Αν έπρεπε να ξεχωρίσω δύο κονσόλες που έκαναν τη διαφορά από όλο το φάσμα της ιστορίας του gaming, τότε χωρίς πολλή σκέψη οι δύο επιλογές μου θα ήταν το πρώτο PlayStation και το Wii. Το μεν PlayStation ήταν αυτό που οδήγησε το gaming στη μορφή που το ξέρουμε σήμερα. Χάρη στο σύστημα της Sony, τη φιλοσοφία του και την προσέγγισή του σε αυτό που ονομάζουμε gaming, η βιομηχανία βρίσκεται στο επίπεδο που βρίσκεται: το PlayStation ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, τα 18α γενέθλια της βιομηχανίας του gaming, η στιγμή που ο χώρος ενηλικιώθηκε. Το Wii πάλι ήταν μια τελείως διαφορετική ιστορία. Μία από τις πέντε κονσόλες που έχουν ξεπεράσει τις 100 εκατ. πωλήσεις, το Wii ήταν αυτό που άνοιξε όσο κανένα άλλο σύστημα τους ορίζοντες του gaming διευρύνοντας εντυπωσιακά την πελατειακή βάση και δημιουργώντας gamers από το πουθενά, τόσο αποτελεσματικά όσο καμία άλλη κονσόλα δεν το είχε -και δεν το έχει- ξανακάνει.
Το Wii ήταν και αυτό που έβαλε τον όρο «motion gaming» στην καθημερινότητα των παικτών ανά τον κόσμο. Η αποδοχή της οποίας έτυχε, ήταν κι εκείνη που έκανε τις εταιρείες να πιστέψουν ότι το κοινό (ήδη υπάρχον ή εν δυνάμει) διψούσε για sci-fi προτάσεις, gadgets και concepts που μόνο σε ταινίες τα είχε δει να υλοποιούνται στο παρελθόν. Κάπως έτσι τη Nintendo ακολούθησαν στα μονοπάτια του motion gaming Sony και Microsoft με τα PlayStation Move και Kinect. Η βιομηχανία κυνήγησε την τύχη της και στην επαυξημένη πραγματικότητα (augmented reality ή AR εν συντομία), πρώτα με το Oculus Rift -το οποίο εξαγόρασε το Facebook- και εν συνεχεία με το Project Morpheus της Sony. Οι πόροι (εργατοώρες, χρήματα για R&D, έξοδα προβολής, άδειες κλπ.) που έχουν ξοδευτεί για αυτές τις sci-fi λύσεις δεν είναι και λίγοι. Έχουν φέρει πίσω στις εταιρείες όμως τα προσδοκώμενα;
Η απάντηση εδώ είναι ξεκάθαρη: όχι. Το Move και το Kinect «αποστρατεύτηκαν» σιωπηρά με την έλευση της νέας γενιάς κονσολών. Παρ’ ότι περιμέναμε πως το PS4 και το Xbox One θα υποστήριζαν κατασκευαστικά πλήρως τα περιφερειακά τα οποία Sony και Microsoft προωθούσαν με θέρμη τα τελευταία χρόνια, η πραγματικότητα ήταν τελείως διαφορετική αφού από τις δύο εταιρείες, μόνο η Microsoft έδειξε πως υπολογίζει το Kinect, συμπεριλαμβάνοντάς το στο αρχικό πακέτο του Xbox One, για να το αποτάξει σαν νόθο παιδί λίγους μήνες μετά προκειμένου να είναι σε θέση να προσφέρει την κονσόλα σε τιμή ανταγωνιστική με εκείνη του PS4. Και όλα αυτά για ένα κατοστάρικο, έστω κι αν στο μεσοδιάστημα η Microsoft δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του Kinect στο πακέτο του Xbox One.
Με δεδομένη και την εμπορική αποτυχία του διαδόχου του Wii, Wii U (το οποίο επίσης επιχείρησε στροφή προς κάτι διαφορετικό από το motion gaming και συγκεκριμένα προς το trend των ταμπλετών, με το GamePad, το χειριστήριο με την οθόνη αφής και τον ημιαυτόνομο χαρακτήρα), θα μπορούσε να πει κανείς ότι το motion gaming εξαφανίστηκε κάνοντας θόρυβο αντιστρόφως ανάλογο σε σχέση με αυτόν που προξένησε όταν μας πρωτοσυστήθηκε. Όσο για τη νέα «μόδα», την επαυξημένη πραγματικότητα, είναι και θα είναι για αρκετό καιρό ακόμα ένα gimmick εντυπωσιακό μεν, για λίγους δε, οπότε ως εκ τούτου, εμπορικά δεν μετράει μία. Ωραία τα βίντεο που κυκλοφορούν κατά καιρούς από το Rift, όμως δεν είναι για τίποτα παραπάνω από το να τα χαζεύει κανείς στο YouTube και άντε να το δοκιμάσει κιόλας από περιέργεια αν βρεθεί μπροστά του. Κατά τα άλλα το πιο ουσιώδες που έχει να επιδείξει μέχρι στιγμής η Oculus είναι η εξαγορά της από τον Zuckerberg και πέραν τούτου… περιμένουμε.
