Έπειτα από τις αποκαλύψεις Σνόουντεν και τη γενικότερη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση Ομπάμα για την παρακολούθηση της προσωπικής ζωής, ήρθε η αποκάλυψη ή η αν θέλετε η συνειδητοποίηση, ότι το FBI μπορεί να ανοίγει τις κάμερες των λάπτοπ και να καταγράφει τους χρήστες χωρίς μάλιστα να ανάβει το φωτάκι, αφήνοντας στην άγνοια εκατομμύρια χρηστών, “παίζοντας” με το κεφάλι τους για το αν παρακολουθείται ή όχι. Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι πως υπάρχει η φήμη ότι αυτό συμβαίνει εδώ και κάμποσα χρόνια. Αφορμή για να αναδυθεί στην επιφάνεια κάτι τέτοιο στάθηκε, η πρόσφατη αναζήτηση ενός υπόπτου ονόματι “Μο”, που επιμελώς έκρυβε τα διαδικτυακά του αποτυπώματα, ενώ δεν υπήρχε τηλέφωνο ή διεύθυνση σπιτιού για να εντοπιστεί. Ο Μο, εμφανίστηκε δυο μέρες μετά τη δολοφονία 12 ατόμων στην Ορόρα από το Τζέιμς Χόλντεν στον κινηματογράφο που παιζόταν το “Dark Knight Rises”. Ο ύποπτος συστήθηκε ως φίλος του Χόλντεν και απαίτησε την απελευθέρωσή του, διαφορετικά θα “φύτευε” βόμβες σε σημεία σκοτώνοντας αθώους. Για να τον εντοπίσει, το FBI, κατασκεύασε ένα πρόγραμμα για να “ψαρέψει” τις απαραίτητες πληροφορίες και να σταματήσει αυτόν τον “δημόσιο κίνδυνο”. Το θέμα βέβαια, είναι με ποιο κόστος, ενθυμούμενοι το ρητό που αποδίδεται στον αγαπημένο των Αμερικανών, Βενιαμίν Φρανκλίνο: “Αυτοί που θυσιάζουν την ελευθερία τους για την ασφάλεια, δεν θα έχουν ούτε τη μια, ούτε την άλλη”.
Το FBI, όπως είναι λογικό, τονίζει πως αυτού του είδους η ιδιότυπη -και τελείως ανήθικη κατά τη γνώμη μου- παρακολούθηση γίνεται κυρίως για υποθέσεις που αφορούν τρομοκρατία ή τις “πολύ σοβαρές” υποθέσεις. Η όλη υπόθεση είναι ξεκάθαρο δείγμα των τακτικών που έχει τη δυνατότητα το FBI να χρησιμοποιήσει για να μας προστατέψει και που θέλει να φτάσει γι’αυτό. Το δίκοπο μαχαίρι βέβαια, είναι από τη μια ότι χάρη σ’αυτά τα ολισθήματα μαθαίνουμε τι μας γίνεται, αλλά αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι λίγο ανησυχητικό να βλέπεις ανόητα λάθη ανθρώπων σε τόσο υπεύθυνα πόστα. Το ερώτημα που εύλογα θα τεθεί μάλλον ανήκει στη φιλοσοφική σφαίρα κι έχει να κάνει με το ποιος παρακολουθεί αυτούς που παρακολουθούν. Και ο φόβος του να μην είμαστε “απροστάτευτοι”, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σπειροειδή κάθοδο προς έναν παρανοϊκό κόσμο, που θα μας φέρνει στο νου σκηνικά από το “They Live” ή κάποιο κόμικ του Άλαν Μουρ.