κινηματογράφο, το Νανούρισμα, σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
«Ερχόμενη η Κάθριν με τον χίπη μνηστήρα της Τζόνι και τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία πατέρα του, Πιτ, απογοητεύεται από τη μητέρα της και το σκάει από την Αθήνα μαζί με τον Τζόνι. Οι δυο νέοι καταλήγουν στα Μάταλα της Κρήτης, που είναι τόπος συνάντησης για τους χίπηδες εκείνη την εποχή. Οι γονείς τους, ανήσυχοι, τους ακολουθούν μέχρι εκεί, ντύνονται και οι ίδιοι χίπηδες για να μπορέσουν να μπουν στο κοινόβιο, αλλά φτάνοντας διαπιστώνουν ότι τα παιδιά τους έχουν χωρίσει». Μπορεί εσύ να θυμάσαι τα παρεννοημένα χορευτικά της Βλαχοπούλου πάνω στα βραχάκια με τη χορευτική ομάδα του Φώτη Μεταξόπουλου, κάποιοι άλλοι όμως θεωρούν αξέχαστη τη drag εμφάνιση του σκηνοθέτη Αλέκου Σακελάριου στα πρότυπα των cameo εμφανίσεων του Χίτσκοκ στις ταινίες του.
Σύμφωνα με τις φήμες η περιβόητη σκηνή του τράβα μαλλί, τράβα μαλλί γυρίστηκε στην περιοχή Αμμοθίνες της Λήμνου. Σύμφωνα όμως με μια συνέντευξη του ίδιου του Δαλιανίδη, γυρίστηκε στη Λούτσα της Αττικής. Όσο αφορά πάντως τη σκηνή με τους φοίνικες, όλοι συμφωνούν. Ήταν σε ένα κτήμα στην Ελευσίνα.
Το Love Story στην ελληνική εκδοχή του, είχε για πρωταγωνιστές -βάλε ότι επιθετικό προσδιορισμός θες, μέσα θα είσαι- την Έλενα Ναθαναήλ και τον Λάκη Κομνηνό και μια «αναγκαστική» μεταγραφή του σκηνικού σε ελληνικό καλοκαιρινό μπακγκράουντ, ίσα ίσα για να ξεγελαστεί η μαυρίλα του θέματος, α.κ.α η προσπάθεια μια γυναίκας να ενώσει ξανά την οικογένεια της λίγο πριν πεθάνει από καρκίνο. Εδώ θα βρεις το “Σαν με Κοιτάς” με την Αφροδίτη Μάνου και τον Γιάννη Φέρτη έτοιμο να ντύσει το θλιμμένο φινάλε με μια λυτρωτική διάθεση και βεβαίως όλο το υπέροχο σάουντρακ του Γιάννη Σπανού που έκανε το world lounge να βαριανασαίνει με ρυθμούς τελικού οργασμού. Όσο και αν ακούγεται απίστευτο, οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι αρχικά ήταν προορισμένοι για την Έλλη Λαμπέτη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Στα πρώτα-πρώτα kitcherella του 1997, εκεί στο Net club του Μάκη Σαλιάρη στην Ασωμάτων, δεν θυμάμαι πώς και τι αλλά το “κοκορίκο, κοκορίκο, πετεινέ μου, πιτσιρίκο” είχε καταφέρει να τρυπώσει στο playlist σκορπώντας καλοκαιρινή Κερκυραϊκή παράκρουση στο, έτοιμο για όλα, χειμωνιάτικο κοινό. Θυμάμαι, προσπαθούσαμε φιλότιμα να χώνουμε και το “Να φάω τα κόκαλα μου” της Νόνικας Γαληνέα σε ρεμίξ εποχής με τα χιτ της χρονιάς αλλά κάπως πάντα μας το πέταγε έξω. Για την ιστορία πάντως, να θυμίσουμε πως μπορεί να τον ζόρισε η Αντζολίνα τον Καρέλη σε όλη την ταινία, στο τέλος όμως με φόντο το Ποντικονήσι του είπε το ναι και ήπιανε και ένα ουζάκι για να το γιορτάσουν.
Η ωραιότερη ταινία που έχει γυριστεί ποτέ για τον Αθηναϊκό νυχτερινό καύσωνα, έχει για πρωταγωνιστές ένα μοναδικό ζευγάρι. Την γοητευτική Μπέτυ Λιβανού και τον καλύτερο ηθοποιό μιας καταραμένης γενιάς, τον Άρη Ρέτσο.
