Categories: DESIGN

Γιάννης Κούκης, ένας νεορομαντικός αρχιτέκτονας

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1941. Δραστηριοποιείται στην Ελλάδα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, συνεργαζόμενος για ένα μεγάλο διάστημα, με τον φίλο και νεότερο συμφοιτητή του στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης, Άγγελο Αλτσιτζόγλου, και κατά καιρούς και με άλλους αρχιτέκτονες.

Η αρχιτεκτονική του Γιάννη Κούκη, όπως και ο λόγος του για την αρχιτεκτονική, υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις, κάποιες από τις οποίες επιχειρούν έξι συγγραφείς, αρχιτέκτονες και θεωρητικοί, που συμμετέχουν με κείμενά τους στο βιβλίο που, με τη δίγλωσση έκδοσή του που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποταμός, φιλοδοξεί να κάνει γνωστό το έργο του αρχιτέκτονα σε ένα ευρύτερο διεθνές κοινό.

Μεταξύ εκείνων που γράφουν για το υλοποιημένο έργο και τη θεωρητική προσέγγισή του στην αρχιτεκτονική, ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης χαρακτηρίζει τον Γιάννη Κούκη ως «έναν αρχιτέκτονα της συνθετικής πράξης που δοκίμασε με επιτυχία τις ικανότητές του σε όλες τις κλίμακες εφαρμογής, από τον αστικό σχεδιασμό, την κτιριακή σύνθεση, έως και τον σχεδιασμό του εσωτερικού χώρου» ενώ ο Αναστάσιος Μ. Κωτσιώπουλος αναφέρει ότι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον με την περίπτωση του Γιάννη Κούκη «είναι ότι είτε ως θεωρητικός είτε ως αρχιτέκτων, ισορροπεί με διαφορετικούς τρόπους ανάμεσα στα άκρα του δίπολου που ορίζουν, από τη μία πλευρά, η μαθηματική καθαρότητα της αρχιτεκτονικής και, από την άλλη, η μεταφυσική δαιμονική παρουσία του τόπου και της αφαίρεσης».

Ο Νικόλαος Ίων Τερζόγλου συμπεραίνει ότι «η συγκρουσιακή, αντινομική σύζευξη τυπολογίας και τοποφιλίας, όπως υποδηλώνεται στα κείμενα και τα κτίσματά του, αποτελεί τη σημαντικότερη, κατά τη γνώμη μου, συμβολή του στη νεοελληνική αλλά και διεθνή, αρχιτεκτονική σκηνή. Αυτή η πρωτότυπη σύζευξη ενδεχομένως φανερώνει ένα κοινό, άδηλο υπόβαθρο και των δύο τάσεων: έναν κρυμμένο, συναισθηματικό, παραδοσιοκρατικό ρομαντισμό. Ο Γιάννης Κούκης ίσως δεν είναι νεο-ρασιοναλιστής, αλλά ένας νεορομαντικός».

Ο Γιάννης Κούκης ακολούθησε από την αρχή μια έρευνα πάνω στις ανθρωπολογικές, χωρικές και γεωμετρικές συνιστώσες του αρχιτεκτονικού έργου. Όπως σημειώνει ο Παναγιώτης Τσακόπουλος, επιμελητής της έκδοσης για το έργο του αρχιτέκτονα, «η κατάδυση στις πρωταρχικές παραμέτρους της ανώνυμης αρχιτεκτονικής, ειδικά της Μεσογείου, τα ταξίδια του στο Μαρόκο, το Μάλι, την Ινδία, η ανακάλυψη της αρχιτεκτονικής του πηλού, της αφαίρεσης και του κενού χώρου στη μογγολική αρχιτεκτονική, το έργο του Louis Kahn στο Ahmedabad και την Dhaka διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τη σκέψη του». 

Μιλώντας για τη δική του ιδανική αρχιτεκτονική ως εργαλείο και σύμβολο, ο Γιάννης Κούκης πιστεύει πως «αφαιρώντας τα περιττά, μπορούμε να καταλήξουμε στα πρωτογενή εκείνα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα της αρχιτεκτονικής και την κάνουν να διαφέρει από τις άλλες τέχνες».

Προκειμένου να ξεπεραστεί η μονοτονία της τυποποίησης και η σύγχυση του άκρατου φορμαλισμού, όπως ο ίδιος λέει, σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο πιστεύει ότι παίζουν ρόλο η συνδιαλλαγή με τον τόπο, οι στερεότυποι των κτιρίων που επανεμφανίζονται ιστορικά, η υλικότητα που αντιστοιχεί στον ήχο της μουσικής, η δομή, η γεωμετρία, η βιωματική εμπειρία του χρήστη, η θεματική προσέγγιση. «Ο συνδυασμός των παραπάνω συστατικών στοιχείων της αρχιτεκτονικής μπορεί αν οδηγήσει σε διαφορετικά αποτελέσματα, όπως ο συνδυασμός των γραμμάτων της αλφαβήτου οδηγεί σε άπειρες λέξεις. Με τον τρόπο αυτό κάθε έργο μπορεί να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα. Να ξεπεράσει τη μονοτονία της επανάληψης διεθνών προτύπων και σκέψης. Τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από το πρόσωπο του αρχιτέκτονα στο ίδιο το έργο».

