Ήταν ένα καλοκαίρι, από εκείνα τα τελευταία – ίσως το τελευταίο – της ανεμελιάς. Οι φίλοι έπιναν κάθε Πέμπτη απόγευμα μερικά ποτάκια φλερτάροντας τις σερβιτόρες της πλατείας Καρύτση και προσπαθώντας, μεθυσμένοι, να τις κλέψουν στο λογαριασμό στο τέλος της βραδιάς. Κάπου μεταξύ 4ης και 5ης βότκας, οι δύο πλέον αναρμόδιοι της παρέας έπεσαν στην παγίδα και τις άκουσαν. Κι έκλεισαν, για όλους, στην Κίμωλο. Κάπως έτσι ο Τσουλούφης, ο Άσπρος, ο Κόπολα, ο Σεϊχης, ο Τουλούμπας, το Τερατάκι, ο Γκριμάτσας και ο Τερέζος κίνησαν για το πιο uneventful νησί του Αιγαίου. Στο οποίο άντεξαν να κοιτιούνται μεταξύ τους 2.5 μέρες και μπροστά από ένα εκπληκτικό καλοκαιρινό τραπέζι, όπου κάποιος από την παρέα αναλαμβάνοντας να παραγγείλει ζήτησε όλα τα πιάτα στον κατάλογο που περιείχαν σκόρδο, αποφάσισαν να ρίξουν τον κύβο και να πάνε στη δοκιμασμένη Αμοργό. Εκεί πρωταγωνίστησαν σε ένα πανηγύρι στη Χώρα, στοιβάχθηκαν σε ένα δωμάτιο που δεν μπορούσαν να κάνουν όλοι τους όρθιοι μπάνιο αλλά ήταν κάτι πιο βαθύ μέσα τους που τους έτρωγε: πέμπτη ημέρα διακοπων και το ποσοστό παρέμενε απογοητευτικά χαμηλό, σαν επίδοση του Βασίλη Σπανούλη απέναντι σε Γκιστ – Λάσμε στο ΟΑΚΑ. 0/7, αν με εννοείτε.
Αποφάσισαν να το σπάσουν, “θα βγούμε στη Χώρα κύριοι” είπαν με ένα στόμα-μια φωνή, τακτοποίησαν την υπερχειλίζουσα τεστοστερόνη τους κι εμφανίστηκαν στην στάση των ΚΤΕΛ αργά το απόγευμα, χαρίζοντας μοναδικό θέαμα στους συνεπιβάτες τους. Βερμούδα – Πουκαμισο. Όλοι τους. Χωρίς να είναι συνεννοημένοι. 7/7, αυτή τη φορά, Ρέτζι Μίλερ από τη γραμμή της φιλανθρωπίας.
Η βραδιά ήταν περιπετειώδης. Τα παιδιά έφαγαν, ήπιαν πρώτο ποτό, μπήκαν διστακτικά στη μέθη της κυκλαδίτικης νύχτας. Και μόλις ξεθάρρεψαν, έγιναν διασκεδαστικοί ανοίγοντας κουβέντα σε όλες τις γυναίκες που βρίσκονταν στο πεδίο όρασής τους, πίνοντας αδιάλειπτα το διάφανο μπολσεβίκικο νερό της φωτιάς κι εκφράζοντας -φήμες είπαν- με όχι και πολύ κόσμιο τρόπο (πέταγμα τασακίου και φετών λεμονιού) την προτροπή τους στον DJ να δυναμώσει το γαμημένο το μπάσο.
Στον ορίζοντα όμως δε φαινόταν ούτε η ελάχιστη αλλαγή του ποσοστού. Και τότε, τότε που «χαράζει στο Αιγαίο» που λέει και το νησιώτικο άσμα, η αστικού τύπου επιθετικότητα που κρυβόταν κάτω από το αδέξιο μαύρισμά τους, βγήκε αφρισμένη στην επιφάνεια. Κι άρχισαν να επιδίδονται σε αναίτιους βανδαλισμούς ωσάν τους πάνκηδες σε δημιουργικό οίστρο. Κάποιος τσακώθηκε με μια πόρτα και τις έφαγε αν κρίνουμε από τα αίματα στα χέρια του, ένας άλλος ξερίζωσε ένα STOP που στην εξέλιξη του πρωινού ξεχάστηκε στο πίσω κάθισμα ενός ταξί, κι ένας τρίτος θέλοντας να δώσει μια ποιητική, σχεδόν αποκαλυπτική, διάσταση στα εν εξελίξει συμβάντα, σκαρφάλωσε στην κορυφή της εκκλησιάς κι αρχισε να χτυπάει το καμπαναριό. Πυροδοτώντας τα φλας έκπληκτων τουριστών και δοκιμάζοντας τα νεύρα αγουροξυπνημένων ντόπιων (ευτυχώς όχι και την παρέμβαση των τοπικών αρχόντων του νόμου).
Το ρολόι έδειχνε κάτι σαν 6:57 ή 7:02. Κι ο μικρός τυμπανιστής έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη ώρα να τερματίσει κάθε κοντέρ γραφικότητας και ημίγυμνος να τείνει το χέρι του στο Θεό, να κάνει τη Χώρα Αμοργού το δικό του Ρίο, να δοκιμαστεί σε μπρα ντε φερ με τον ουρανό.
Σε λίγες μέρες η πατρίδα τον καλούσε κοντά της. Κι αυτό ίσως και να τα τα εξηγεί όλα.