Στριφογυρίζει, κι όσο στριφογυρίζει δημιουργεί μια πολύχρωμη δίνη. Αν το πλυντήριό μου τον Αύγουστο ήταν καλλιτεχνική εγκατάσταση θα το βάφτιζα «λυτρωτική φρεσκάδα». Γιατί είναι το μόνο πράγμα που νιώθω να με ανανεώνει στην Αθήνα τον Αύγουστο, όταν δηλαδή η πόλη λειτουργεί απλά σαν στάση και οι ώρες μου σε αυτή μοιράζονται σε μπουγάδες και γρήγορα ραντεβού με εκείνους που θα κάνω μέρες να ξαναδώ. Δηλαδή, όταν ακούω ή διαβάζω για «τη μεγάλη έξοδο των αδειούχων του Αυγούστου» νομίζω ότι είμαι μέρος μιας ομάδας που δεν γνωρίζω όλα της τα μέλη απαραίτητα, αλλά σίγουρα μας ενώνει η τάση για φυγή.
Εκεί που μεγάλωσα, ο Αύγουστος με έβρισκε στο πίσω μπαλκόνι, αυτό που έβλεπε στην πιλοτή μιας τυπικής 90s πολυκατοικίας, στο μέρος που όλοι μάλλον με το που πρωτοέμπαιναν στο μελλοντικό τους σπίτι έλεγαν, «να εδώ θα απλώνουμε τη μπουγάδα».
Τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας είχαν κάνει συνέλευση για να συναποφασίσουν ποιος τεντάς θα πάρει το έργο, είθισται προφανώς αυτό. Είχαν βάλει και αυτή τη μισή τέντα στο πλάι, ένα υφασμάτινο στόρι για να απομονώνεσαι πλήρως από το γύρω περιβάλλον, για να είναι το μπαλκόνι σαν στεγασμένη προέκταση του δωματίου. Αλλά στις μπουγάδες του Αυγούστου, όταν μάλλον όλοι ψάχνουν έναν άνθρωπο να πουν μια κουβέντα στην άδεια Αθήνα, η πλαϊνή τέντα-στόρι ανέβαινε.
Ποτέ δεν την κατάλαβα αυτή τη συμφωνία να έχουμε όλοι την ίδια τέντα ακόμα και στην εσωτερική πλευρά, στην προέκταση του δωματίου μας που θέλουμε να έχει έναν χαρακτήρα. Αν αυτή η πολυκατοικία, με τις ολόιδιες εξωτερικά αλλά και εσωτερικά τέντες ήταν καλλιτεχνική εγκατάσταση θα την ονόμαζα «ανούσια πληκτική ομοιομορφιά».
Από το πάτωμα του μπάνιου, εκεί που καθόμουν περιμένοντας να τελειώσει το στύψιμο της πολύχρωμης δίνης, τα άλλα μέρη που με έβρισκε ο Αύγουστος στην Αθήνα ήταν αυτό το μπαλκόνι κι ένα καφέ που απείχε από το σπίτι μου. Μια μεγαλύτερη απόσταση στην αυγουστιάτικη Πετρούπολη σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι σε ερημωμένο σετ ταινίας, η παραγωγή και το καστ βρίσκονται σε διάλειμμα, ψυχή δεν υπάρχει εκτός από τη γειτόνισσα που αποφάσισε να πάρει άδεια τον Σεπτέμβρη γιατί «τώρα τα νησιά βουλιάζουν» και αυτό προφανώς της προκαλεί δυσφορία, προτιμά το δωμάτιο με την αδιάφορη τέντα και τη μυρωδιά του μαλακτικού.
Τα τελευταία τρία χρόνια μένω στο Παγκράτι. Το πλυντήριο βρίσκεται τώρα στην κουζίνα, δύσκολο να βολευτώ στο πάτωμα, βρίσκω σε ένα φοιτητικό φουρνάκι που θα έπρεπε να έχει πεταχτεί από καιρό. Πίσω μπαλκόνι μπουγάδας δεν υπάρχει, ούτε τέντα με χαρακτήρα ή χωρίς. Τους γείτονες δεν τους ξέρω, το μαλακτικό τους δεν το έχω μυρίσει, το μπαρ πέντε στενά κάτω από το σπίτι κλείνει σχεδόν τον μισό Αύγουστο. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι μέρες μου στην Αθήνα μειώθηκαν, τα ρούχα στο σάκο αυξήθηκαν, οι μπουγάδες γίνονται πρόχειρα σε πλαστικές λεκάνες στα νησιά, κουβέντα με το διπλανό διαμέρισμα δεν πιάνω, πιο πιθανό είναι να γνωρίσω τη γειτονική σκηνή, απορώ μερικές φορές γιατί πληρώνω νοίκι αυτόν τον μήνα, αλλά και τι να κάνεις; Η ζωή δεν είναι μόνο διακοπές.
Αν ολόκληρη η πόλη, αν όλη η δική μου αυγουστιάτικη Αθήνα ήταν καλλιτεχνική εγκατάσταση και έπρεπε να της δώσω όνομα -όπως αυτά που συναντώ κατά περιόδους και με γεμίζουν απορία, που με κάνουν να αναρωτιέμαι πόσο καιρό μπορεί να σου πάρει ν’ αποφασίσεις τον τίτλο ενός έργο που μάλλον θέλεις θα δουν πολλοί, ιδανικά να το θαυμάσουν κιόλας- αν έπρεπε λοιπόν να τη δω σαν ένα έργο θα τη βάφτιζα «φευγιό-μπουγάδες-μετακόμιση μέχρι την επιστροφή». Μου πήρε καλοκαίρια για να αποφασίσω τον τίτλο, αλλά είμαι βέβαιη ότι θέλω να τον κρατήσω.