Μερικά μόνο από τα έργα του αρχιτέκτονα Γιάννη Κούκη είναι τα εξής: 

Ξενοδοχείο «Φιλοξενία» στην Καλαμάτα (1975-82)

Το συγκρότημα βρίσκεται στην παραλία της Καλαμάτας και αφορά την επέκταση του παλιού ξενοδοχείου «Ξενία» από 44 σε 600 κλίνες. Η διάσπαση του όγκου σε μικρότερες ενότητες συμβάλλει στην ένταξη του κτιρίου στο τοπίο και παράλληλα διευκολύνει τη σταδιακή του ολοκλήρωση. Το λευκό χρώμα του εξωτερικού πετάσματος έναντι του γκρίζου στους τοίχους πίσω από αυτό, τονίζει την εικόνα μιας τρισδιάστατης όψης. Με την αποκόλλησή της από το έδαφος και τη διαφάνειά της προσδίδει ελαφράδα στο κτίριο και παραπέμπει στην εικόνα μιας πλωτής κατασκευής, ενός ποταμόπλοιου που γλιστρά προς τη θάλασσα.

Κατοικία στον Μύτικα (1983)


Το κτίριο διακρίνεται από τη γεωμετρία της κάτοψης και τη στερεομετρία των όγκων. Το τετράγωνο της κάτοψης χωρίζεται σε δύο τρίγωνα τα οποία διολισθαίνουν κατά τη διαγώνιο και χωρίζονται σε άλλα τρίγωνα που συμπεριλαμβάνουν εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Αντιστικτικά στο βάρος της μονολιθικής κατασκευής δρουν οι παστέλ αποχρώσεις του ροζ και μοβ χρώματος που ελαφραίνουν οπτικά τον όγκο, παραπέμποντας σε παλιά υδροχώματα της περιοχής και υποδηλώνοτας ένα παιχνίδι με τη γεωμετρία

Τρεις κατοικίες σε ένα σπίτι στη Βούλα (1989)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η κάτοψη χωρίζεται σε δύο ενότητες από μια διαγώνιο που διαπερνά το κτίριο και αποτελεί συνέχεια του κήπου. Στο κέντρο διευρύνεται σ’ ένα αίθριο με δισυπόστατο χαρακτήρα, που είναι ταυτόχρονα υπαίθριος και εσωτερικός χώρος. Τρεις γενιές μιας μεγάλης οικογένειας έχουν η κάθε μία της δική της διακριτή περιοχή με σημείο αναφοράς και συνεύρεσης το αίθριο, όπως συμβαίνει με την πλατεία ενός μικρού οικισμού. Η μορφή του κτιρίου παραπέμπει σε αρχέτυπο κατοικίας. Η αντιπαράθεση της στατικής γεωμετρίας του κελύφους με τη ρευστότητα και πολυπλοκότητα του χώρου που αυτό περικλείει, στοχεύει σε μια έξαρση των εντυπώσεων δια των αντιθέσεων.

Συγκρότημα διακοπών στην Κέρκυρα (1989)

Ακολουθεί στοιχειώδεις αρχές σχεδιασμού ενός μικρού οικισμού. Δρόμος και πλατεία αποτελούν έναν συνθετικό  ιστό , κατά μήκος και γύρω από τον οποίο τοποθετούνται οι χώροι υποδοχής, κατοικιών και αναψυχής. Ένα μεγάλο μέρος του γηπέδου διαμορφωμένο σε κήπο δημιουργεί ένα πράσινο δακτύλιο γύρω από τον χτισμένο χώρο. Με αυτόν τον τρόπο το συγκρότημα οριοθετείται με σαφήνεια και αποκτά μια εσωστρέφεια, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει ένα ελεγχόμενο δομημένο περιβάλλον που παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστο από τα δεινά μιας πιθανής άναρχης γειτονικής δόμησης στο μέλλον. Συνδυάζει με αφαιρετικό τρόπο ιστορικές αναφορές με σύγχρονες κατασκευές, παραπέμποντας έτσι σε υφιστάμενους ζωντανούς οικισμούς που εξελίσσονται μέσα στον χρόνο.

Κτίριο σύνθετων λειτουργιών στη Νέα Ερυθραία (1990-1996)

Χώροι γραφείων, κατοικίας και καταστήματος τοποθετούνται σε επάλληλα επίπεδα σ’ ένα ομοιογενές κέλυφος, το οποίο δεν εκφράζει τη διαφορετικότητα των λειτουργιών αλλά την ενότητα της μορφής στο μέτωπο της πόλης. Ο εξώστης, κατ’ εξοχήν στοιχείο του αθηναϊκού δρόμου, χαρακτηρίζει τις όψεις του κτιρίου. Ένα ελαφρύ πέτασμα από μεταλλικούς σωλήνες και τέντες δημιουργεί μια εσωτερική σκαλωσιά πάνω στην οποία θα αναρριχηθούν φυτά ώστε με τον καιρό να συμπληρωθεί μια δεύτερη όψη απαραίτητη για την ηλιοπροστασία. Ανάμεσα στις δύο όψεις δημιουργείται μια περιοχή μετάβασης από μέσα προς τα έξω, κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του τόπου.

Εισαγωγικά κείμενα: Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Παναγιώτης Τσακόπουλος.
Δοκίμια: Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Αναστάσιος Μ. Κωτσιόπουλος, Νικόλαος-Ίων Τερζόγλου, Πάνος Μαντζιάρας, Νίκος Μαγουλιώτης, Τάσος Μπίρης.
Καλλιτεχνική επιμέλεια και σχεδιασμός: Ιωάννα Κωστίκα finedesign
Παραγωγή: Reflections Architects’ Files
Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2018
Ζωή Παρασίδη

Η Ζωή Παρασίδη γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το 2009 εργάζεται ως δημοσιογράφος.