Come with me για να τη βρεις και τα χρυσά 80ς ενός αμετανόητου φολκλόρ κινηματογραφικού σεξισμού παρελαύνουν με την χαριτωμενιά του άρχοντα που νόμιζε πως θα μείνει ως έχει στον θρόνο για πάντα. Ψάλτης, Γαρδέλης, Φινου, Πίκουλα, Ευαγγελόπουλος και άλλα τόσα ονόματα που ο χρόνος δεν στάθηκε τόσο καλός μαζί τους, φορούν τα μαγιουδάκια τους και καταγράφουν με την πρέπουσα λαγνεία τι εστί ερωτικό παιχνίδι εποχής με φόντο την αθάνατη ελληνική θάλασσα. Ή έστω, τι μένει όταν κάποιος βασανίζει στα ψέματα, μια κιθάρα με φόντο την Ύδρα!
Ένα καλοκαίρι στην δεκαετία του ’60 στο νησί της μαστίχας, τα παιδιά παίζουν όπως πρέπει να παίζουν τα παιδιά κάθε καλοκαίρι. Και τσακώνονται όπως θα έπρεπε να τσακώνονται κάθε καλοκαίρι. Ματώνοντας τα γόνατα στα χώματα και ανακαλύπτοντας τον κόσμο μέσα από την έμφυτη αντιδραστικότητα και τη χαρά της περιπέτειας. Είναι ίσως η πρώτη φορά που Έλληνας σκηνοθέτης αφουγκράζεται με τόση ευκρίνεια την παιδική αθωότητα και ίσως η πρώτη φορά που την μεταφέρει στην οθόνη με τόση ευγένεια και μαγεία.
Ένας υπέροχος τίτλος που προμηνύει πως τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τις ανθρώπινες ανάγκες θα είναι πασπαλισμένα, έστω και για λίγο, με τη ραστώνη, την ευγένεια αλλά και τη μοναξιά των ημερών του ελληνικού καλοκαιριού. Ειδικά όταν αυτές εξελίσσονται σε μια πόλη που προσπαθεί αχόρταγα μέσα από τρεις διαφορετικές ιστορίες να ανακαλύψει εκ νέου τον ανθρωπισμό της.
Η στιγμή που ο νεοέλληνας «ξεκουράζεται» στη μεγάλη οθόνη και βρίσκει συναισθηματικά τον εαυτό του. Ειδικά αν είναι άντρας και ψάχνει τον νέο άλλο του εαυτό μετά τα …άντα. Το στόρι άκρως αυγουστιάτικο. Τρεις μπατζανάκηδες πάνε στο νησί του ανατολικού Αιγαίου για να βρουν τις γυναίκες τους αλλά μέχρι να φτάσουν εκεί πολλά συμβαίνουν και ακόμη περισσότερα αποκαλύπτονται. Όποιος αγαπά τον κινηματογραφικό Τσιώλη ξέρει πως τα δικά του καλοκαίρια κρύβουν έρωτα, πολιτική, ράθυμα τοπία, χιούμορ στην ατάκα και μια «εξήγηση» στην αρσενικότητα που ακόμη και σήμερα φαντάζει απελευθερωτική.
Μια ταινία που την κέρδισε ο χρόνος περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη και είδε τον εαυτό της – πρόσφατα- να γίνεται ως και μιούζικαλ στην Ενναλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής με μεγάλη επιτυχία. Η εντελώς προσωπική ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη μιλά για ένα Αθηναϊκό καλοκαίρι που ο έρωτας νικά ακόμη και όταν χάνει και η καθημερινότητα ασπάζεται την περιπέτεια ακόμη κι όταν βαδίζει με απορία στα πιο μποέμ της πεζοδρόμια. Αγαπήθηκε αλλά και αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία ταυτόχρονα, όσο καμία.
Τρία ζευγάρια, τρεις διαφορετικές οικογένειες, εγκαταλείπουν την πόλη για τις πιο κλασικές «διακοπές του λαού». Αφήνουν πίσω μια άδεια πολυκατοικία, μια ακόμη πιο άδεια πόλη και μια «ανοιχτή» πρόσκληση σε έναν 17χρονο διαρρήκτη που βρίσκει στο άδειο κτήριο την «ευκαιρία» που ψάχνει. Η πιο εμπορική, μαζική, ταινία του Γιάνναρη κρύβει στην καρδιά της ένα ατίθασο, αναρχικό και τόσο κλασικό ταυτόχρονα ελληνικό καλοκαίρι, μια μεταφυσική, μεταχριστιανική απόδοση των ανθρώπινων αντιθέσεων και μια ερμηνεία της Ελένης Καστάνη που αν ήμασταν στο Χόλυγουντ θα μιλάγαμε ακόμη για το πιο δίκαιο όσκαρ όλων των 00’ς.
