«Ναρκωτικά, συμμορίες, όπλα…». Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες που περνάνε μπροστά από τα μάτια όλων των ελληνίδων μανάδων στο άκουσμα της φράσης: «μαμά, θα πάω στην Κολομβία». Κι όμως οι Ελληνίδες μάνες, και όσοι έχουν συνδυάσει άρρηκτα στο μυαλό τους την Κολομβία με τον Πάμπλο Εσκομπάρ, καλό θα ήταν να αφήσουν πίσω τις εικόνες του Narcos. Γιατί η σημερινή Κολομβία είναι εντελώς διαφορετική. Μια μοντέρνα χώρα, γεμάτη ζεστούς, χαμογελαστούς ανθρώπους, καθώς και ολοένα περισσότερους τουρίστες που έρχονται να βγάλουν selfies με φόντο τις καρτποσταλικές πόλεις, την τροπική φύση, και τα γαλαζοπράσινα νερά της Καραϊβικής.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόσφατο παρελθόν έχει ξεχαστεί, ιδίως σε μέρη όπως το Μεντεγίν, τη “murder capital” της Κολομβίας που λίγα χρόνια πριν μετρούσε 6.349 δολοφονίες κατά μέσο όρο το χρόνο. Ακόμα και σήμερα γνωρίζεις κόσμο, που κάπως, κάπου, κάποτε τύχαινε να συνδεόταν με τα καρτέλ και τους ναρκοβαρώνους. Ένας ταξιτζής, για παράδειγμα, μας είπε πως είναι συνταξιούχος αστυνομικός που πολεμούσε τις συμμορίες του Εσκομπάρ. Ένας δεύτερος μας εξήγησε ότι σε νεαρή ηλικία δούλευε στις φυτείες παραγωγής κοκαΐνης. Όταν σε μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης είδαμε δύο όμοια αγάλματα του Μποτερό, μας εξήγησαν ότι το πρώτο, το μισοδιαλυμένο -ό,τι απέμεινε από την τυφλή βομβιστική επίθεση που έγινε είκοσι χρόνια πριν-, διατηρήθηκε για να θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν. Ενώ το δεύτερο, ένα καινούριο αντίγραφο, που έφτιαξε και δώρισε στην πόλη ο κολομβιανός καλλιτέχνης, δημιουργήθηκε για να συμβολίσει πώς το άγαλμα, όπως και η πόλη, μαζεύουν τα κομμάτια της ιστορίας τους και συνεχίζουν.
Αυτό το βαρύ φορτίο των ναρκοβαρώνων είναι που ώθησε την πόλη να προχωρήσει. Το Μεντεγίν αναφέρεται συχνά στα κιτάπια των αστικών γεωγράφων ως υπόδειγμα σχεδιασμού και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Σε μία απόπειρα επανένωσης του κέντρου με τις φαβέλες στα περίχωρα, οι Κολομβιανοί επένδυσαν σημαντικά στη δημιουργία ενός υποδειγματικού δικτύου μετακινήσεων: τελεφερίκ, τρένα, μετρό, κυλιόμενες σκάλες για να ανεβοκατεβαίνουν οι κάτοικοι, να αποκτούν μεγαλύτερη πρόσβαση και – κατά συνέπεια – περισσότερες ευκαιρίες.
Η εικόνα στην Καρταχένα είναι εντελώς διαφορετική. Ομάδες αμερικανών τουριστών καταλαμβάνουν τις κεντρικές πλατείες, πίνουν και καπνίζουν στα υπαίθρια καφέ, τρώνε στα βραβευμένα γκουρμέ εστιατόρια της πόλης και κυκλοφορούν με άμαξες εντός των τειχών του πολύχρωμου ιστορικού κέντρου που αναδύεται ως ένας νέος, «χοτ» προορισμός. Όλοι μοιάζουν να προσπαθούν να χαθούν στα σοκάκια, και στην ατμόσφαιρα της πόλης, που πρώτα πρώτα είχε μαγεύσει τον Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες – εδώ άλλωστε εμπνεύστηκε τον Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας.
Πολλοί δε, προσπαθούν να αξιοποιήσουν τον έκλυτο ρομαντισμό της Καρταχένα, με αποτέλεσμα εκτός από τουριστικό χοτσποτ, να είναι πλέον και δημοφιλέστατη επιλογή για «την ώρα την καλή». Έτσι, ανάμεσα στην αποικιακή αρχιτεκτονική και τα boutique ξενοδοχεία, βλέπεις νύφες και καλοντυμένους καλεσμένους να διαβαίνουν τα σκαλιά της εκκλησίας, για να χτίσουν τις δικές τους ερωτικές, υπερβατικές ιστορίες.
Στο κυνήγι μιας πιο αυθεντικής εμπειρίας, αποφασίσαμε να μείνουμε στο Γκετσέμανι. Χρωματιστές προσόψεις, salsa μουσική να ακούγεται από τα γύρω σπίτια, παιδιά να παίζουν στην πλατεία, τουρίστες να αράζουν σε αυτοσχέδια μπαρ, ντόπιοι να τσακώνονται για μια παρτίδα ντόμινο, ανοιχτά παράθυρα και πόρτες, συστατικά μιας θερμόαιμης, φιλόξενης κουλτούρας. Θυμάμαι ακόμα το βράδυ της Παρασκευής, όλους τους κατοίκους να παίρνουν θέση στα παγκάκια της πλατείας και στη μέση έναν δάσκαλο αερόμπικ να ξεκινά ένα μισάωρο δωρεάν μάθημα γυμναστικής, με γιαγιάδες, παιδάκια και τουρίστες να συμμετέχουν γελώντας.
