O Αύγουστος στην Αθήνα είναι μη τόπος και μη χρόνος.
Είναι οι τουρίστες που βλέπουν μια πόλη-καρτ ποστάλ, στην οποία κάθε σημαντική ή ασήμαντη λεπτομέρεια αυτή τη στιγμή δεν ανήκει πουθενά παρά μόνο στις αναμνήσεις του μέλλοντος.
Οι εργαζόμενοι που βλέπουν μια πόλη να κινείται ράθυμα κι αυτοί να νιώθουν σαν να μην κάνουν ούτε αυτό. Εκείνοι που βγάζουν ακόμη λίγη άμμο από τα ρούχα τους, ως μικρό σουβενίρ από τις διακοπές που τέλειωσαν γρήγορα, σχεδόν βίαια. Αυτοί που περιμένουν τις διακοπές που δεν αργούν, θα ‘ρθουν. Κι αυτοί που δεν βλέπουν διακοπές ούτε πίσω ούτε μπρος παρά ψάχνουν πως να ξεφύγουν από το εδώ και το τώρα.
Είναι οι μαυρισμένοι μαθητές των τελευταίων ημερών του Αυγούστου. Αυτοί που βλέπουν την μέρα της μαρμότας να πλησιάζει απειλητικά, αυτοί που χαίρονται στα κρυφά για το κουδούνι που σε λίγες μέρες θα ηχήσει και θα σπάσει με κάποιον καθωσπρέπει τρόπο την ανία αλλά και όσοι ανυπομονούν απλά και μόνο για την πρώτη σκανδαλιά στο προαύλιο. Αυτοί που θα καθίσουν για πρώτη και εκείνοι που θα καθίσουν για τελευταία φορά στα θρανία και θα αργήσουν αμφότεροι να καταλάβουν πόσα χιλιόμετρα και εκατοστά μαζί απέχουν μεταξύ τους. Χέρι-χέρι κι όσοι θα περάσουν αγχωμένα, ενθουσιωδώς και ντεμέκ-ενήλικα την πόρτα που τους άνοιξαν 5 κόλλες χαρτί τον περασμένο Ιούνιο.
Είναι τα ανοιχτά παράθυρα και όσα αφήνουν να βγουν και να μπουν χωρίς προειδοποίηση. Τα σκυλιά που γαβγίζουν ανυπόμονα, στριμωγμένα σε μπαλκόνια. Τα τζιτζίκια που επιμένουν στον αδιάκοπο trans ρυθμό τους. Το φθαρμένο τσιτ τσατ ανάμεσα στις μεγαλοκοπέλες της γειτονιάς. Η καρβουνίλα του γωνιακού σουβλατζίδικου αλλά κι εκείνα τα φασολάκια που διακρίνονται οσφρητικά από μακριά και θα κάνουν δύσκολη τη ζωή κάποιου παιδιού σήμερα. Οι στεντόρειες φωνές από την παιδική χαρά πίσω από τον ακάλυπτο που έχει λόγο να λέγεται και παιδική και χαρά. Και μικρές φωνές χαράς άλλες, που έρχονται στις πιο μίνιμαλ ώρες. Οι κλωτσιές της μπάλας. Το χτύπημά της στο πάτωμα. Οι γάτες που πάλι για κάτι βρήκαν να γκρινιάξουν.
Είναι ο ελαφρύς ιδρώτας που εξισορροπείται από τα πρώτα δροσερά αεράκια. Τα τελευταία παγωτά μέχρι τα πονεμένα λαιμά να δώσουν προειδοποιητικό σήμα για κλείσιμο της θερινής σεζόν. Οι μικρές ενδογειτονικές αποδράσεις για τα απαραίτητα πολεμοφόδια με έναν πρόχειρο κότσο, ένα ακόμη πιο πρόχειρο σορτσάκι και την ευχή αλλά και σιγουριά ότι κανείς δεν θα σε δει 5 η ώρα το απόγευμα μια Κυριακή του Αυγούστου. Αλήθεια, πόσο άβολες είναι αυτές οι σαγιονάρες πάνω στο κράσπεδο;
Είναι η μουσική που μπορεί να παίζει δυνατά την ώρα που οι γείτονες βρίσκονται μακριά. Οι σελίδες από τα βιβλία που εξαφανίζονται δέκα-δέκα. Οι ταινίες που όλη τη χρονιά περίμεναν γι’ αυτή την ιδιωτική προβολή και οι σειρές, όταν ο καναπές είναι όλο και μόνο το κρατίδιό σου.
Η λιμνούλα από το ερ κοντίσιον στο μπαλκόνι, μιας και δεν έχει φωνή για να πει πως το κούρασες και σήμερα. Το πότισμα απλά και μόνο για τη στιγμή που θα επωφεληθείς και θα βρέξεις τα πόδια σου. Αυτή η κυρία από απέναντι που περιμένεις καρτερικά να αποσυρθεί και σήμερα ησύχως για να κάτσεις στο μπαλκόνι λίγο πιο μοναχικά. Η άλλη κυρία από την δίπλα μονοκατοικία που κάθε φορά που περνάς και κάθεται στην αυλή θα κοιτάς τάχα μου δήθεν αλλού αμήχανα και που ποτέ δεν θα μάθεις το όνομά της.
Τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία που για να χρυσώσουν το χάπι που σε έστησαν και σήμερα, κάνουν το καλύτερο δυνατό για να είναι η κούρσα σου σχεδόν ιδιωτική. Ο φρέντο καπουτσίνο στο χέρι απλά και μόνο ως αφορμή για να βγεις για λίγο από το σπίτι όταν όλοι οι άλλοι είναι μίλια μακριά από αυτό. Τα μπαρ που επιβιώνουν γοητευτικά μίζερα. Οι βαλίτσες που ακούγονται πάνω στα πεζοδρόμια.
Είναι όλα εκείνα, καλά, κακά και πρωτίστως άσχημα που απέφυγες εντέχνως να σκέφτεσαι όλη την υπόλοιπη χρονιά και τώρα δεν σου χτυπάνε καν την πόρτα για να μπουν. Πρέπει κάποια στιγμή να κάνεις κάτι και με αυτά, δεν νομίζεις; Είναι αυτός ο μήνας.
O Αύγουστος στην Αθήνα είναι μη τόπος και μη χρόνος. Παγιδευμένος μέσα στο ανύπαρκτο τώρα του και το μεταβατικό εδώ του.
Ή όποιος (κάτι σαν) Αύγουστος σε κάθε Αθήνα αυτού του κόσμου.