Εύκολη δεν τη λες, σημαντική όμως τη λες και την ξαναλές. Δεν είναι η καλοκαιρινή ταινία που έχεις ίσως στο μυαλό σου, αν δεις όμως πώς το ελληνικό summer time διεισδύει χρονιά με τη χρονιά στις ελληνικές ταινίες, θα καταλάβεις πως ήρθε μάλλον και η στιγμή για λίγο, καλό, ιδρωμένο μπινελίκι.
Ένας τύπος εθισμένος στις ουσίες προσπαθεί να βρει τη δόση του σε μια αυγουστιάτικη πόλη που απουσιάζουν ακόμη και τα πεζοδρόμια, πόσο δε οι ντίλερς και να, επιτέλους, μια λεπτοδουλεμένη μαύρη κωμωδία που αγαπήθηκε πολύ, γι αυτό και μας ξανασυστήνεται κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, με μεταφυσική επιτυχία. Η ταινία, επίσης, που μας σύστησε τη Τζένη Θεωνά!
Σε ρόλο Μόνικα Μπελούτσι, η Maria Grazia -Ουρανία- Cusinotta περιφέρει τον άψογο σωματότυπο της στα καλοκαιρινά χρώματα της ταινίας και κάνει την καρδιά του νεαρού Αχιλλέα να σπάει σε χίλια κομμάτια. Summer of 69 που θα έλεγε και ο Bryan Adams!
Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Μαρίας Κορινθίου, που εντελώς τυχαία συνδυάσθηκε με γυμνό σε παραλία, είχε για γύρισμα το φαράγγι του Αγίου Δημητρίου στην Εύβοια (οι ντόπιοι θα στην πουν Σχοινοδαύλεια) και για μουσική υπόκρουση το erotic club hit της εποχής “Ready to love” από τους Este (στα φωνητικά μάντεψε ποια).
Τόσο λευκό μαζεμένο σε ελληνική κωμωδία δεν είδες και δύσκολα θα ξαναδείς. Μία από τις πιο πετυχημένες ταινίες των τελευταίων χρόνων που μιλούν ελληνικά, είδε τον εαυτό της σε σίκουελ, στον ίδιο χώρο, να γεύεται τα ίδια θαυμαστά εμπορικά αποτελέσματα. Συμβαίνουν και παράξενα σε αυτή τη ζωή!
Αύγουστος στην Αθήνα. Και ένα σενάριο γεμάτο αυτοσχεδιασμούς που περιπλανούνται ανάμεσα σε δύο ζωές, ενός σκείτά και ενός δημόσιου υπαλλήλου. Μέσα σε μια πόλη δηλαδή που παλεύει να συνέλθει από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.
Ότι και να πεις για αυτό το καλοκαίρι που κρύβεται στην καρδιά αυτής της ταινίας, λίγα θα ναι. Ξεκινά με το φως που ξεχειλίζει από την αδιανόητη κινηματογραφική εξωστρέφεια της πρωτοεμφανιζόμενης Έλλης Τρίγγου και καταλήγει σε ένα σκοτάδι που μόνο από ένα βάθος σαν κι αυτό που ξεπηδά από το βλέμμα του Μάκη Παπαδημητρίου μπορεί να δημιουργηθεί. Ένα masterpiece ελληνικής κινηματογραφίας που δικαίως αναγνωρίστηκε στις λίστες δημοσιογραφικών sites παγκοσμίως με τα καλύτερα εκείνης της χρονιάς.
Γράψε τον αριθμό τέσσερα στην άμμο και πέσε για κολύμπι. Όταν βγεις -εκεί στην παραλία του Ζόρκου– θα έχεις τέσσερις κοπέλες για συντροφιά, μια θάλασσα να λαμπυρίζει ολούθε και μια αφαιρετική σκηνοθεσία που συζητήθηκε πολύ και αγαπήθηκε λίγο, λιγότερο. Το καλοκαίρι πάντως ήταν εδώ. Γεμάτο και ζωηρό.