Από την Καρταχένα συνεχίσαμε για το μικρό, τροπικό νησάκι της Προβιντένσια. Για να φτάσεις εκεί θα πρέπει ή να πάρεις ένα μικρό, ελικοφόρο αεροπλάνο ή ένα καταμαράν για 3 ώρες. Αν και όλοι οι οδηγοί και τα ταξιδιωτικά φόρα πρότειναν μετάβαση με αεροπλάνο, εμείς ως μεγάλοι θαλασσοπόροι των ελληνικών νησιών, αψηφίσαμε τις συμβουλές. «Σιγά, αυτά είναι για τους Αμερικάνους που δεν είναι συνηθισμένοι στα καράβια. Εμείς έχουμε αντέξει 8 μποφόρ στο Αιγαίο», είπαμε με ύφος. Ακόμα κι όταν, μπαίνοντας, μας έδωσαν από 2 δραμαμίνες στον καθένα, επιμείναμε ότι εμείς οι θαλασσόλυκοι δεν θα έχουμε θέμα. Όμως τρία λεπτά μετά την αναχώρηση, όταν αρχίσαμε να ταλαντευόμαστε ασταμάτητα και με δύναμη, καταρρίψαμε τις αυταπάτες μας και… τρέξαμε να πιάσουμε τα σακουλάκια της ναυτίας.
Τρεις ώρες –κι αρκετά σακουλάκια- μετά, αποβιβαστήκαμε στη μικρή, παραδεισένια Προβιντένσια. Εκεί, ο κόσμος μιλάει αγγλικά, αντί για ισπανικά, ακούει ρέγκε, πίνει τσιγάρα, και χαλαρώνει στις παραλίες και τα νερά της Καραϊβικής. Όλοι οι τουρίστες περνάνε σίγουρα κάποιες ώρες στο μικροσκοπικό «Νησί των Καβουριών», μία βραχονησίδα περικυκλωμένη από τιρκουάζ νερά, κι ένα μπαρ που σερβίρει κοκτέιλ και μπίρες στη μέση ενός γαλαζοπράσινου πελάγους.
Πέντε ώρες οδικώς από την Καρταχένα, συνεχίσαμε στο Εθνικό Πάρκο της Ταϊρόνα, επίσης must για όλους τους επισκέπτες. Θέλγητρο για backpackers και aficionados της φύσης, το πάρκο μετρά ατελείωτες τροπικές παραλίες και μία laidback κουλτούρα. Εκεί συναντάς ανθρώπους από όλο τον κόσμο, ταξιδιώτες που έχουν επιδοθεί σε πολύμηνες περιηγήσεις στη Νότια Αμερική.
Για το τέλος, αφήνω το δικό μου highlight αυτού του ταξιδιού: την πεζοπορία για τη Χαμένη Πόλη. Τέσσερις ημέρες ανάβασης και κατάβασης με φόντο έναν καταπράσινο, τροπικό παράδεισο. Το εναλλακτικό «Μάτσου Πίτσου», όπως συχνά αναφέρεται, είναι κρυμμένο στη ζούγκλα και για να φτάσεις πρέπει να ακολουθήσεις μία απαιτητική διαδρομή με υποχρεωτική συνοδεία οδηγού, μάγειρα και μεταφραστή.
40 χιλιόμετρα, πολλά ιδρωμένα t-shirts, βουτιές σε ποτάμια, ύπνο σε αιώρες και υπαίθρια καταφύγια, κλεφτές ματιές στη φυλή των Κότζι – άντρες και γυναίκες με μακριά σκούρα μαλλιά και άσπρα ρούχα που μασουλάνε φύλλα κόκας, απαραίτητο στοιχείο της πολιτισμικής παράδοσης ιθαγενών πληθυσμών στη Νότια Αμερική. Ιδρωμένοι, κουρασμένοι αλλά σίγουρα γοητευμένοι από την εμπειρία ακούσαμε ιστορίες για τους ναρκοβαρώνους, χαρήκαμε τα κολομβιανά εδέσματα, γνωρίσαμε σαμάνους, κι εν τέλει δύο μέρες μετά βρήκαμε… τη Χαμένη Πόλη. «Παλιά δεν το γνώριζε κανείς αυτό το μέρος. Αλλά το 2003, 8 τουρίστες έπεσαν θύματα απαγωγής και η Χαμένη Πόλη έγινε πρωτοσέλιδο. Οι τουρίστες όχι μόνο δεν πτοήθηκαν αλλά χρόνο με το χρόνο, άρχισαν να φτάνουν ολοένα και περισσότεροι περιπετειώδεις ταξιδιώτες», μας εξήγησε ο οδηγός μας.
Εμείς θύματα απαγωγής μπορεί να μην πέσαμε, αλλά είναι βέβαιο πως η Κολομβία, μια χώρα γεμάτη αντιθέσεις (από τον Εσκομπάρ στη Σακίρα κι από τα φονικά ξεκαθαρίσματα στη σάμπα) κατάφερε τελικά να μας αιχμαλωτίσει…