Όλα αυτά τα sci-fi που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια λοιπόν, έχουν πάει αδιάβαστα. Ο λόγος; Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, το κοινό δεν ενδιαφέρεται, νέτα-σκέτα. Το gaming είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το χειριστήριο και απ’ ό,τι φαίνεται, οι παίκτες δεν είναι ακόμα σε θέση να το αποχωριστούν (ή να του προσθέσουν οτιδήποτε άλλο –γυαλιά, κάσκες, κράνη, αισθητήρες κλπ.) προκειμένου να ζήσουν μια διαφορετική εμπειρία gameplay. Το Wii ήταν όπως φάνηκε μια μόδα της εποχής που πέρασε: προσέλκυσε νέο κοινό στην αγορά το οποίο κοινό όμως δεν έμεινε πιστό στο gaming ή εν πάση περιπτώσει δεν μετεξελίχθηκε σε hardcore αφού αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σίγουρα ένα μεγάλο ποσοστό του θα αγκάλιαζε και το Wii U. Είναι πράγματι εντυπωσιακό αυτό που συμβαίνει με την πρόοδο της Τεχνολογίας και την εξέλιξη των videogames. Εδώ και 30 χρόνια, βλέπουμε τα πάντα να βελτιώνονται: καλύτερα γραφικά, εντυπωσιακότερα εφέ, ρεαλιστικές ερμηνείες, οσκαρικά σενάρια. Ένα πράγμα έχει μείνει ολόιδιο και αυτό είναι ο χειρισμός: με εξαίρεση το design των χειριστηρίων, η φιλοσοφία παραμένει η ίδια από καταβολής, σχεδόν, gaming.
Οι εταιρείες το παλεύουν. Ψάχνονται με το motion gaming, δουλεύουν επάνω στην επαυξημένη πραγματικότητα, έχουν δοκιμάσει το 3D, προσπάθησαν να υλοποιήσουν τη λειτουργία αφής σε ό,τι οθόνη μπορούσαν και όμως, το κοινό δεν έδειξε να συγκινείται ούτε κατ’ ελάχιστον. Το PS Vita και το 3DS δεν έπιασαν ούτε κατά διάνοια τις επιδόσεις των προκατόχων τους, PSP και DS κι ας ήταν τεχνολογικά πολύ πιο προηγμένες σε σχέση με εκείνους. To Wii U βλέπει το Wii με κιάλια, την ώρα που PS4 και Xbox One θα χρειαστούν τουλάχιστον 5-6 χρονάκια μέχρι να πλησιάσουν σε επιδόσεις τα PS3 και Xbox 360 αντίστοιχα. Εν αντιθέσει με την Τεχνολογία γενικότερα που το κοινό σπεύδει να υιοθετήσει καθετί καινούριο, στο gaming τα πράγματα είναι πιο «μετρημένα». Η μοναδική καινοτομία –αν μπορεί κανείς να τη χαρακτηρίσει έτσι- που έπιασε «με τα μπούνια» ήταν το «φθηνό gaming» έτσι όπως αυτό υλοποιήθηκε μέσα από κινητά και tablets. Ίσως εκεί να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και η πτωτική τάση της εν λόγω κατηγορίας κονσολών τα τελευταία χρόνια: όταν ο καταναλωτής με 50-100€ μπορεί να βρει συσκευή που θα του επιτρέψει να μπει στο διαδίκτυο, να χαζέψει ταινίες, να περιηγηθεί στα social media και να παίξει κιόλας, δεν έχει τον παραμικρό λόγο να στραφεί σε κάποια φορητή κονσόλα.
Αν υπάρχει κάτι για το οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τις εταιρείες που κινούν τα νήματα στη βιομηχανία του gaming, είναι η προσπάθεια. Έχουν αποπειραθεί –με στόχο το κέρδος φυσικά, είναι προφανές- να δημιουργήσουν νέες εμπειρίες gameplay με κάθε δυνατό τρόπο κι όμως το κοινό, κολλημένο θαρρεί κανείς, εκεί, να επιμένει στα ίδια και τα ίδια. Υπάρχει περίπτωση αυτό να αλλάξει κάποια στιγμή; Να έρθει η ώρα που θα παίζουμε φορώντας γυαλιά δίχως να πρέπει να πατάμε κουμπιά ή να ελέγχουμε αναλογικούς μοχλούς; Ίσως, αν και για την ώρα κάτι τέτοιο μόνο πιθανό δεν μοιάζει. Όσο κι αν στην παγκόσμια αγορά Τεχνολογίας συμβαίνει το αντίθετο, στο gaming το κοινό είναι αυτό που κάνει κουμάντο: αν δεν δώσει το «ΟΚ», τίποτα δεν γίνεται. Και απ’ ό,τι φαίνεται, είναι κι ιδιαίτερα δύσκολο.